Λίγες μόνο μέρες μετά τις καταστροφικές πλημμύρες στη Δυτική Ελλάδα αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου, η προτεραιότητα παραμένει να καταγράψουμε τις ζημιές και να επουλώσουμε τις πληγές όσο είναι δυνατόν και όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι ζημιές (άμεσες και έμμεσες) από τέτοιας έκτασης γεγονότα είναι τεράστιες τόσο στην παραγωγή (φυτική και ζωική) όσο και στις υποδομές, στο περιβάλλον και στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σημαντικό όμως είναι επίσης να καταλάβουμε γιατί προκλήθηκαν αυτές οι τόσο μεγάλες πλημμύρες και οι κατολισθήσεις που δημιούργησαν εκτεταμένες καταστροφές. Επίσης να δούμε αν κάτι, πέρα από το φυσικό φαινόμενο, έφταιξε και μπορεί να διορθωθεί για να μην επαναλαμβάνονται αυτές οι τόσο μεγάλες ζημιές από «φυσικές» καταστροφές στο μέλλον.
Αν και τα φαινόμενα στα διάφορα μέρη της χώρας δεν είναι της ίδιας έκτασης, και οφείλονται εν μέρει σε διαφορετικά αίτια, μπορεί να υποστηριχθεί γενικά για τη Δυτική Ελλάδα, όπου υπήρξαν και οι μεγάλες καταστροφές, ότι:
1. Τα ύψη βροχής ήταν ιδιαίτερα μεγάλα και με μεγάλη διάρκεια ώστε ο όγκος της βροχής συνολικά να είναι υπέρμετρα μεγάλος.
2. Τα μεγάλα ύψη βροχής ήταν αποτέλεσμα ενός «θερμού» νοτιοδυτικού μετώπου που λόγω των σχετικά υψηλών θερμοκρασιών έδωσε μεγάλα ύψη βροχής και συνέτεινε σε λίγο χρόνο να λιώσουν τα χιόνια στα ορεινά της Ηπείρου και των άλλων περιοχών της Δυτικής Ελλάδας και οι όγκοι νερού να ενωθούν με τους όγκους της απορροής από τις βροχές.
3. Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου η Δυτική Ελλάδα δέχθηκε πολλές βροχές με αποτέλεσμα το έδαφος να βρεθεί κορεσμένο όταν έφτασε το νοτιοδυτικό μέτωπο του τριημέρου (30-31 Ιανουαρίου, 1 Φεβρουαρίου)
Ως συνέπεια όλων αυτών των παραγόντων , οι παροχές στα ποτάμια ξεπέρασαν κατά πολύ άλλα σημαντικά πλημμυρικά γεγονότα προηγουμένων ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα ποτάμια της Ηπείρου (Άραχθος, Αχέροντας, Λούρος, Καλαμάς) παρουσίασαν πλημμυρικά φαινόμενα.
Τώρα ως προς τον ανθρώπινο παράγοντα δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις πάσης φύσεως επεμβάσεις που κατά περίπτωση μπορεί να δημιούργησαν συνθήκες πλημμύρας σε πολλά μέρη.
Σε σχέση με τα φράγματα (κυρίως παραγωγής ενέργειας), αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως «αντιπλημμυρικά» μόνο εφόσον η στάθμη του νερού στον ταμιευτήρα βρίσκεται χαμηλά κατά το διάστημα της ραγδαίας βροχής. Αν η στάθμη είναι υψηλή είναι απαραίτητο να αφήνονται σημαντικές παροχές να περνούν κατάντη ώστε το ισοζύγιο εισροών και εκροών να μην απειλεί με υπερπήδηση το φράγμα με κίνδυνο αστοχίας.
Η παροχή που αφήνεται να περάσει σε ένα τέτοιο γεγονός εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (κυρίως ασφαλείας) αλλά και άλλους , ένας από τους οποίους είναι και η διοχετευτικότητα του ποταμού κατάντη του φράγματος. Αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο στο σχεδιασμό που συχνά παραμελείται.
Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, οι παροχές που αφήνονταν κατά το κρίσιμο διάστημα του τριημέρου από το φράγμα του Πουρναρίου, για παράδειγμα, ήταν αρκετά μεγάλες σε σχέση με τη διοχετευτικότητα του ποταμού κατάντη με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν πολλές παραποτάμιες περιοχές .
