Υπάρχουν ιστορικές συγκυρίες όπου η κρίση ευνοεί την ανάδυση της ελπίδας και της προσδοκίας. Δεν είναι πάντα αυτός ο κανόνας. Και ήμασταν τυχεροί που στην Ελλάδα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια μια τέτοια περίπτωση ανάδυσης της προσδοκίας μέσα από τα κοινωνικά συντρίμμια που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και οι πολιτικές που υποτίθεται ότι τη θεράπευαν. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε το γεγονός ότι ένας οργανωμένος πολιτικός χώρος, η Αριστερά, ανέλαβε με επιτυχία τη συγκρότηση και έκφραση ενός λόγου και ενός προγράμματος βασισμένου ακριβώς στην πολιτική της ελπίδας. Οπως αρκετά χρόνια πριν είχε υποστηρίξει η θεωρητικός Γκαγιάτρι Σπίβακ, η κρίση ευνοεί την ανάπτυξη της ελπίδας όταν μπορέσει να παραγάγει μια κριτική ικανή να αποσταθεροποιήσει, έστω προσωρινά, τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό, στο εφικτό και στο ανέφικτο, στο υπαρκτό και στο εν δυνάμει. Νομίζω ότι αυτή η διατύπωση συμπυκνώνει και χαρακτηρίζει την πολιτική της ελπίδας που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια από το πολιτικό προσωπικό, τη διανόηση και το επιστημονικό δυναμικό που συστρατεύτηκε με τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Και η συστράτευση αυτή πέτυχε τον σκοπό της: διαπαιδαγώγησε, με την γκραμσιανή έννοια του όρου, το εκλογικό σώμα. Ενα μεγάλο και πλειοψηφικό μέρος των ψηφοφόρων, αρκετοί από τους οποίους δεν ανήκαν ποτέ στον χώρο της Αριστεράς, επέλεξε να σκεφθεί την κρίση ως ευκαιρία και αποφάσισε να διεκδικήσει με την ψήφο του το αυτονόητο: μια αλλαγή πλεύσης, μια αναθεώρηση των ορίων μεταξύ του εφικτού και του «ανέφικτου». Δεν ξεχνώ βέβαια και την άλλη όψη του νομίσματος: στις πρόσφατες εκλογές φάνηκε ότι η μαυρίλα της ακροδεξιάς φασιστικής δυστοπίας σταθεροποίησε την ισχύ της, ότι η παράταξη της Δεξιάς, όπως δείχνουν και οι αριθμητικές αποτιμήσεις της ψήφου, δεν αποδοκιμάστηκε όσο θα περίμενε κανείς, δεδομένων των οδυνηρών συνεπειών των πολιτικών της, και ότι ένα από τα παρακλάδια της Δεξιάς ανέλαβε αναγκαστικά συν-κυβερνητικό ρόλο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε αυτή την άλλη όψη του νομίσματος, αν και, ορθά νομίζω, αρκετοί από εμάς επιλέγουμε στρατηγικά να μην ασχοληθούμε κατά προτεραιότητα με αυτήν.
Ο αγώνας λοιπόν τώρα δικαιώνεται, θα μπορούσαμε δικαιωματικά να υποστηρίξουμε. Και ένα κάτι που δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνούμε είναι ότι η δικαίωση αυτή αφορά με ιδιαίτερο τρόπο μια ολόκληρη γενιά: τη γενιά των αριστερών ανθρώπων που πολιτικοποιήθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, που δεν έπαιξαν ηγετικό ρόλο στα χρόνια που μεσολάβησαν αλλά που τροφοδότησαν με τις ιδέες και τον διανοητικό τους μόχθο την πολιτική της ελπίδας. Για αυτή τη γενιά η ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα σε πρωθυπουργό της χώρας αποτελεί γενεαλογικά το δικό τους ’81 και άρα πρέπει και θα παίξει πιστεύω έναν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του περιεχομένου του μέλλοντος που έρχεται.
