Το άρθρο – παρέμβαση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Αυτό δεν εστιάζεται τόσο πολύ στα πρώτα 2/3 του κειμένου, όπου ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να πείσει για το ορθόν της ελληνικής διαπραγματευτικής τακτικής. Εντοπίζεται κυρίως στο τελευταίο 1/3 της επιστολής, στο οποίο ο κ. Τσίπρας ομιλεί για το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της ευρωζώνης.
Ο Πρωθυπουργός διακρίνει δύο στρατηγικές σήμερα στην ενωμένη Ευρώπη. «Η πρώτη στρατηγική», αναφέρει, «σκοπεύει στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πλαίσιο της ισότητας και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και των πολιτών». Η δεύτερη στρατηγική έχει ως σκοπό «τη διαίρεση και τον διχασμό της ευρωζώνης και κατά συνέπεια της ΕΕ».
Ο κ. Τσίπρας καταλήγει δε με το ακόλουθο ερώτημα: «Ποια στρατηγική θα επικρατήσει; Αυτή που καλεί σε μία Ευρώπη αλληλεγγύης, ισότητας και δημοκρατίας ή αυτή που καλεί σε ρήξη και διχασμό;».
Το άρθρο είναι καλογραμμένο. Αγνοεί όμως μία σειρά πραγματικοτήτων, πολύ σκληρών, στην ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική σκηνή που έχουν επί μακρόν χαρακτηρίσει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης – με πρώτη αυτή που λέει ότι η ΕΕ είναι πριν από όλα ένας διακυβερνητικός και όχι υπερεθνικός οργανισμός. Αυτό σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι κουμάντο κάνουν τα κράτη και η ισχύς είναι βασικό κριτήριο δράσεων και επιλογών.
Εκκινώντας από το ζήτημα της ισότητας, είναι σαφές ότι στη σημερινή ΕΕ των «28», όλα τα κράτη – μέλη δεν είναι ίσα. Και αναφερόμαστε σε κράτη, όχι σε λαούς και πολίτες. Ο κ. Τσίπρας δεν χρειάζεται να πάει μακριά για να κατανοήσει τον συλλογισμό αυτό. Το γεγονός ότι ο ίδιος επιδιώκει μία πολιτική διαπραγμάτευση με τον γαλλογερμανικό άξονα σημαίνει ότι με την πράξη του αυτή αναγνωρίζει ακριβώς την πραγματικότητα που καταγγέλλει: ότι, δηλαδή, το Βερολίνο και το Παρίσι είναι οι δύο ισχυρότερες πρωτεύουσες στην ενωμένη Ευρώπη με αυξημένο πολιτικό βάρος.
Η άγνοια, σκόπιμη ή μη, της πραγματικότητας αυτής έχει ενδιαφέρον. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στο περιθώριο μίας εκ των προηγουμένων Συνόδων Κορυφής, σειρά μικρότερων κρατών καταφέρθηκαν και δημοσίως εναντίον της περίφημης «Επταμερούς» που είχε ζητήσει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Τι ρόλο είχαν, σύμφωνα με τον συλλογισμό του Πρωθυπουργού, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ σε μία συζήτηση ενός κράτους – μέλους όπως είναι η Ελλάδα με τους επικεφαλείς ορισμένων εκ των βασικών κοινοτικών θεσμών (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ΕΚΤ και Eurogroup);
Κατά μία, τραγική μάλιστα, σύμπτωση, ο μόνος θεσμός που έλειπε ήταν ακριβώς αυτός που εκπροσωπεί άμεσα τους λαούς και πολίτες της ΕΕ για την ισότητα και την αλληλεγγύη των οποίων τόσο κόπτεται ο Πρωθυπουργός, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο!
Ο κ. Τσίπρας δεν είναι αφελής σύμφωνα με όσους δύνανται να τον γνωρίζουν. Αν ήταν, δεν θα επέμενε να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με τη γερμανίδα καγκελάριο και τον γάλλο πρόεδρο, με τους οποίους είχε ως σήμερα τουλάχιστον δύο τηλεδιασκέψεις. Αντίθετα είναι πολύ πιο ρεαλιστής από το ιδεαλιστικό περιεχόμενο της επιστολής του. Τόσο ρεαλιστής μάλιστα που κατάλαβε σχετικά γρήγορα τα μάλλον περιορισμένα περιθώρια ανατροπής των σημερινών ενδοευρωπαϊκών ισορροπιών μέσω της Κομισιόν.
Σε ό,τι δε αφορά στα περί δύο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων, αυτές έχουν επιβληθεί εκ των πραγμάτων εδώ και χρόνια. Ο γαλλογερμανικός άξονας, η ευρωζώνη και το Eurogroup, η Συνθήκη του Σένγκεν είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» που κυριαρχεί στην ενωμένη Ευρώπη εδώ και χρόνια και η Ελλάδα την έχει αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα.
Ο Πρωθυπουργός μπορεί να εκφράζει την αντίθεσή του για τα σχέδια περί δημιουργίας ενός «τσάρου» που θα λειτουργεί ως υπουργός Οικονομικών της ευρωζώνης, αλλά το ερώτημα είναι αν θα διαμαρτυρηθεί, εφόσον χρειαστεί,
σε μία πιθανή πολιτική αναβάθμιση του Eurogroup (όπου η Ελλάδα μετέχει) στο πλαίσιο αλλαγών στη διακυβέρνηση της ζώνης του κοινού νομίσματος.
Ορθώς φυσικά ο κ. Τσίπρας διατυπώνει τις απόψεις του. Αυτό πρέπει να κάνει ο ηγέτης κάθε χώρας της ΕΕ και πέραν αυτής, όπως και να επιδιώκει να προστατεύει τα συμφέροντά της. Σε αυτή του την προσπάθεια όμως πρέπει να συνυπολογίζει τα κόστη και τα οφέλη, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως θα επιθυμούσε να είναι.