Οι κατολισθήσεις σε πολλά μέρη συνήθως προκύπτουν λόγω της γεωλογικής δομής και της τεκτονικής καταπόνησης των πετρωμάτων αλλά και των μορφολογικών κλίσεων της περιοχής. Η έντονη βροχόπτωση είναι ίσως ο κυριότερος παράγοντας που συντελεί στην έναρξη, αλλά και ενίσχυση τέτοιων κατολισθητικών φαινομένων. Πολλές φορές τέτοια φαινόμενα μπορούν να ενταθούν και από άλλους ιδιαίτερους λόγους.
Για παράδειγμα τα κατολισθητικά φαινόμενα στα Κλεπά και στα άλλα χωριά βόρεια της λίμνης του Ευήνου (ταμιευτήρας του φράγματος Ευήνου στον Άγιο Δημήτριο στην Ορεινή Ναυπακτία) έχουν καταγραφεί και παλαιότερα και συνδέονται κυρίως με τη θεμελίωση των κατασκευών σε εδαφικό μανδύα αποσάθρωσης πετρωμάτων (χαμηλές μηχανικές ιδιότητες του υλικού και μεγάλη ανομοιογένεια) αλλά και στην λειτουργία της τεχνητής λίμνης στην οποία παρατηρούνται συχνές και γρήγορες αυξομειώσεις της στάθμης του νερού, με αποτέλεσμα οι μικρού μεγέθους σεισμικές δονήσεις που προκαλούνται, να ενισχύουν τις κατολισθήσεις περιμετρικά της λίμνης του Ευήνου.
Τέλος, το πρόβλημα των πλημμυρών στον Έβρο δεν έχει τέλος αφού χρόνο παρά χρόνο οι πλημμύρες αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο, κυρίως Φεβρουάριο και Μάρτιο όταν στο νερό των βροχοπτώσεων προστίθεται και το νερό από το λιώσιμο του χιονιού. Στα φράγματα του Έβρου στη Βουλγαρία που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας κρατούνται συνήθως υψηλές στάθμες, με αποτέλεσμα οι μεγάλοι όγκοι νερού που εισρέουν να πρέπει να αφεθούν να περάσουν κατάντη για λόγους ασφαλείας και λίγο αργότερα να πλημμυρίσουν τις παραποτάμιες περιοχές.
Οι τρεις χώρες που έχουν μέρος της λεκάνης (Βουλγαρία, Τουρκία και Ελλάδα), φαίνεται ότι παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, να μην έχουν βρει ένα ορθολογικό τρόπο διαχείρισης της συνολικής λεκάνης με σκοπό εκτός των άλλων την πρόληψη πλημμυρικών φαινομένων με καταστροφικές συνέπειες στο κατάντη τμήμα που ανήκει στην Ελλάδα. Στην συνεργασία και την από κοινού εύρεση λύσεων στο θέμα του Έβρου φαίνεται να μην έχει βοηθήσει και η εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας 2000/60 που απλώς προτείνει στις όμορες χώρες να επεξεργασθούν από κοινού σχέδια διαχείρισης χωρίς δεσμευτικό πλαίσιο.
Συμπερασματικά οι ζημιές από τις πλημμύρες και κατολισθήσεις των τελευταίων ημερών είναι υπέρμετρα μεγάλες και πρέπει γρήγορα να αποκατασταθούν. Πρέπει επίσης στρατηγικά να εντοπισθούν οι πιο επικίνδυνες από πλευράς πλημμυρών λεκάνες ποταμών στις οποίες να συνταχθούν τα σχέδια αντιπλημμυρικής προστασίας με όλα τα απαραίτητα , τεχνικο-οικονομικά τεκμηριωμένα και περιβαλλοντικά αποδεκτά, μέτρα, όπως προβλέπει και η Οδηγία 2007/60 για την αντιπλημμυρική προστασία.
Τέλος, πρέπει να ελέγχονται και όλες οι κατασκευές ρύθμισης της ροής (όπως τα φράγματα) και σημαντικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς που κινδυνεύουν όπως τα γεφύρια της Ηπείρου, που έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου.
Ο Γ. Τσακίρης είναι καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής του Κέντρου Εκτίμησης Φυσικών Κινδύνων και Προληπτικού Σχεδιασμού του ΕΜΠ