Γιατί το συναρπαστικό χαρακτηριστικό της επόμενης ημέρας απορρέει από το γεγονός ότι η πολιτική της ελπίδας έχει τη δυνατότητα να συσπειρώνει ετερόκλητα στοιχεία, να εγκολπώνεται αντιφατικά και κάποτε συγκρουσιακά αιτήματα και διεκδικήσεις, να ενοποιεί συγκυριακά την ετερογένεια των προθέσεων και των προσδοκιών. Το μέλλον στο οποίο πάντα αναφέρεται η πολιτική της ελπίδας συγκροτείται μάλλον στο «στρατόπεδο των συναισθημάτων», για να χρησιμοποιήσω την αποστροφή του λόγου του Στρατή Μπουρνάζου στο σημαντικό του άρθρο παραμονές των εκλογών στην εφημερίδα Η Αυγή («Venceremos, το λοιπόν!», 24 Ιανουαρίου 2015). Και ως συναισθηματική επένδυση το μέλλον είναι ανοικτό σε ποικίλες εννοιολογήσεις και σε νέες διεκδικήσεις που θα είναι σίγουρα ανταγωνιστικές, πολυφωνικές, ετερογενείς, ίσως και συγκρουσιακές. Καθώς η πολιτική θα μετακινείται από το στρατόπεδο των συναισθημάτων σε εκείνο της διακυβέρνησης, ο ορισμός του περιεχομένου του μέλλοντος στο οποίο στρεφόμαστε δεν θα είναι ούτε αυτονόητος ούτε δεδομένος.
Είναι ακριβώς η «ανοιχτότητα» αυτού του μέλλοντος που εξηγεί και την αγωνία, την προσμονή, την αμηχανία και κάποιες στιγμές την επιφύλαξη με την οποία παρακολουθούμε τα πρώτα βήματα της σημερινής κυβέρνησης. Η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων μετρίασε την ευφορία των συναισθημάτων της επόμενης ημέρας. Ηταν όμως αναμενόμενη και προαναγγελμένη. Η πολιτική ηγεμόνευση των πλειοψηφικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας απαιτεί πολιτικές στρατηγικές υψηλού ρίσκου. Προϋποθέτει την αποδυνάμωση ενός ψευδεπίγραφου «μεσαίου χώρου» για τον οποίο η προοπτική της συγκυβέρνησης αποτέλεσε την κύρια συγκολλητική ουσία μεταξύ ανθρώπων και θέσεων που αλλιώς δεν μπορούσαν να συμπλεύσουν σε ποτάμια ύδατα. Η πολιτική ηγεμόνευση των μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας προϋποθέτει το ξεκαθάρισμα των υποψήφιων μνηστήρων. Σε διαφορετική περίπτωση η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε δέσμια των εσωτερικών κλυδωνισμών ενός άμορφου σήμερα μεσαίου χώρου που για να ξαναγίνει συνομιλητής οφείλει πρώτα να ανασυγκροτηθεί με όρους άλλους από εκείνους που καθορίζει η αγκίστρωση στην εξουσία. Και η ηγεμόνευση αυτού του χώρου προϋποθέτει βέβαια και τον διεμβολισμό της πάντα κραταιάς δεξιάς παράταξης μέσω των κατάλληλων επιλογών στο θέμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Είναι σαφές ότι η ανοικοδόμηση μέσα από τα συντρίμμια της κρίσης προϋποθέτει συνολικές στρατηγικές και τεκτονικούς μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας αλλά και του πολιτικού σκηνικού. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι τα επί μέρους μέτωπα της σημερινής διακυβέρνησης μπορούν να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά και μεμονωμένα: οι διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, οι στοχεύσεις της εξωτερικής πολιτικής, η ανασυγκρότηση του παραγωγικού σχεδίου και βέβαια η «μητέρα των μαχών» για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους και τη διασφάλιση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Η πολιτική της ελπίδας απαιτεί βέβαια κριτική εγρήγορση, κυρίως όμως απαιτεί από όλες και όλους μας να «βάλουμε πλάτη» και να εργαστούμε για τη διεκδίκηση του μέλλοντος.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