Θανάσης Βαλτινός
Επείγουσα ανάγκη ελέου
Εκδόσεις Εστία, 2015,
σελ. 128, τιμή 12 ευρώ

Επείγουσα ανάγκη ελέου (Εστία, 2015) τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, μια συλλογή είκοσι ενός διηγημάτων που οργανώνονται σε πέντε τρίπτυχα. Πρωταγωνιστές άνθρωποι που δοκιμάζονται, άνθρωποι λαϊκοί, άνθρωποι ερωτικοί. Ο Κώστας και η Μαρίνα, ο Θωμάς, η Λουκία, ο Ζακ Λεών. Οχι της σημερινής κρίσης αλλά κρίσεων παλαιότερων, της Ελλάδας των πολέμων και του Εμφυλίου. Λίγες ημέρες πριν από την Πρωτοχρονιά, συναντιόμαστε για να μιλήσουμε για τούτο το νέο βιβλίο, που αποτελεί μια ψηφίδα στο πυκνό σύμπαν που δημιουργεί μεθοδικά από το 1963, όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στις Εποχές η «Κάθοδος των εννιά». «Ολοι οι συγγραφείς, όλοι οι καλλιτέχνες, όλοι οι άνθρωποι αντλούμε υλικό από την εφηβεία μας, είναι η μεγάλη δεξαμενή. Η δική μου εφηβεία συνέπεσε με εκείνα τα χρόνια τα κρίσιμα, τόσο γεμάτα, που μπορούσαν να σε συντρίψουν από τον φόρτο του υλικού που κουβαλούσαν… Υπάρχουν ακόμη άπειρα πράγματα μέσα μου ως ιδέες, που δεν τα έχω εκμεταλλευτεί λογοτεχνικά» λέει.

Το ερώτημα είναι αν το τραύμα που άνοιξε ο Εμφύλιος επουλώνεται επιτέλους με την Αριστερά στην κυβέρνηση. «Νομίζω όχι» λέει σκεφτικός. «Νομίζω ότι αυτοί οι αριστεροί συνεχίζουν να είναι δέσμιοι ενός πνεύματος ρεβανσισμού, συχνά μου δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν ξεπεράσει το σύνδρομο του Γράμμου, την ήττα εκεί πάνω. Βεβαίως, επειδή τις προάλλες σχολιάσαμε το βιβλίο του Γιώργου Μαυρογορδάτου για τον Διχασμό του 1915, όλοι οι διχασμοί ξεκινούν από εκεί και έχουν μήτρα το «Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά» και τα λοιπά. Ακόμη και τώρα η παρουσία και ο λόγος του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή εκεί οδηγεί, σε έναν οργανωμένο και επικείμενο διχασμό» καταλήγει και αναρωτιέται «πώς άνθρωποι νέοι, έξυπνοι –ή πονηροί και έξυπνοι –δεν μπορούν να καταλάβουν σε τι γκρεμό οδηγούν τα πράγματα».
Εζησε ενάμιση χρόνο στη Γερμανία στη δεκαετία του 1970. Υπάρχει και εκεί φανατισμός, ειδικά στα λαϊκά στρώματα, καμιά κοινωνία δεν είναι ιδανική λέει, «δεν υπάρχουν κοινωνίες παστρικές, σε όλες υπάρχουν σπόροι μιας ανεπιθύμητης εξέλιξης» αλλά θεωρεί τον αντιγερμανισμό που καλλιεργείται στην Ελλάδα ανεπίτρεπτο. «Είναι ανεπίτρεπτο σε μια Ευρώπη σημερινή να συντηρούνται και να καλλιεργούνται τέτοιες νοοτροπίες. Αυτό έγινε για λόγους κομματικούς, για τα «σφαιρίδια» που έλεγαν κάποτε. Τους τελευταίους μήνες έγινε αποδιοπομπαίος τράγος ο Σόιμπλε, ο οποίος δεν κήρυξε κάτι ανθελληνικό, στην ουσία μιλούσε για το συμφέρον της Ελλάδας, για αυτά που έπρεπε να είχε κάνει η Ελλάδα εδώ και μια εξαετία τουλάχιστον από τη στιγμή που μπήκε σε αυτά τα προγράμματα. Τα προγράμματα δεν ήταν για να τιμωρηθεί ο ελληνικός λαός, απέβλεπαν σε έναν εκμοντερνισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, απέβλεπαν σε μια δημόσια διοίκηση που θα ήταν επαρκής και αποτελεσματική». Η ευθύνη δεν είναι μίας κυβέρνησης μονάχα, εξηγεί. «Κανένας δεν άνοιξε τα μάτια στον κόσμο από την αρχή της Κοινής Αγοράς. Τα λεφτά που ήρθαν από την Ευρώπη ήταν πάρα πολλά. Τα άφηναν και γίνονταν Μερσεντές και χιλιάρικα που σκορπιόνταν στα περιστασιακά σκυλάδικα στη Θεσσαλία, στη Λακωνία, στην Κρήτη και αλλού. Δεν έγιναν αλλαγές των καλλιεργειών, πήγαιναν χαμένες οι επιδοτήσεις. Οι πολιτικοί χάιδευαν τους αγρότες και εξακολουθούν να τους χαϊδεύουν. Καμιά πολιτική παράταξη δεν φρόντισε να μιλήσει λίγο σκληρά στον ελληνικό λαό, να του ανοίξει τα μάτια, να του πει ποιο ήταν το συμφέρον του. Αντιθέτως, έκαναν «μπαμπούλα» κάθε ξένο που μιλούσε από ένα άλλο πλαίσιο θέασης των πραγμάτων».
