Ενα κύμα γνήσιας θλίψης σάρωσε τα κοινωνικά δίκτυα την εβδομάδα που μας πέρασε όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του γλύπτη Γιώργου Λάππα (1950-2016). Ενας ιδιαίτερα ταλαντούχος καλλιτέχνης αλλά και μια αγαπητή φυσιογνωμία στον χώρο των τεχνών, τόσο στον τομέα της γλυπτικής όσο και στον τομέα της εκπαίδευσης, ο πρέσβης της χώρας στο εξωτερικό με την Μπιενάλε της Βενετίας το 1990 και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1992 πέθανε αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς στον «Ευαγγελισμό» όπου νοσηλευόταν ύστερα από οξεία κρίση στη χολή.
«Πιστεύω ότι υπήρξα καλός δάσκαλος γιατί έχω ένα πηγαίο χάρισμα κωμικού ηθοποιού. Μέσα από αυτό μπορώ να σπάω τον τρόμο του ιλίγγου και να βοηθώ τους φοιτητές να μανουβράρουν την έλξη του και να εποπτεύουν την έννοια του βάθους» έλεγε παλαιότερα σε συνέντευξή στην Αρτεμη Καρδουλάκη στα «Νέα της Τέχνης». Το δικό του παράδειγμα θα ήταν ούτως ή άλλως αρκετό, καθώς από τις πρώτες εγκαταστάσεις του, τις τρισδιάστατες κατασκευές που διατάσσονται στον χώρο με διαφορετικούς τρόπους, ως την αμιγώς ανθρωποκεντρική στροφή του τη δεκαετία του ’90 με τις χαρακτηριστικότατες κόκκινες φιγούρες με τα κομμένα μέλη, ο Γιώργος Λάππας μεταμόρφωσε τη γλυπτική ανατρέποντας θεμελιώδη στερεότυπά της. Παραμέρισε τη στατικότητά της, την εμβάπτισε στο χρώμα και πειραματίστηκε πάνω σε αυτήν μεταπλάθοντας τις εμπειρίες της πλούσιας ζωής του σε τέχνη.
Ο γεννημένος στο Κάιρο Λάππας βίωσε τους βομβαρδισμούς της πόλης από τους Αγγλους στη διάρκεια του πολέμου του Σουέζ το ’56 και χαράχθηκε για πάντα στη μνήμη του «η φωτεινή πίεση πίσω από ένα χρώμα», που έβλεπε πίσω από τις μπλε κόλλες που κολλούσαν στα παράθυρα για συσκότιση. Δεν ξέχασε ποτέ τον τρόπο με τον οποίο τον αγκάλιαζε η σουδανή γκουβερνάντα του όταν ήταν άρρωστος και η κλίση του εναγκαλισμού της εισχώρησε στον τρόπο που έστησε ορισμένα έργα του. Οταν επαναπατρίστηκε η οικογένειά του στην Αθήνα το 1958 εξαιτίας των διώξεων του Νάσερ στην Αίγυπτο, βρήκε παρηγοριά στο θέατρο σκιών του Σωτήρη Σπαθάρη και μαγεύτηκε από τον τρόπο με τον οποίο ο μάστορας αυτός «όριζε μια πατρίδα από φως χωρίς έδαφος». Προτού στραφεί στην τέχνη ταξίδεψε, μορφώθηκε και καλλιεργήθηκε συλλέγοντας από τρεις ηπείρους τη γνώση εκείνη που δεν τη βρίσκεις απαραίτητα στα βιβλία αλλά στηρίζεται στην άμεση αντίληψη των πραγμάτων. Σπούδασε ψυχολογία στο Ορεγκον των Ηνωμένων Πολιτειών και εργάστηκε ως εθελοντής στους θαλάμους υψίστης ασφαλείας του Ψυχιατρείου του Σάλεμ, ως επόπτης ψυχαγωγίας. Ταξίδεψε στην Ινδία με υποτροφία, όπου μελέτησε για έναν χρόνο τη γλυπτική των ινδικών ναών, και πέρασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή Α.Α. του Λονδίνου. Τελικά ο κύκλος των περιπλανήσεων έκλεισε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην ΑΣΚΤ με τους Γιάννη Παππά και Γιώργο Νικολαΐδη. Η έντονη όσο και στοχαστική ζωή του μετουσιώθηκε σε απαράμιλλη τέχνη στην οποία αφιερώθηκε ως το τέλος. Τους τελευταίους μήνες ετοίμαζε ένα γλυπτό για την έκθεση «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη» που θα συνδιοργανωθεί από το Ιδρυμα Θεοχαράκη και το Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών στις 18 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη. Ηταν ένας σάκος από ορείχαλκο με ένα υπερμέγεθες αφτί πάνω του, γιατί όπως λέει ο επιμελητής κ. Τάκης Μαυρωτάς «ήθελε να αφουγκράζεται την ποίηση ο κόσμος».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



