Το 1993 στο Νεγί, ένα εύπορο προάστιο του Παρισιού, εξελίχθηκε μια περίπτωση ομηρείας σε νηπιαγωγείο. Η αστυνομία, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, περικύκλωσε το κτίριο και επιχείρησε να συνεννοηθεί με τον δράστη που αυτοαποκαλούνταν «Ανθρώπινη Βόμβα», όταν κατέφθασε ο δήμαρχος της περιοχής. Παραβαίνοντας κάθε κανόνα ασφαλείας μπήκε μέσα, συζήτησε με τον ψυχασθενή (όπως αποδείχθηκε) τα προβλήματά του και τον έπεισε να αφήσει τα παιδιά προτού λύσουν τα ζητήματά του. Ετσι γνώρισε η Γαλλία τον Νικολά Σαρκοζί – περιστοιχισμένο από νήπια και περιβεβλημένο με την αίγλη της σωτηρίας τους. Οταν βέβαια αργότερα οι ειδικές δυνάμεις εισέβαλαν στο κτίριο και σκότωσαν τον ένοπλο, οι κάμερες είχαν κλείσει. Και ο μύθος του έτοιμου για όλα, αποτελεσματικού, ικανού πολιτικού είχε ήδη γεννηθεί. Στα 22 χρόνια που πέρασαν από τότε το φλερτ της Γαλλίας με τον Νικολά Σαρκοζί εξελίχθηκε σε έρωτα, γάμο και διαζύγιο. Υπουργός Προϋπολογισμού στην κεντροδεξιά κυβέρνηση Μπαλαντύρ μεταξύ 1993 και 1995, υπουργός Οικονομίας και υπουργός Εσωτερικών του Ζακ Σιράκ από το 2002 ως το 2007, πρόεδρος της χώρας από το 2007 ως το 2012, ανήλθε και κατήλθε με ταχύτητα την κλίμακα της δημοτικότητας. Εγινε συμπαθής για την ασταμάτητη δραστηριότητά του, αντιπαθής για τη ματαιοδοξία του, τους πάτους των παπουτσιών που τον έδειχναν ψηλότερο, το τρανταχτό διαζύγιο με την πρώτη σύζυγό του Σεσιλιά και τον ακόμη πιο πολύκροτο γάμο του με την Κάρλα Μπρούνι. Οταν ηττήθηκε τον Μάιο του 2012 από τον Σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ, όλοι πίστευαν ότι είχε διαγράψει την καθιερωμένη τροχιά των αρχηγών: ανάδυση – νίκη – σκάνδαλα – αφάνεια. Ομως το 2014 ο «Σαρκό» αντέστρεψε ξαφνικά την πορεία του: επανεξελέγη πρόεδρος του UMP, του κόμματος της γαλλικής Κεντροδεξιάς, πήρε την πρώτη θέση στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ξορκίζοντας τον δυνητικό εφιάλτη του θριάμβου της Μαρίν Λεπέν και άρχισε να ονειρεύεται τη μεγάλη επιστροφή στην προεδρία το 2017.
Η άνοδος
Κι όμως το μακρινό σήμερα 2007 όλα φαίνονταν τόσο διαφορετικά. Ενα τέκνο της γαλλικής οικουμενικότητας, γιος ούγγρου αριστοκράτη που έφυγε από τη χώρα του με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού το 1944 και γαλλίδας ελληνοεβραϊκής καταγωγής, με στοιχεία χαρισματικής προσωπικότητας, οξυμένο πολιτικό αισθητήριο και τη φήμη του δουλευταρά, άφηνε πίσω του τους γόνους του πολιτικού κατεστημένου. Ο Σαρκοζί ήταν και τότε αυθάδης, αλλά απλώς έμοιαζε να τα λέει