Ένταση σε ακαδημαϊκό αλλά και πολιτικό επίπεδο προκαλεί το υπό κατάθεση νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, με το οποίο αλλάζει η νομοθεσία για την ανώτατη εκπαίδευση των τελευταίων δέκα ετών και επανέρχονται σε ισχύ οι παλαιότεροι νόμοι.
Το θέμα έφερε στη Βουλή με ερώτησή του προς τον Πρωθυπουργό ο πρόεδρος του Ποταμιού κ. Σταύρος Θεοδωράκης. Παράλληλα οι πρυτάνεις των ΑΕΙ συνειδητοποίησαν ότι χρόνος… δεν υπάρχει και ενώ αρχικά είχαν αποφασίσει να κάνουν την έκτακτη Σύνοδό τους στις 5 Μαΐου, τελικά θα την κάνουν το ερχόμενο Σάββατο 25 Απριλίου.
Και αυτό διότι οι πρυτάνεις των ΑΕΙ άκουσαν τον αναπληρωτή υπουργό Έρευνας κ. Κ. Φωτάκη να τους λέει στην προγραμματισμένη Σύνοδό τους του περασμένου Σαββατοκύριακου ότι θα δοθεί επαρκής χρόνος για διαβούλευση για τα άρθρα του που τους αφορούν (δηλαδή το 90% του σχετικού κειμένου) και μόλις μία ημέρα μετά, σε συνέντευξη του υπουργού Παιδείας κ. Αριστείδη Μπαλτά, τον άκουσαν να δηλώνει ότι η διαβούλευση θα είναι πολύ σύντομη επειδή επείγουν θέματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (λιγότερο απο το 10% του κειμένου).
Κατόπιν αυτού, τα τηλέφωνα «έσπασαν», οι διαθέσεις χάλασαν, κάποιοι θεώρησαν ότι εξαπατήθηκαν και η έκτακτη Σύνοδος τελικά θα γίνει όσο ταχύτερα γίνεται.
Στη Σύνοδο αυτή, οι πρυτάνεις έχουν ζητήσει να παραβρίσκεται και ο υπουργός Παιδείας, ο οποίος όμως δεν έχει απαντήσει στο αίτημά τους για να παραστεί στη συνεδρίασή της.
«Η Σύνοδος των Πρυτάνεων έλαβε το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια των εργασιών της στα Χανιά, στις 17.4.2015. Σε αντίθεση με όσα είχε δηλώσει ο υπουργός κατά την προηγούμενη Σύνοδο, αυτό το σχέδιο νόμου συνιστά μεγάλης έκτασης αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των πανεπιστημίων και όχι σύνολο εμβαλωματικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση επειγόντων θεμάτων τους. Τέτοιες αλλαγές προϋποθέτουν διάλογο, ενδελεχή σχεδιασμό και ευρεία συναίνεση» αναφέρεται σε ανακοίνωση που εκδόθηκε σήμερα, Δευτέρα, από τη Σύνοδο Πρυτάνεων.
«Η Σύνοδος αποφάσισε, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, τη σύγκληση Έκτακτης Συνόδου, με αποκλειστικό θέμα τη διαμόρφωση των προτάσεών της σε σχέση με το Σχέδιο Νόμου, ώστε στο ενδιάμεσο διάστημα αυτό να μελετηθεί από τα Πανεπιστήμια. Όμως, ο υπουργός σε συνέντευξή του την Κυριακή 19.4.2015 χαρακτήρισε το σχέδιο νόμου επείγον λόγω των θεμάτων της δευτεροβάθμιας που περιέχει και δήλωσε ότι θα κατατεθεί άμεσα στη Βουλή, μετά από μια πολύ σύντομη κοινωνική διαβούλευση. Με βάση τα ανωτέρω, το Προεδρείο της Συνόδου συγκαλεί έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου των Πρυτάνεων στις 25.4.2015 στην Αθήνα» τονίζεται στο ίδιο κείμενο.
«Το Προεδρείο της Συνόδου θεωρεί ότι τα θέματα των Πανεπιστημίων, λόγω της σημασίας και σοβαρότητας των προτεινόμενων αλλαγών, θα πρέπει να διαχωριστούν από τα επείγοντα θέματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και να συμπεριληφθούν σε χωριστό Σχέδιο Νόμου, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος διαβούλευσης» καταλήγουν οι πρυτάνεις.
Ερώτηση στο Πρωθυπουργό
Επίκαιρη ερώτηση στον Πρωθυπουργό κατέθεσε ο κ. Θεοδωράκης με αφορμή «τις παλινδρομήσεις της κυβέρνησης στον τομέα της παιδείας» όπως αναφέρει η ανακοίνωση του κόμματος.
Όπως αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση, «η πρώτη επίκαιρη ερώτηση που καταθέτει ο επικεφαλής της ΚΟ του Ποταμιού στον κ. Τσίπρα αφορά το πολυνομοσχέδιο της Παιδείας, τις αλλαγές στη δευτεροβάθμια ερώτηση αλλά και τα θέματα των καταλήψεων πανεπιστημιακών χώρων.
