Με την ανακοίνωση του Υπουργού Υγείας για αναλογική –με βάση την οικονομική επιφάνεια του ασφαλισμένου- συμμετοχή στο κόστος προμήθειας των φαρμάκων, επανεγείρονται τα ζητήματα που άπτονται τόσο της κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο και των συστημικών στρεβλώσεων του τομέα της Υγείας.

Στρεβλώσεις οι οποίες δεν αποτελούν παθολογικό προνόμιο της πολύπαθης ελληνικής αγοράς Υπηρεσιών Υγείας αλλά, ούσες σύμφυτες με τις οικονομικές ορίζουσες κάθε συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, μεγεθύνονται στη χώρα μας λόγω της γενικευμένης αδιαφάνειας, με την αποστηματική διόγκωσή τους να καθίσταται περισσότερο επώδυνη λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης και της εξ’ αυτής επιβαλλόμενης αιματηρής περιστολής των δαπανών για την Υγεία.

H ασυμμετρία στην πληροφόρηση και η προκλητή ζήτηση που χαρακτηρίζουν όλα τα συστήματα παροχής υπηρεσιών υγείας στοιχειοθετούν τον λεγόμενο ηθικό κίνδυνο στις χρηματικές ροές των συναλλαγών που διαλαμβάνουν χώρα εντός τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα Υγείας και ευοδώνουν την κατασπατάληση του χρήματος των ασφαλιστικών ταμείων. Η καθιέρωση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης κατόρθωσε να περιορίσει την ασύδοτη φαρμακευτική δαπάνη και η διαβαθμισμένη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακά τους, με εισοδηματικά κριτήρια, επιχειρεί αφ’ ενός να εκπληρώσει τον ίδιο δημοσιονομικό στόχο και αφ’ ετέρου να εξασφαλίσει δικαιότερη κατανομή των δαπανών για την Υγεία, προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει τα εισοδηματικά κριτήρια που θα εφαρμοστούν για τη διαβάθμιση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην προμήθεια των φαρμάκων τους να αντανακλούν την πραγματική οικονομική τους διαστρωμάτωση –και μάλιστα εκπεφρασμένης σε όρους μηνιαίας ρευστότητας εισοδήματος- και όχι τη γενικότερη περιουσιακή κατάσταση αυτών.

Απέναντι στην ασθένεια γινόμαστε όλοι de facto ίσοι. Εξακολουθούν όμως να υφίστανται οι δομικές και συστημικές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες οι οποίες, μάλιστα, στη σημερινή Ελλάδα της Κρίσης έχουνε λάβει κατακλυσμιαία μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά δημιουργώντας στρατιές από νυν νεόφτωχους και αλλοτινά πλούσιους οι οποίοι, στερούμενοι εισοδηματικής ρευστότητας, καλούνται να καλύψουν τους ακόμη ενεργούς ΕΝΦΙΑ και τους φόρους ακινήτων τα οποία δεν τους αποδίδουν πια εισοδήματα, αλλά τους προκαλούν φοροδοτική αιμορραγία κατατάσοντάς τους, βάσει των επίπλαστα υψηλών αντικειμενικών τους αξιών στις υψηλά φορολογήσιμες ομάδες.

Η διαβαθμισμένη συμμετοχή στο κόστος προμήθειας των φαρμάκων αποτελεί άλλον έναν έμμεσο φόρο για την Υγεία. Στην αρχική νομοθετική κατάστρωσή του, το μέτρο επιχειρεί να συγκρατήσει τη φαρμακευτική δαπάνη και να την κατανείμει δικαιότερα υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων. Θα πρέπει όμως να ενσωματώνει τη διαφοροδιακριτική ικανότητα διαχωρισμού ενός αληθώς «έχοντα» (εισοδηματική ρευστότητα) και «κατέχοντα» (προσοδοφόρα ακίνητα) από έναν πλασματικώς πλούσιο ο οποίος σέρνοντας, απλώς, από ασφαλιστική ενημερότητα σε ποσοστό αφαλιστικής συμμετοχής και από φορολογικό έτος σε φορολογική κλίμακα το -πάλαι ποτέ- μεσοαστικής προελεύσεως Ε9 του, καλείται ως νεόπτωχος της Κρίσης να πληρώσει υψηλότερη συμμετοχή στα φάρμακά του, με τη διαβαθμισμένη συμμετοχή απλά να γίνεται ένα ακόμη φοροδοτικό συγχωροχάρτι για την κάλυψη των προ της κρίσεως ασύδοτων σπαταλών που βυσσοδομούσαν στο –επίσης πάλαι ποτέ- «ατελείωτο party» των δαπανών για την Υγεία.

* Ο Χρίστος Χ. Λιάπης είναι Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών – Clinical Assistant Professor of Psychiatry Tufts University School of Medicine