σταράτα. Ηταν κυνικός, αλλά φαινόταν απλώς ικανός στους ελιγμούς. Ηταν μικροπρεπής, αλλά ακουγόταν αυθόρμητος. Ηταν απόλυτος, αλλά θεωρούνταν συμβιβαστικός. Ηταν επιφανειακός, αλλά περνιόταν για ορμητικός. Ηταν ίδιος με τους άλλους, αλλά παρουσιαζόταν ως εντελώς διαφορετικός. Είχε τις δάφνες του σκληρού υπουργού Εσωτερικών, εκείνου που είχε υψώσει το ανάστημά του ενάντια στις εξεγέρσεις των προαστίων το 2005, είχε το παράσημο του άτεγκτου υπερασπιστή του νόμου και της τάξης. Για τρία χρόνια έχτιζε την καριέρα του πάνω στον σάλο που δημιουργήθηκε το βράδυ που αποκάλεσε δημόσια «αλήτες» (ή «αποβράσματα», «racaille» στο πρωτότυπο) τους άνεργους, περιθωριακούς, χωρίς προοπτική μετανάστες δεύτερης γενιάς του παρισινού γκέτο. Εν μιά νυκτί υφάρπαξε την ατζέντα και την πελατεία του Ζαν-Μαρί Λεπέν, πρόσθεσε μια γενναία δόση φιλοεπιχειρηματικής ρητορικής, μερικές νότες οικονομικής ορθοδοξίας και ιδού το πρόγραμμα. Αργότερα η κόρη Λεπέν θα έπαιρνε πίσω με τόκο τα κλεμμένα, αλλά τότε το μέλλον ήταν πολύ λαμπερό για τέτοιες έγνοιες. Αλλωστε, η γυναικεία απειλή το 2007 ονομαζόταν Σεγκολέν Ρουαγιάλ, ήταν προεδρική υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σύζυγος ακόμη του νυν προέδρου Φρανσουά Ολάντ και από εκείνους τους πολιτικούς αντιπάλους που φαίνονται ανίκητοι στα χαρτιά αλλά αποδεικνύονται χάρτινοι πύργοι στην πραγματικότητα. Η εγκατάστασή του με την έγκριση του 53% του εκλογικού σώματος στο Μέγαρο των Ηλυσίων δεν ήταν απλή αλλαγή φρουράς, προσομοίαζε με αλλαγή καθεστώτος, σημείωνε ο Ανταμ Γκόπνικ στον «New Yorker». Και τα καλύτερα έρχονταν – με τη μορφή της Κάρλα Μπρούνι.
Η πτώση
Τον Μάιο του 2007 ο Νικολά Σαρκοζί ήταν ο δημοφιλέστερος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από καταβολής του αξιώματος. Δύσκολα μπορεί να ανασυστήσει κανείς σήμερα το κλίμα της ελπίδας που είχε προκαλέσει η στέψη του: ερχόταν ένας πολιτικός χωρίς παρωπίδες (το πρώτο του υπουργικό συμβούλιο συμπεριελάμβανε εξωκοινοβουλευτικούς, τεχνοκράτες και σοσιαλιστές), με υψιπετή ρητορική («θέλω να καταστήσω ηθικό τον καπιταλισμό»), πρόθυμος να γεφυρώσει Δεξιά και Αριστερά («η Γαλλία μου είναι η Γαλλία εκείνων που ψηφίζουν τα άκρα επειδή θέλουν απελπιστικά να ακουστούν» – «η Γαλλία μου είναι η Γαλλία των εργατών που πίστευαν στον Ζορές και στον Μπλουμ και δεν αναγνωρίζουν τη στατική Αριστερά που δεν σέβεται πλέον την εργασία»). Αν στο επόμενο εξάμηνο αντί του big bang του «σαρκοζισμού» ήρθε ένα «big crunch», οι λόγοι δεν ήταν πολιτικοί αλλά προσωπικοί.
