«Η έλλειψη αναπτυξιακής τράπεζας για την καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων είναι καθοριστική από τη στιγμή που όλα τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία αναζητούν συνήθως έναν φορέα, με τον οποίο θέλουν να συνδιαλλαγούν και αυτό είναι μία από τις μεγάλες αλλαγές που πρέπει να γίνουν κατά επείγοντα τρόπο».
Αυτό ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης στη σημερινή εκδήλωση για την παρουσίαση του Οδηγού για τη χρήση των Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων και άλλων χρηματοδοτικών μέσων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη.
Ο κ. Σταθάκης τόνισε ότι όχι μόνο η Ελλάδα που αντιμετώπισε με ακραίο τρόπο τις επιπτώσεις της κρίσης, αλλά και η Ευρώπη, βρίσκεται σε ένα σημείο, στο οποίο η επιστροφή των οικονομιών σε μία βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη αποτελεί ένα μεγάλο ζητούμενο και υπάρχουν διάφορα επίπεδα που αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες, προκειμένου αυτό να συμβεί.
«Τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και οι παραδοσιακοί μηχανισμοί που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, αποτελεί και εξακολουθεί να αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι έχουν αναγνωρίσει ότι στις δεδομένες συνθήκες της κρίσης χρειάζονται επιπρόσθετοι πόροι και χρηματοδοτικά εργαλεία, προκειμένου να κινηθεί η οικονομία, γι’ αυτό και υπάρχει μία σειρά από οικονομικές πρωτοβουλίες είτε η ιδέα ενός αναπτυξιακού πακέτου, τύπου Γιούνκερ είτε η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είτε η διεύρυνση των χώρων που κινούν οι αναπτυξιακές τράπεζες της Ευρώπης. Είμαστε σε ένα σημείο, στο οποίο όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να υπάρξει μία πιο ισχυρή παρέμβαση και ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας με συνδυασμένες παρεμβάσεις σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα» είπε ο υπουργός.
Σχετικά με το νέο ΕΣΠΑ (ΣΕΣ 2014-2020), ο κ. Σταθάκης ανέφερε ότι υπάρχει μία μετατόπιση στη στρατηγική του, η οποία μας απεμπλέκει από την ιδέα του μεγάλου ειδικού ρόλου που θα παίζει το κεντρικό κράτος έναντι των περιφερειών και δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε θέματα, τα οποία αφορούν τόσο στο περιβάλλον όσο και τις μικρές κλίμακες, τη βιώσιμη ανάπτυξη και έχει και μία ιδιαίτερη οπτική στα θέματα της κοινωνικής συνοχής. «Και αυτό συνάδει απόλυτα με τις προτεραιότητες που έχουμε θέσει ως κυβέρνηση, η ανάγκη, δηλαδή, να μεταστραφεί η ελληνική οικονομία σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης και, ταυτόχρονα, να έχει ισχυρή δόση κοινωνικής συνοχής, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει διαρραγεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα».
Υπενθύμισε ότι σκοπός είναι να απεμπλακούμε από τα μεγάλα φαραωνικά έργα και να στραφούμε σε μία δυναμική οικονομική, η οποία να έχει ως αφετηρία το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και η ανάπτυξη να στηριχθεί σε δραστηριότητες που είναι συμβατές με αυτό το ανθρώπινο δυναμικό.
«Η προσπάθεια αποκατάστασης της κοινωνικής συνοχής είναι τεράστιας σημασίας για τη χώρα και η οποία φυσικά απαιτεί μία ριζικά διαφορετική ματιά από ό,τι είχαμε μέχρι τώρα» είπε ο υπουργός και σχολίασε ότι στο νέο ΕΣΠΑ υπάρχουν περιοχές, για να βρεθούν τρόποι, ώστε οι διαθέσιμοι πόροι να χρησιμοποιηθούν, «αλλά, συνέχισε ο ίδιος, αναγνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχουν και περιοχές, οι οποίες απαιτούν μία πολύ πιο δύσκολη προσέγγιση. Ένα μεγάλο μέρος των χρηματοδοτικών εργαλείων πλέον και εντός του νέου ΣΕΣ, αλλά και το Γιούνκερ plan και πολλά άλλα, έχουν μία διαφορετική στρατηγική. Δίνουν προτεραιότητα στη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ή δίνουν έναν απόλυτο προσανατολισμό, κυρίως, στην κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Αυτό εκ των πραγμάτων θέλει μία μετατόπιση, προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει, θέλει μία πολύ προσεκτική προσέγγιση και από την πλευρά των Ευρωπαίων, αλλά και από τη δική μας στρατηγική, προκειμένου να μπορέσει να λειτουργήσει με επωφελή τρόπο. Αυτό είναι ένα από τα θέματα που συζητούνται τώρα και στη Ευρώπη και το οποίο παρακολουθεί η Ελλάδα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον».
Ο υπουργός υπογράμμισε ότι, αυτή τη στιγμή, η χώρα χρειάζεται ένα ισχυρό αναπτυξιακό πακέτο, διότι δεν μπορεί να βγει από την κρίση ούτε με παραδοσιακή κινητοποίηση κρατικών πόρων, που δεν υπάρχουν ή είναι περιορισμένοι ούτε με απλή κινητοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων με έναν τρόπο που κινείται υπό το βάρος του άγχους της απορρόφησης των πόρων και όχι του τι αποτέλεσμα έχουν τελικά στην οικονομία.