Το Ποτάμι πιστεύει ότι ειδικά στην Παιδεία πρέπει να υπάρχει ένας εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός που θα λαμβάνει υπόψη του όλες τις καινοτόμες και σύγχρονες ιδέες που έχουν δοκιμασθεί και έχουν ξεχωρίσει στον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο μια σύγχρονη Παιδεία θα βοηθήσει τη χώρα να βγει οριστικά από την κρίση. Τα ιδεολογικά απωθημένα και οι συντηρητικές αγκυλώσεις των εκάστοτε υπουργών όλα αυτά τα χρόνια το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να απαξιώσουν την εκπαίδευση τόσο ως διαδικασία μάθησης όσο και ως πράξη κοινωνικοποίησης. Είναι γνωστό ότι το αντιπαραγωγικό πανεπιστήμιο των κομματικών μηχανισμών και της οικογενειοκρατίας μαζί με την απουσία επαγγελματικών ευκαιριών, ώθησαν τα τελευταία χρόνια περίπου 200.000 νέους Έλληνες να φύγουν στο εξωτερικό».
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω ερωτάται ο Πρωθυπουργός:
«Η κυβέρνησή σας θεωρεί ότι συνιστά μεταρρύθμιση η κατάργηση του θεσμικού πλαισίου διοίκησης των ΑΕΙ, η οποία ψηφίστηκε από 255 βουλευτές και η επαναφορά ρυθμίσεων που κυριάρχησαν στη χώρα μας πριν από μισό αιώνα;
Θα προστατευθεί η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στα πανεπιστήμια ή τα ιδρύματα θα είναι έρμαια επιθετικών δραστηριοτήτων μικρών ομάδων οι οποίες λειτουργούν εις βάρος της φοιτητικής και πανεπιστημιακής κοινότητας;
Προτίθεται όντως η κυβέρνηση να προωθήσει τις πιο πάνω αναχρονιστικές ρυθμίσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί κανένας ουσιαστικός διάλογος στην κοινωνία και το Κοινοβούλιο;» αναφέρεται στην ερώτηση του κ. Θεοδωράκη.
Αντιδράσεις και από τα ιδιωτικά σχολεία
Την απουσία διαλόγου με τους φορείς του χώρου της εκπαίδευσης επισημαίνει με ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων.
Όπως αναφέρεται σε επιστολή των εκπροσώπων του προς το υπυοργείο Παιδείας «ρύθμιση που περιλάβατε στο πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, με την οποία απαγορεύετε τη λειτουργία των εσωτερικών φροντιστηρίων στα ιδιωτικά σχολεία».
«Έκπληξή μας προκαλεί το γεγονός ότι μια δημοκρατική κυβέρνηση νομοθετεί χωρίς προηγουμένως να διαβουλευτεί με όλους τους κοινωνικούς εταίρους, στους οποίους στην προκειμένη περίπτωση περιλαμβάνεται ο Σύνδεσμός μας, ως ο μοναδικός εκπρόσωπος των ιδιωτικών σχολείων στη χώρα μας και ο μοναδικός εκπρόσωπος των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των εθνικών συνδέσμων ιδιωτικών σχολείων, που αποτελεί ΜΚΟ με συμβουλευτικό καθεστώς για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρώπης» αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση.
«Δυσαρέσκειά μας προκαλεί το γεγονός ότι εκκρεμεί αίτημά μας για συνάντηση του ΔΣ του Συνδέσμου μας μαζί σας, προκειμένου να σας εκθέσουμε γενικώς τις θέσεις μας για την εκπαίδευση και ειδικώς την ιδιωτική και το οποίο σας υποβλήθηκε πολύ πριν ανακοινωθεί η νομοθετική σας πρωτοβουλία» αναφέρουν ακόμη οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου.
Και καταλήγουν: «Η ανάγκη των ελληνικών οικογενειών να παρέχουν στα παιδιά τους φροντιστηριακά μαθήματα, επιπλέον των μαθημάτων του επισήμου ελληνικού σχολικού προγράμματος, έχει τα αίτια της στις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος και δεν λύνεται με απαγορεύσεις και αφορισμούς. Λύνεται μόνο με τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την αναβάθμιση της σχολικής μονάδας και ιδιαίτερα του δημόσιου σχολείου Αντ’ αυτών με τη νομοθετική ρύθμιση, απαγορεύονται οι νόμιμες λύσεις που έχει δώσει στο πρόβλημα η ίδια η κοινωνία.
Στο ανωτέρω δε πρόβλημα η κοινωνία έχει δώσει τρεις λύσεις. Οι δύο είναι νόμιμες και η τρίτη παράνομη. Η πρώτη λύνει το πρόβλημα μέσω της προσφοράς φροντιστηριακών μαθημάτων από τα ιδιωτικά φροντιστήρια, η δεύτερη μέσω της προσφοράς φροντιστηριακών μαθημάτων από τα ιδιωτικά σχολεία και η τρίτη μέσω της προσφοράς κατ’ οίκον παρανόμων ιδιαιτέρων μαθημάτων από εκπαιδευτικούς, κατά κανόνα μάλιστα εκπαιδευτικούς των δημοσίων σχολείων».