Το πολύκροτο διαζύγιο με τη δεύτερη σύζυγό του Σεσιλιά θα αντισταθμιζόταν ίσως από τον έρωτά του για την Κάρλα Μπρούνι αν δεν συνοδευόταν από ένα μπαράζ δημόσιας επίδειξης και νεοπλουτισμού: διακοπές σε γιοτ πλουσίων, παραμονές σε πανάκριβα θέρετρα, φωτογραφίσεις του προέδρου με Ray-Ban και ξεκούμπωτο πουκάμισο για περιοδικά με έφεση στο κουσκούς. Ακολούθησαν στραβοπατήματα συμπεριφοράς: «Φύγε από εδώ, φτωχομ…» είπε στην επίσκεψή του σε μια αγροτική έκθεση το 2008 σε κάποιον που δεν θέλησε να σφίξει το χέρι του. Σκάνδαλα ανθούσαν γύρω του με ανησυχητική συχνότητα: εξαιρετικά στενοί συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και ο κουμπάρος του στον γάμο με την Κάρλα Μπρούνι, κατηγορήθηκαν για δωροδοκία σε μια υπόθεση πώλησης υποβρυχίων στο Πακιστάν, παράνομες εισφορές από την πάμπλουτη κληρονόμο της L’ Oreal Λιλιάν Μπετανκούρ βρήκαν τον δρόμο για τα ταμεία της προεκλογικής εκστρατείας του, το όνομά του συνδέθηκε με offshore λογαριασμούς της τράπεζας Clearstream, διαβόητης για ξέπλυμα χρήματος και προσφορά υπηρεσιών φοροδιαφυγής σε νησιωτικούς φορολογικούς παραδείσους. Το 2011 πια ο Νικολά είχε γίνει τόσο απεχθής στα μάτια της γαλλικής κοινής γνώμης ώστε να έρχεται τρίτος στις δημοσκοπήσεις πίσω από τον Φρανσουά Ολάντ και τη Μαρίν Λεπέν και να χρειάζεται επειγόντως πολιτικό σωσίβιο για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Προσπάθησε να το βρει στην Αραβική Ανοιξη διευκολύνοντας την εξέγερση έναντι του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη. Οταν η ζαριά δεν του απέφερε κέρδη, πλάσαρε τον εαυτό του ως τον άνθρωπο που θα έλυνε την κρίση του ευρώ. Αλλά στο δίδυμο «Μερκοζί» που έγινε για λίγο της μόδας στον ευρωπαϊκό Τύπο το πορτοφόλι το κρατούσε η Ανγκελα Μέρκελ. Και έτσι ο φανταχτερός «πρόεδρος Bling-Bling» ηττήθηκε από τον «Mr. Normal» – «αυτός ο τύπος νομίζει ότι η δουλειά του προέδρου είναι κανονική» είπε ο Σαρκοζί περιφρονητικά για τον Ολάντ.
Η επάνοδος (;)
Η επάνοδος στο προσκήνιο έπειτα από μια πολιτική ήττα ανήκε στα ιερά τέρατα της ευρωπαϊκής πολιτικής, τους μεγάλους επιζώντες, τους διά βίου ηγέτες άλλων δεκαετιών: Φρανσουά Μιτεράν, Μάριο Σοάρες, Ανδρέας Παπανδρέου, Τζούλιο Αντρεότι, ακόμη και Ζακ Σιράκ. Η επιστροφή όμως από την πολιτική ερημιά, η καταβύθιση στο ναδίρ και η εκτίναξη στο ζενίθ της πολιτικής κυριαρχίας είναι ίδιον μόνο του Ρίτσαρντ Νίξον (παραλίγο και του Αντώνη Σαμαρά, αλλά η δική του ηγεμονία αποδείχθηκε βραχύβια). Ο Νικολά Σαρκοζί ελπίζει ότι, όπως και στην περίπτωση του Νίξον, τελειωμένου πολιτικά από τον Τζον Κένεντι το 1960 και θριαμβευτή το 1968, η μειωμένη απήχηση των εσωκομματικών πολιτικών αντιπάλων του, η ανικανότητα του διαδόχου του και ο φόβος μιας «σιωπηρής πλειοψηφίας» για το Εθνικό Μέτωπο θα τον ξαναφέρουν στον αφρό. Είναι και πάλι πρόεδρος του δεξιού UMP έχοντας κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές με 64% τον Νοέμβριο του 2014. Κατήγαγε σημαντική νίκη στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές στα τέλη Μαρτίου υποσκελίζοντας την Ακροδεξιά και τους Σοσιαλιστές. Αμέσως μετά ανακοίνωσε την επιδίωξή του να μετονομάσει το κόμμα από UMP σε «Οι Ρεπουμπλικανοί» κλείνοντας το μάτι στη δημοκρατική παράδοση της Γαλλίας – και δικαιώνοντας όσους τον σαρκάζουν ως «Sarko l’ Americain» («Σαρκό ο Αμερικανός»). Οι δημοσκοπήσεις για το 2017 δεν είναι αρνητικές, η κοινή γνώμη όμως είναι χλιαρή απέναντί του. Παλιοί συνεργάτες του όπως ο πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν τον χλευάζουν: «Ο σαρκοζισμός είναι ο γάμος μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας, κάτι σουρεαλιστικό». Θα τον διαψεύσει; Στην πολιτική γίνονται και θαύματα και όταν γίνουν κρατούν πολύ περισσότερο από τρεις ημέρες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γίνονται συχνά.
* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2015



