Την «πρωτοφανή σε παγκόσμιο επίπεδο αθλιότητα», όπως περιέγραψαν οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών την κατάληψη του κεντρικού κτιρίου του από τους αντιεξουσιαστές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τη χαρακτήρισε «περιθωριακό γεγονός», το οποίο εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοι της κυβέρνησης «για να καλλιεργήσουν με την ακροδεξιά ρητορεία τους κλίμα τρομοϋστερίας». Είχαν προηγηθεί η περιγραφή της ατμόσφαιρας των ημερών από τον υπουργό Εσωτερικών ως «ατμόσφαιρας ανάσας και αίσθησης στον κόσμο ότι ζει σε ένα πιο ανοιχτό, πιο δημοκρατικό πλαίσιο» και ο χαρακτηρισμός από την Πρόεδρο της Βουλής της εφόδου στη Βουλή από τους καταληψίες του Πανεπιστημίου ως «ειρηνικής διαδήλωσης». Ο υπουργός Παιδείας απέφυγε να κάνει δηλώσεις επί των γεγονότων, ασφαλώς συμφωνώντας με τον υπουργό Εσωτερικών, ο υπουργός Δικαιοσύνης, θεωρώντας ότι τα αιτήματα των καταληψιών είναι εύλογα, έσπευσε να τα ικανοποιήσει, ενώ ο υπουργός Επικρατείας περιέγραφε τη συμπαθητική προς τους καταληψίες απραξία της κυβέρνησης ως εφαρμογή μιας «κυβερνητικής στρατηγικής».

Ολα αυτά είναι γνωστά. Αν χρειάστηκε να τα επαναλάβουμε, είναι για να δούμε καθαρότερα τη σχιζοειδή μας κατάσταση. Διότι ένα από τα δύο συμβαίνει: Ή (το πρώτο) ότι αναπνέουμε έναν πρωτόγνωρο αέρα ελευθερίας παρά τις αναθυμιάσεις που προκαλούν οι βόμβες μολότοφ, τα καπνογόνα και τα καμένα αυτοκίνητα, γιατί τώρα, διαφορετικά απ’ ό,τι πριν από την εν λόγω κατάληψη, μπορεί κανείς επιτέλους «να διαδηλώσει ελεύθερα [και με όποιον τρόπο επιθυμεί] χωρίς τον φόβο της καταστολής»· πράγμα που σημαίνει ότι οι πανεπιστημιακές αρχές του Αθήνησι και η Σύνοδος των Πρυτάνεων με την έκκλησή τους προς την Πολιτεία να παρέμβει αποδεικνύουν την ανικανότητά τους να αντιληφθούν ότι ζητούν την παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου, για την προάσπιση του οποίου τόσοι αγώνες έχουν δοθεί από προοδευτικές κυβερνήσεις, φοιτητές και καθηγητές·

Ή θα πρέπει να συμβαίνει το δεύτερο: ότι η άρνηση της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στην έκκληση των πρυτάνεων επικαλούμενη τον σεβασμό προς την (υποτιθέμενη) ιερότητα του πανεπιστημιακού ασύλου (το οποίο θα… παραβίαζε η επέμβαση της Αστυνομίας) αποδεικνύει όχι μόνο τον επικίνδυνο πολιτικό ερασιτεχνισμό των ανθρώπων που μας κυβερνούν αλλά και τη βασιμότητα των κατηγοριών για πνευματικούς δεσμούς με τους αντιεξουσιαστές.

Ανάμεσα και στις δύο αυτές εκδοχές κινείται η αμλετική μορφή του αναπληρωτή υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Πανούση, με την ψυχή διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία της για τον υπουργικό θώκο και στην πίστη της στο πανεπιστήμιο, και σπαρασσόμενη από το ερώτημα «Να παραιτηθεί κανείς ή να μην παραιτηθεί;». Το γεγονός ότι ο κ. Πανούσης δεν αισθάνεται, όπως ισχυρίζεται, ότι οι περί τρομοϋστερίας κατηγορίες της κυβέρνησης αγγίζουν και τον ίδιο, ενώ η κυβέρνηση κάνει ότι πιστεύει πως η περί «Αριστεράς του τίποτα» αρθρογραφία του κ. Πανούση δεν την αφορά, δείχνει ότι αμφότεροι περιμένουν να «εκτονωθεί» η κατάσταση (να αποχωρήσουν οικειοθελώς, εξαντλημένοι, οι καταληψίες από το Πανεπιστήμιο), ώστε και η κυβέρνηση να μπορεί να ισχυριστεί ότι διατηρεί αδιάσπαστη την ενότητά της και ο κ. Πανούσης να νιώθει ότι έχει επιτύχει να διασώσει όχι μόνο το υπουργικό του αξίωμα αλλά και την πανεπιστημιακή του υπόληψη.

Η συμπεριφορά του κ. Πανούση είναι εμβληματική της στάσης των ιθυνόντων των πανεπιστημίων μας ως προς το λεγόμενο άσυλο. Το οποίο αποτελεί όχι μόνο μια κύρια πηγή της πανεπιστημιακής μας κακοδαιμονίας αλλά και την κύρια βάση της συνδεόμενης με την τρομοκρατία αντιεξουσιαστικής μανίας. Ολες οι πρυτανικές μας αρχές, από την πρώτη εποχή της Μεταπολίτευσης έως σήμερα (με μία μόνο ή δύο εξαιρέσεις), διακατέχονται από το μοιραίο για το πανεπιστήμιο σύνδρομο Πανούση: πώς θα διατηρήσουν την κατακτημένη με ταπεινωτικές υποχωρήσεις πρυτανική εξουσία τους χωρίς να τρωθεί για έλλειψη «προοδευτικότητας» η πανεπιστημιακή τους τιμή.

Ο κ. Πανούσης ζητά απλώς «μια δήλωση του Πρωθυπουργού ότι καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»· οι πρυτάνεις ζητούν αορίστως παρέμβαση της Πολιτείας. Κανείς τους δεν φιλοτιμείται να παραιτηθεί. Κανείς τους δεν ζητά απερίφραστα να εφαρμοστεί ο νόμος, το οποίο σημαίνει επέμβαση της Αστυνομίας και σύλληψη (όχι απλώς εκδίωξη) των καταληψιών από το πανεπιστήμιο. Κανείς τους δεν τολμά να πει ότι αισθάνεται ότι το λεγόμενο άσυλο είναι μια ιδεοληψία και πρέπει να καταργηθεί, όχι μόνο γιατί το πανεπιστήμιο δεν είναι χώρος προνομιακότερος από κάθε άλλον για τη διακίνηση των ιδεών, αλλά και γιατί το «άσυλο» είναι πρόξενος μυρίων κακών για το πανεπιστήμιο.

Η ιδιαιτερότητα της τραγικωμωδίας που περιέγραψα βρίσκεται στο ότι δεν έχει τέλος, γιατί δεν φτάνει στην κάθαρση· στο ότι συνεχίζεται πάντοτε στο στάδιο του ελέου και του φόβου, με νίκη, σε κάθε πράξη της, των καταληψιών. Αλλά όποια και αν είναι η απόληξη αυτής της κατάληψης (είτε οι καταληψίες αποχωρήσουν οικειοθελώς, είτε διά των οργάνων της τάξεως), η τραγικωμωδία θα συνεχίζεται όσο δεν θα καταργείται ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