Theodore Pelagidis, Michael Mitsopoulos
Greece: From Exit to Recovery?
Brookings Institution Press, Washington DC

Τα τελευταία χρόνια έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για την ελληνική κρίση, τα αίτιά της και τις πιθανές διεξόδους από αυτήν με σκοπό την ανάκαμψη της χώρας. Το βασικότερο όμως προσόν του βιβλίου που έγραψαν ο Θεόδωρος Πελαγίδης και ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι ότι παρουσιάζει αλήθειες με σπάνια ευθύτητα, είτε αυτές αφορούν καθαρά οικονομικές παραμέτρους είτε πολιτικά ζητήματα. Από την κριτική δεν ξεφεύγει κανείς, ούτε οι ελληνικές κυβερνήσεις (πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης) ούτε η τρόικα και οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδος. Αυτό το χαρακτηριστικό του βιβλίου συμπληρώνεται από μια προσπάθεια να χαραχθεί ένας δρόμος προς την ανάκαμψη ο οποίος θα υπερβαίνει το κλασικό μοντέλο της στήριξης στον τουρισμό, στον αγροτικό τομέα ή στη ναυτιλία και να χαρτογραφηθεί μια πιο δύσκολη πορεία, που ίσως όμως αποφέρει στη χώρα μακροπρόθεσμα ευρύτερα οφέλη, μέσω της δημιουργίας ενός μοντέλου βασισμένου στην καινοτομία, στην έρευνα και στην ανάπτυξη.

Grexit και «Βίκινγκς»
Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ελλάδα: Από την έξοδο στην ανάκαμψη;». Προφανώς και η έξοδος αναφέρεται στον κίνδυνο του Grexit που έφερε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Είναι σαφές όμως, σύμφωνα με τους συγγραφείς, ότι η έξοδος δεν θα ήταν απλώς η συνέπεια λαθών της τρόικας, τουλάχιστον όχι αποκλειστικά. Μεγάλο μέρος της ευθύνης θα έπρεπε να κατανεμηθεί τόσο στις ελληνικές πολιτικές ελίτ που μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν αντελήφθησαν τις απαραίτητες προσαρμογές στις οποίες έπρεπε να προχωρήσουν όσο και στα κατεστημένα συμφέροντα, στους «Βίκινγκς» που υιοθετώντας κλεπτοκρατικές πρακτικές απομύζησαν το δημόσιο συμφέρον επί δεκαετίες.
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1995-2008, δηλαδή από την έναρξη της προσπάθειας ένταξης στην ευρωζώνη ως και το τέλος της ευημερίας, είχε στοιχεία Ιανού. Ο συνδυασμός υψηλής ανάπτυξης με δανεικά και παράλληλα χαμηλής ανταγωνιστικότητας, ασφυκτικής γραφειοκρατίας και σχεδόν μηδενικών άμεσων επενδύσεων δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Η συνταγή όμως της ταχείας εσωτερικής υποτίμησης, σε περιβάλλον δραματικής συρρίκνωσης του εργατικού κόστους, αδιαφορίας για τον περιορισμό του διοικητικού/γραφειοκρατικού κόστους, καθώς και επιμονής στην προστασία κατεστημένων και προστατευόμενων συμφερόντων στην οικονομία, οδήγησε την εφαρμογή του Μνημονίου σε τοίχο. Ισως αυτό να υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος/ολίσθημα της τρόικας. Με τον τρόπο αυτόν ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας αφέθηκε να μαραζώσει.
Η τόνωση της καινοτομίας
Οι συγγραφείς επιδιώκουν να καταθέσουν μια πρόταση για ένα νέο παραγωγικό/οικονομικό μοντέλο για την Ελλάδα. Εκτιμούν ότι αυτό θα πρέπει να βασιστεί στην τόνωση της καινοτομίας, της έρευνας και της ανάπτυξης, μέσω ουσιαστικά της διευκόλυνσης της σύνδεσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων με επιστημονικά κέντρα έρευνας, ιδιαίτερα σε ελληνικά πανεπιστήμια αλλά όχι μόνο σε αυτά. Αν και αρκετά ακαδημαϊκό, αυτό το σκέλος του βιβλίου ανοίγει ένα παράθυρο ώστε να σκεφθεί κανείς πώς θα μπορούσε η χώρα να ξεφύγει από το σημερινό μοντέλο που βασίζεται στον τουρισμό, στην αγροτική παραγωγική, τη ναυτιλία κ.ά.
Η πρόταση αυτή ίσως να δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε η Ελλάδα να κερδίσει θέσεις στον διεθνή ανταγωνισμό, να αναζωογονήσει τη βιομηχανική της βάση και τις εξαγωγές ή να παραγάγει προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Μια λιτή γραφειοκρατία και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πρέπει να εκσυγχρονιστεί εκ βάθρων, προφανώς συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις –παραμένει αβέβαιο όμως αν αυτές οι δύο προϋποθέσεις μπορούν να ικανοποιηθούν…
Το μνημόνιο δεν είναι το φάρμακο
Κατά τους δύο συγγραφείς, το Μνημόνιο, τουλάχιστον έτσι όπως σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε, δεν σκόπευε να επιλύσει τις μεγάλες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, η περίπλοκη νομοθεσία και η γραφειοκρατική σκλήρυνση, η απελευθέρωση αγορών και υπηρεσιών δεν απετέλεσαν προτεραιότητες –σε αντίθεση με τη σαρωτική και ενίοτε αδιάκριτη περικοπή του εργατικού κόστους ώστε να επιτευχθεί η εσωτερική υποτίμηση. Η αύξηση της φορολογίας και η πτώση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατέστησαν εμμονικές επιδιώξεις.
Επιπλέον ο τρόπος εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών δημιούργησε περαιτέρω προβλήματα. Η νέα φορολογική νομοθεσία αποδείχθηκε τρομερά περίπλοκη αντί να απλοποιήσει την κατάσταση. Η αύξηση των φορολογικών βαρών και του ενεργειακού κόστους έπληξε, όπως εσχάτως φαίνεται, και τις εξαγωγές. Αν στα παραπάνω προστεθεί και η φιλολογία περί εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, το κλίμα κατέστη νοσηρό. Το χειρότερο όμως είναι, σύμφωνα με τους Πελαγίδη και Μητσόπουλο, ότι η ισορροπία ισχύος στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι σήμερα ακόμη δυσκολότερη σε σχέση με το 2010 για να μπορέσουν να διαμορφωθούν οι απαραίτητες συναινέσεις που απαιτούνται για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