Εφέτος κυκλοφορεί στην Αμερική, από τις εκδόσεις Yale University Press, η Ορθοκωστά στα αγγλικά, το μυθιστόρημά του που όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1994 προκάλεσε έντονες συζητήσεις για τη μεταπολεμική Ιστορία. «Ηταν μια αγανάκτηση, κατά κάποιον τρόπο, η Ορθοκωστά από μέρους μου. Αλλωστε, στη λογοτεχνία, στην τέχνη, υπάρχει και ένα αίσθημα δικαίου που πρέπει να θεραπευθεί. Δεν μπορεί όλη η Πελοπόννησος, όλοι όσοι δεν ήταν αριστεροί, να ήταν συνεργάτες των Γερμανών, γιατί εκεί είχαμε φτάσει. Να, τα διχαστικά που λέγαμε, τώρα, 2015, έρχονται ξανά στην επιφάνεια οι ταγματασφαλίτες, οι συνεργάτες των Γερμανών –και οι μεγάλοι πατριώτες ήταν οι ελασίτες βεβαίως! Κανείς δεν ήξερε, μέχρι που βγήκε η Ορθοκωστά, το όργιο που είχε γίνει, το όργιο βίας, το όργιο κακουργημάτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ενας εμφύλιος πόλεμος δεν είναι υπόθεση μίας παράταξης μόνο, χρειάζονται δύο, και σκοτώνουν και οι δύο πλευρές εξίσου άγρια, εξίσου άλογα και εξίσου πρόστυχα».
«Φοβάμαι για πράγματα μοιραία»
Είναι πολύ σκεπτικός για το μέλλον της χώρας. «Φοβάμαι για πράγματα ανήκεστα, για πράγματα που θα είναι μοιραία ενδεχομένως. Οι άνθρωποι που κυβερνάνε δεν έχουν μια αίσθηση ιστορικότητας, όσο κι αν διατείνονται ότι βλέπουν τα πράγματα έτσι. Είναι δέσμιοι της νοοτροπίας τους, της παιδείας τους, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η ζωή έχει ποικιλομορφία και απρόοπτα, έχει και εξάρσεις και εκπλήξεις, δεν μπαίνει σε καλούπια. Το βλέπουμε από τον τρόπο που προσπαθούν να κυβερνήσουν. Οσο είσαι κόμμα είναι εύκολο, δίνεις εντολές και αμέσως διεκπεραιώνονται. Οταν γίνεσαι κυβέρνηση, εννοώ κυβέρνηση που ασκεί και υπηρετεί μια δημοκρατία, τα πράγματα δυσκολεύουν. Εκεί φαίνεται ότι τα βρίσκουν μπαστούνια και δεν ξέρουν τι να κάνουν και βεβαίως, ακολουθώντας αυτή τη γραμμή, προκαλούν ζημιές φοβερές. Δεν είμαι οικονομολόγος, μυρίζομαι όμως πόσα δισεκατομμύρια έχει χρεωθεί ο ελληνικός λαός αυτούς τους μήνες που έχουμε Αριστερά στην εξουσία πρώτη φορά». Διευκρινίζει όμως ότι «εδώ υπάρχει μια ανακρίβεια, δεν έχουμε πρώτη φορά Αριστερά, έχει ξαναϋπάρξει η Αριστερά στην εξουσία το 1944, και από το 1943 κυριαρχούσε σε όλη την Ελλάδα, με εκείνα τα ολέθρια αποτελέσματα της παρωδίας των λαϊκών δικαστηρίων και άλλα».
Η Ακαδημία Αθηνών και οι διανοούμενοι
Τον ρωτώ για τον ρόλο τον δικό του, για τον ρόλο των διανοουμένων, για τον ρόλο της Ακαδημίας Αθηνών σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία. «Η Ακαδημία ως θεσμός δεν μπορεί να παίρνει θέση σε ζητήματα τρέχουσας πολιτικής. Ο ρόλος της είναι με την οντότητά της να οριοθετεί, να καταυγάζει, να διαφωτίζει» είναι η άποψή του. «Οι διανοούμενοι –αλλά και οι ακαδημαϊκοί, δεν τους ξεχωρίζω –μιλούν με το έργο τους, την ειδική δράση τους. Ο διανοούμενος έχει ένα έργο, το οποίο όμως ο κόσμος, που ρωτάει τι κάνουν οι διανοούμενοι, το έχει φτύσει. Οταν τα πράγματα είναι καλά, ρίχνουμε τις ζεϊμπεκιές μας, τα σπάμε στα σκυλάδικα και οι διανοούμενοι είναι ανύπαρκτοι. Οταν τα πράγματα δυσκολέψουν, ρωτάμε πού είναι οι διανοούμενοι. Οι διανοούμενοι είναι πάντα εδώ με το έργο τους, με αυτό το έργο αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες τις εθνικές».
