Περιορίστηκε ο αριθμός των κλειστών εμπορικών καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή είναι η «καλή» είδηση. Η κακή είναι πως αυξάνεται ο αριθμός τους στην περιοχή του Πειραια, που ως τώρα εμφανιζόταν πιο ανθεκτικός. Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Επιχειρηματικότητας και Εμπορίου (ΕΣΕΕ) το ένα στα τέσσερα καταστήματα του κέντρου της Αθήνας είναι κλειστά, ενώ αντιθέτως στον Πειραιά περισσότερα από ένα στα τρία, έχει βάλει «λουκέτο».
Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα που γνωστοποίησε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης στο εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας τον περασμένο Σεπτέμβριο το 27% των καταστημάτων ήταν κλειστά. Συγκεκριμένα στο σύνολο των εμπορικών επιχειρήσεων που είναι 6.126 τα 1.657 έχουν κλείσει. Τον Μάρτιο του 2014 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 31,1%, τον Σεπτέμβριο του 2013 32,5% και τον περσινό Μάρτιο 28,8%.
Στην Αθήνα τα υψηλότερα ποσοστά κλειστών καταστημάτων βρίσκονται στις οδούς:
·Σταδίου 39,8%
·Χαρ. Τρικούπη 38,4%
·Πανεπιστημίου 37,1%
·Ιπποκράτους 36,3%
·Βουλής: 34,5%
Στον Πειραιά από τις 2.463 εμπορικές επιχειρήσεις του εμπορικού κέντρου οι 860, δηλαδή το 34,92% ήταν κλειστές. Τον Μάρτιο του 2014 είχε κλείσει το 31,95%, τον Σεπτέμβριο του 2013 το 32,31% και τον Μάρτιο του 2013 το 28,5%.
Οι οδοί με τα περισσότερα κλειστά καταστήματα στον Πειραιά είναι:
·Νοταρά 56,34%
·Αλκιβιάδου 55,38%
·Κουντουριώτου 46,27%
·Πραξιτέλους 45,68%
·Φίλωνος 41,06%
·Κολοκοτρώνη 41,05%
·Υψηλάντου 39,51%
·Ανδρούτσου 37,21%.
Όπως επισημαίνει η ΕΣΕΕ «καθοριστικοί παράγοντες που συντελούν στη διαιώνιση του φαινομένου των λουκέτων είναι: πρώτον, ησε μεγάλο βαθμό αδυναμία των επιχειρηματιώννα αντεπεξέλθουν στα υψηλά λειτουργικά κόστητων επιχειρήσεων και δεύτερον,οι τεράστιες δυσκολίες πληρωμήςτων υπέρογκων φόρων και εξόφλησης των οφειλών στο δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμείαπου έχουν συσσωρευτεί από τα προηγούμενα χρόνιατης κρίσης.

Επισημαίνεταιεδώότιτο υψηλό λειτουργικό κόστοςτων επιχειρήσεωνεπιβαρύνεται από το ύψος των δαπανών της επαγγελματικής στέγης. Επιπλέον,παρά τησημαντική πτώση των ενοικίωνπου καταβάλλονται, οι υπόλοιπες δαπάνες που αφορούν μία επιχείρηση, δενέχουν ακόμασταθεροποιηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα που να επιτρέπουν τον ικανό περιορισμό του λειτουργικού της κόστους».

Ενώ σύμφωνα και μεπροηγούμενη έρευνα τουΙΝ.ΕΜ.Υ.-Ε.Σ.Ε.Ε., «ησυνεχήςπτώση των τιμών(αποπληθωρισμός), σε συνδυασμό με την αύξηση των εκπτωτικών περιόδωνκαι τη παρουσία προσφορών διαρκείας στην αγορά,δεν λειτουργεί τελικάως αγοραστικό κίνητρο για τους καταναλωτές. Αντιθέτως,αναβάλλει την αγοραστική απόφαση,γεγονός που επιφέρει περαιτέρω μείωση του κύκλου εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεωνκαι επιτείνει την αδυναμία τους να αντεπεξέλθουν σε τρέχουσες οικονομικές υποχρεώσεις και ληξιπρόθεσμες οφειλές».
Σε δήλωση του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, κ. Κορκίδηςσημειώνει ότι «Όπως φαίνεται στις περιοδικές έρευνες, οι πολλαπλές και συνεχείς κεντρικές παρεμβάσεις στην αγορά,όχι μόνο απέτυχαν στο να τονώσουν τον κύκλο εργασιών, αλλά στην πραγματικότητα συνετέλεσαν στη συρρίκνωση του αριθμού και του τζίρου των εμπορικών επιχειρήσεων.

Οι “πιάτσες λουκέτων” που δημιουργήθηκαν στην κρίση εξακολουθούν να υπάρχουν, αφού μέσα στο 2014, λίγα μαγαζιά έκλεισαν, αλλά και λίγα άνοιξαν.Επιπλέον, η δήθεν “απελευθέρωση” των προσφορών και η διαμόρφωση ενός ανεξέλεγκτου πλαισίου λειτουργίας της αγοράς, σε περίοδο επίμονου αποπληθωρισμού κρίνουμε ότι όχι μόνο θα δυσχεραίνει το ίδιο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, αλλά θα οδηγήσει σε επιδείνωση της αγοράς.

Ο κώδικας δεοντολογίας και οι κανόνες στην αγορά ανάλογα βέβαιαμετο σκοπό τους δεν περιορίζουν, αλλά βάζουν μια τάξη στην αυθαιρεσία. Έχει αλήθεια αναρωτηθεί κανείςτο λόγο για τον οποίον οι επιχειρήσεις που λειτουργούνεντός των μεγάλων εμπορικών κέντρων,πολυχώρωνκαι εκπτωτικών χωριών, υπόκεινται σε πλήθος υποχρεώσεων,περιορισμών και αυστηρών κανόνων λειτουργίας;
Μήπως, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει μια ομοιομορφία λειτουργίας σε κάθε εμπορικό χώρο και βεβαίως στις κεντρικές αγορές των πόλεών μας, αντί το άσχημο “μωσαϊκό” λειτουργίας που έχουμε δημιουργήσει σε κάθε τοπική αγορά με τις μέχρι σήμερα εκατέρωθεν ενέργειες;
Μήπως η τελευταία Κυριακή του Δεκεμβρίου είναι φέτος πιο παραγωγική για όλη την αγορά και περισσότερο χρήσιμη στους καταναλωτές από αυτήτης 14ης Δεκεμβρίου, αλλά και από τις υπόλοιπες επτά θεσμοθετημένες; Οι μικρομεσαίοι έμποροι δεν έχουμε παρωπίδες, ούτε φοβόμαστε τις αλλαγές, όταν πρόκειται για κάτι καλύτερο και για όλους.Ας συνεννοηθούμε».