ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate
Μέχρι στιγμής, το σκάνδαλο της Volkswagen έχει εξελιχθεί σύμφωνα με ένα πολύ γνωστό σενάριο. Αποκαλύψεις για επαίσχυντη συμπεριφορά επιχειρήσεων (σε αυτή την περίπτωση, το λογισμικό που παραποιούσε τις εκπομπές ρύπων σε 11 εκατομμύρια πετρελαιοκίνητα οχήματα της εταιρείας). Στελέχη ζητούν συγγνώμη. Κάποιοι χάνουν τις δουλειές τους. Οι διάδοχοί τους υπόσχονται να αλλάξουν την εταιρική κουλτούρα. Οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται να επιβάλουν τεράστια πρόστιμα. Η ζωή συνεχίζεται. Τίτλοι τέλους.

Αλλά οι υποσχέσεις για καλύτερη συμπεριφορά δεν είναι αρκετές, όπως έχει δείξει η φαινομενικά ατελείωτη σειρά από σκάνδαλα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Μόλις αντιμετωπίζουν οι ρυθμιστικές αρχές μια υπόθεση χειραγώγησης της αγοράς, προκύπτει μία άλλη.

Το πρόβλημα με τον τραπεζικό κλάδο είναι ότι είναι χτισμένος πάνω σε μια αρχή που δημιουργεί κίνητρα για κακή συμπεριφορά. Οι τράπεζες γνωρίζουν περισσότερα σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς (και την πιθανότητα της αποπληρωμής των δανείων τους) από τους καταθέτες τους. Αυτή η μυστικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας.

Οι τράπεζες είναι επίσης εξαιρετικά ευάλωτες στα σκάνδαλα, διότι πολλοί από τους υπαλλήλους τους συμπεριφέρονται ταυτόχρονα με τρόπους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την φήμη, ακόμη και τον ισολογισμό, ολόκληρης της επιχείρησης. Στην JPMorgan Chase, μόνον ένας τέτοιος – γνωστός ως «φάλαινα του Λονδίνου» – κόστισε στην εταιρεία 6,2 δισ. δολάρια.

Η υπόθεση της Volkswagen είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση ότι η εταιρική αδικοπραγία δεν περιορίζεται στον τραπεζικό κλάδο, και ότι η επιβολή προστίμων ή οι αλλαγές κανονισμών είναι απίθανο να λύσουν το πρόβλημα. Με κάθε ρύθμιση πολλαπλασιάζονται οι καινοτομίες που κάνουν οι εταιρείες για να την παρακάμψουν.

Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι υπήρχαν κίνητρα στην αυτοκινητοβιομηχανία για την παραπλάνηση του συστήματος. Ο καθένας ξέρει ότι η πραγματική οικονομία του καυσίμου δεν αντιστοιχεί στους αριθμούς που αναφέρονται επισήμως: πολλοί προκύπτουν από δοκιμές που πραγματοποιούνται με τον αέρα να φυσάει από πίσω, ή σε μια ιδιαίτερα ομαλή επιφάνεια του δρόμου. Ομοίως, όποιος έχει σταθεί δίπλα σε ένα πετρελαιοκίνητο όχημα, ακόμη και σε ένα που διακηρύσσει τις αρετές του «καθαρού ντίζελ», μπορεί να πει με ευκολία ότι μυρίζει πιο βαριά από τα αυτοκίνητα που κινούνται με βενζίνη.

Υπάρχουν δύο σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των σκανδάλων στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην Volkswagen. Η πρώτη είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες ή βιομηχανίες, είναι βαθιά ριζωμένες στην εθνική πολιτική, με εκλεγμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους να εξαρτώνται από τις εν λόγω επιχειρήσεις για την δημιουργία θέσεων εργασίας και φορολογικών εσόδων. Η Volkswagen, ειδικότερα, είναι ένα εικόνισμα της γερμανικής βιομηχανίας. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ έχει κάνει τα πάντα για να στηρίξει την εταιρεία, όπως και ο προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Η δεύτερη ομοιότητα είναι ότι και οι δύο βιομηχανίες υπόκεινται σε πολλαπλούς ρυθμιστικούς στόχους. Ρυθμιστές μπορεί να θέλουν να γίνουν ασφαλέστερες οι τράπεζες, αλλά θέλουν επίσης να δανείζουν περισσότερα στην πραγματική οικονομία, κάτι που συχνά σημαίνει ανάληψη περισσότερων κινδύνων.

Η ρύθμιση των εκπομπών των αυτοκινήτων αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα. Καθώς η εστίαση των ρυθμιστικών αρχών στράφηκε προς τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη, υπήρξαν τεράστια κίνητρα για την κατασκευή οχημάτων που θα παράγουν λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ακόμη και αν αυτό σήμαινε, όπως με τους κινητήρες ντίζελ, ότι θα εκπέμπουν άλλα αέρια και μικρο-σωματίδια τα οποία είναι πολύ πιο επιβλαβή για τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τους.

Οπως το δείχνει τόσο γλαφυρά η κρίση της Volkswagen, είναι καιρός να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση για το πώς θα δημιουργήσουμε τους κανονισμούς που θα παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα για την επίτευξη των στόχων που επιθυμούμε πραγματικά: την οικονομική και κοινωνική ευημερία. Μόνον όταν θα γίνει αυτή η συζήτηση, θα έχουμε τις τράπεζες, τα αυτοκίνητα, τα άλλα αγαθά και τις υπηρεσίες που θέλουμε.

* Ο Χάρολντ Τζέϊμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, στις ΗΠΑ.