Το δικό του έργο είναι η λογοτεχνία του, που αναζητεί βαθιές δομές της ελληνικής κοινωνίας χωρίς να στέκεται στην επιφάνεια του παρόντος. «Προσπαθώ να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα με τους δικούς μου τρόπους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με κάποιο σχήμα εγκεφαλικό ή με μια τοποθέτηση που είναι αποτέλεσμα έρευνας. Εχω μια καθαρά βιωματική σχέση με τη δική μας ιστορία, με τη μικροϊστορία μας ακόμη». Τον ενδιαφέρει ο λαϊκός άνθρωπος που είναι στερημένος από δυνατότητες να ξεφύγει από την ενδημική ελληνική μιζέρια, κατάλοιπο του «καθαρευουσιανισμού», της γραφειοκρατίας, της νοοτροπίας του δημοσιοϋπαλληλικού βολέματος. «Να ένα άλλο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής ζωής» επισημαίνει αίφνης: «Κανείς δεν θέλει να δει τα πράγματα σαν μια απαλλαγή του κόσμου από αυτήν την καθημερινή ενδημική μιζέρια, που δεν είναι μόνο οικονομική».
Στην υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών το 2008 αντί ομιλίας διέτρεξε τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία με ένα κείμενο λογοτεχνικό, το αφήγημα Ο τελευταίος Βαρλάμης. Εφέτος, στις 12 Ιανουαρίου, στην τελετή εγκατάστασής του ως προέδρου της Ακαδημίας θα μιλήσει για τη γλώσσα. «Με αφορά και με απασχολεί πάντα η γλώσσα. Δεν σκοπεύω να εκτραπώ σε θεωρητικές συζητήσεις, γι’ αυτό στο τέλος θα διαβάσω το διήγημα «Φουραντάν» από τη συλλογή που κυκλοφορεί. Ξενίζει λιγάκι ο τίτλος του, αλλά το επέλεξα γιατί η αναφορά μου στη γλώσσα έχει έναν μάλλον μελαγχολικό χαρακτήρα και μελαγχολικό χαρακτήρα έχει και το διήγημα αυτό, μας γυρίζει πίσω σε μια εποχή που οι άνθρωποι πάλευαν να ξεκολλήσουν από μια κατάσταση δυσάρεστη που δεν την άξιζε ο ελληνικός λαός».
Εκείνο που θα επιδιώξει εφέτος ως πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών είναι να τη φέρει πιο κοντά στην κοινωνία. «Οι Ακαδημίες είναι από τη φύση τους συντηρητικές» παραδέχεται, «αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι οπισθοδρομικές. Στην Ακαδημία γίνεται σπουδαίο έργο και στους επιστημονικούς τομείς και γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια επιφυλακτική, καχύποπτη αντιμετώπισή της από τον κόσμο. Η Ακαδημία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, τα μέλη της είναι εξαιρετικοί επιστήμονες και καλλιτέχνες. Στην ενιαύσια θητεία μου, και επειδή συμπληρώνονται 90 χρόνια από την ίδρυση της Ακαδημίας, θα τα γιορτάσουμε με μια σειρά ανοιχτών ομιλιών από ακαδημαϊκούς που θα έχουν άμεση σχέση με την κοινωνία του σήμερα. Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες που γίνονταν και γίνονται ώστε ο κόσμος να έρθει σε επαφή με την Ακαδημία και να τη γνωρίσει. Οι περισσότεροι γνωρίζουν το κτίριο και έχουν μια θολή, βαριά, καταθλιπτική ενδεχομένως εικόνα για την Ακαδημία ως θεσμό. Θέλουμε να αλλάξει αυτή η εικόνα, θέλουμε η κοινωνία να αποκτήσει μια ζωντανή σχέση με την Ακαδημία. Είναι όντως το «ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας» και όλα αυτά τα τετριμμένα, αλλά είναι και στο επίκεντρο ενός πολιτισμού και θέλουμε ο κόσμος να την ξεφοβηθεί, θέλουμε η Ακαδημία να βγάλει τα «μαύρα» από πάνω της».
Για τον χρόνο που ξεκίνησε ήδη εύχεται στους σύντεχνους, στους νέους συγγραφείς «να μείνουν ακέραιοι και ανυποχώρητοι στο όνειρό τους –είναι πολύ εύκολο να ενδώσει κανείς κι εκεί χάνει το παιχνίδι» και εύχεται για όλους τους Ελληνες «να απαλλαγούμε από τον φόβο μας και η καθημερινότητά μας να αλλάξει. Δοκιμάστηκε πάρα πολύ ο Ελληνας –ήταν μια τρόπον τινά «θεία» παρέμβαση για τη σπατάλη των αρετών του στην προηγούμενη τριακονταετία; γιατί σπατάλη ήταν αυτή η χυδαία «αστακομακαρονάδα» -, εύχομαι λοιπόν ο Ελληνας να ξαναβρεί τις παλιές του αρετές».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