Το Βήμα – The New York Times

Η ελληνική κρίση αντανακλά το πρώτο μεγάλο τεστ της γερμανικής ηγεσίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ της Γερμανίας μέχρι στιγμής έχει αποτύχει σε αυτό, με δραματικές συνέπειες για την Ευρώπη. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η ηγεσία της Ευρώπης βρισκόταν σε γαλλικά χέρια. Με τη Γερμανία να είναι απασχολημένη με την επανένωση, ο Ζακ Ντελόρ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που μεταμόρφωσε την κοινή αγορά σε μία πιο ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με τον νέο αιώνα, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, εμπνεόμενος από το συνέδριο της Φιλαδέλφειας το 1787, προήδρευσε μίας συνάντησης στις Βρυξέλλες για τη δημιουργία ενός συντάγματος που θα ενίσχυε τη δύναμη και τη νομιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά οι γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν αυτή την πρωτοβουλία το 2005. Έκτοτε, οι ευρωπαϊκές ελίτ συντάσσουν συνθήκες και συμφωνίες που δεν απαιτούν τη λαϊκή επικύρωση. Η Μέρκελ κάποτε ηγείτο της Ευρώπης μαζί με τον Νικολά Σαρκοζί της Γαλλίας. Αλλά η οικονομική παρακμή της Γαλλίας και η πολιτική αδυναμία του διαδόχου του Σαρκοζί, του Φρανσουά Ολάντ, την έσπρωξε στο κέντρο της σκηνής.
Μία δεκαετία αργότερα, η απειρία της είναι εμφανής. Αρχικά, αντιμετώπισε την κρίση χρέους στενόμυαλα, ως οικονομικό πρόβλημα, χωρίς να υπολογίσει τον ρόλο της Ελλάδας στην υπεράσπιση της Ανατολικής Ευρώπης απέναντι από μία ενισχυμένη Ρωσία. Αυτή η αποτυχία είναι αξιοσημείωτη, αφού μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο μετέβη στο Μινσκ της Λευκορωσίας για να διαπραγματευτεί με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Δεν προκαλεί έκπληξη που ο πρόεδρος Ομπάμα ζήτησε από τη Μέρκελ να δείξει ελαστικότητα στην κρίση του χρέους, δεδομένου του σημαντικού γεωστρατηγικού ρόλου της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Το ζήτημα φθάνει πολύ βαθύτερα από το φλερτ της αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τον Πούτιν ως αντίβαρο στους ευρωπαίους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, του Στρασβούργου και της Φρανκφούρτης. Είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας να κρατήσει τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης όσο πιο ανατολικά γίνεται. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη υπερεξαπλωθεί στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Ασία. Αν η αποτροπή της Μόσχας από το Βερολίνο είναι επιθυμητή, τότε το Βερολίνο πρέπει να κερδίσει τη διαρκή συνεργασία της Ελλάδας και άλλων νατοϊκών συμμάχων, όπως των βαλτικών κρατών, τα οποία εξαιτίας της εγγύτητάς τους με τη Ρωσία, είναι στο στόχαστρο. Αλλά αντί να ακούσει τον Ομπάμα, η Μέρκελ επέλεξε τον δρόμο της ταπείνωσης.
Οι διαπραγματευτικές τακτικές του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σπασμωδικές, αλλά δεν υπήρχε τίποτε λάθος στην απόφασή του να ζητήσει δημοψήφισμα. Αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξέταζε να απομακρυνθεί από τις προεκλογικές του υποσχέσεις ήταν σωστό να συμβουλευτεί τους ψηφοφόρους για αυτό. Προκειμένου να ενθαρρύνει τους Έλληνες να αποφασίσουν με ψυχραιμία, η Μέρκελ έπρεπε να παρακινήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κρατήσει τις ελληνικές τράπεζες ανοικτές πριν από το δημοψήφισμα. Αλλά οι ευρωκράτες έκαναν το αντίθετο, χρησιμοποιώντας ωμή ισχύ – την διακοπή του ρευστού – για να δείξουν στους ψηφοφόρους πόσο ευάλωτη είναι η Ελλάδα.
Επιπλέον, η πρόταση των θεσμών εξέπνευσε και έτσι οι μπερδεμένοι ψηφοφόροι δεν γνώριζαν για το τί ακριβώς αποφάσιζαν. Παράλληλα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επενέβη με έναν τρόπο που θα μπορούσε να μεταμορφώσει δραστικά τη συζήτηση. Την περασμένη Πέμπτη, δημοσιοποίησε το πρώτο σοβαρό μακρόπνοο σχέδιο για την ελληνική ανάκαμψη. Με αντάλλαγμα γενναίες μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση Τσίπρα, το ΔΝΤ ανέφερε την πιθανότητα ελάφρυνσης του χρέους. Η Μέρκελ αποσιώπησε αυτή την μελέτη επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τους Έλληνες ότι το ΟΧΙ ήταν ο μόνος τρόπος για να βγει η χώρα από την παγίδα της λιτότητας. Απέρριψαν τον εκφοβισμό της Ευρώπης.
Το σχέδιο είναι ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν οι απώλειες των πιστωτών και να μεγιστοποιηθούν οι προοπτικές της Ελλάδας. Είναι η τελευταία, μεγάλη ελπίδα της Γερμανίας να αποφύγει την καταστροφική επανεισαγωγή της ως η αδιαμφισβήτητη δύναμη της ηπείρου. Η αποτροπή της παγίωσης μίας τέτοιας δύναμης σε μία χώρα (και έναν ηγέτη) ήταν ένας από τους στόχους των αρχιτεκτόνων της Ευρωπαϊκή Ένωσης. Θα έχει η Μέρκελ το κουράγιο και τη σοφία να υπερασπιστεί το όραμά τους;

Ο Bruce Ackerman είναι καθηγητής Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Γέιλ στις Ηνωμένες Πολιτείες.