Από το 1947 ο Χρήστος Τριανταφυλλίδης κόβει και ράβει τα περίφημα πουκάμισά του επί παραγγελία, αντιμετωπίζοντας με την ίδια φροντίδα τους πολύ ή καθόλου διάσημους πελάτες του.
O Σαντ, ο αγαπημένος μου αιγύπτιος «παραδουλεύτρος», μου χάρισε κάποτε ένα τόπι μπαμπακερό pique από την πατρίδα του. Ενας πικές! Χιονάτος, κρουστός, ταμάμ για καλοκαιρινό πουκάμισο. Με το πανί παραμάσχαλα τρέχω στου «Χριστάκη». – Θα το κάνουμε πιο μακρύ, να το φοράω σαν φουστανάκι; Αντί του συνήθους γιακά μήπως μου φτιάχνατε έναν όρθιο τύπου Νεχρού; – Yes, we do! Ετσι απαντά ο σωστός έμπορος. Και όπου ακούσετε πολλά δεν, όχι, γρουσουζιές, στρίψτε στα τακούνια σας και δρόμο.
Στα μπερκέτια μου και στις εκπτώσεις ανηφορίζω στην οδό Κριεζώτου για δώρα του Θάνου: ρόμπες, πιτζάμες, χθες ένα πουκάμισο με φαρδούτσικη κόκκινη ρίγα, τρέλα! Η πραμάτεια λιμπιστερή, θα τα θέλατε όλα. Βεβαίως ακριβότερα, συγκρίνοντας με τις τιμές άλλων πουκαμισάδων. Τι κόψιμο όμως, φινίρισμα, υφάσματα αφρός!
– Και η καλοκαιρινή μόδα; ρωτώ τον μετρ.
«Χρωματιστά, σκούρα βουάλ: μαύρα, καφέ, κανελί, μενεξελιά. Τα παρήγγειλα τον Γενάρη και τα παραλαμβάνουμε την επόμενη εβδομάδα. Εξοχο ελβετικό βουάλ σε πρωτοφανείς αποχρώσεις, σιδερώνεται εύκολα, πέφτει τέλεια!» μας πληροφορεί ο κ. Χρήστος Τριανταφυλλίδης. Ο τόσο αγαπητός Χριστάκης. Που ανελλιπώς επί 53 χρόνια ταξιδεύει δις ετησίως για να συναντήσει τους προμηθευτές του στην Ιταλία και στην Ελβετία. Να μελετήσει τις νέες τάσεις. Δικαίως λοιπόν καμαρώνει για την απαράμιλλη και πλουσιότατη συλλογή υφασμάτων του.
Αφαιρώντας αυτές τις βραχείες απουσίες ενημέρωσης και αναψυχής, ο κ. Τριανταφυλλίδης πρωί και απόγευμα καθημερινώς βρίσκεται στο μαγαζί του. Κριεζώτου 14, από το 1947. Το ’34 ήρθε από την Κωνσταντινούπολη και αμέσως εργάστηκε στου «Στρογγυλού».
«Μια ευτυχέστατη σύμπτωση αφού γνωρίστηκα με όσους έπρεπε, μας εξηγεί». Αναρωτιέμαι αν έπειτα από επιτυχή σταδιοδρομία 76 ετών, δεν πεθυμά λίγο χουζούρι, λίγο έτσι να τεμπελιάσει. Μα όχι. Ο συνομιλητής μου δεν ανήκει στη γενιά του χαβαλέ ή της χαλάρωσης.
«Πού αλλού θα απολάμβανα τόσο ποικίλη και εκλεκτή συντροφιά; Διπλωμάτες, απλός κόσμος, πολιτικοί, πελάτες μας εφοπλιστές που ζουν στο εξωτερικό, άλλοι της επαρχίας έρχονται να μας δουν. Ορισμένοι, ανήσυχοι, πρώτα ρωτούν στο πάρκινγκ αν είμαι γερός και έπειτα μπαίνουν. Αλλωστε το εμπόριο ακονίζει το μυαλό αφού πρέπει να αντιμετωπίσεις κάθε ιδιοτροπία. Ευτυχώς με τον χρόνο βελτιώνομαι. Η εμπειρία δίδαξε πως πρέπει να εξελιχθούμε, να γίνουμε πολιτισμένοι. Κάθε ημέρα στη σύσκεψη με τους συνεργάτες τονίζουμε πόσο αναγκαίο είναι το τακτ, η διακριτικότητα».
– Κόβετε πάντα ο ίδιος;
«Βεβαίως. Παρ’ ότι πλέον όχι όλα τα πουκάμισα. Οι δύο βοηθοί μου έγιναν άφθαστοι!».
Η αθηναϊκή πελατεία, κατεβαίνοντας τα σκαλιά του θρυλικού ημιυπόγειου, με χαρά ξαναβρίσκει τα οικεία πρόσωπα της Κικής, του Νίκου, του Χρήστου, που με αφοσίωση μας περιποιούνται για δεκαετίες. Το κατάστημα δεν δέχεται προκαταβολές ή έναντι. Εμπιστεύεται τον πελάτη.
«Στα χρόνια της δικτατορίας πολλοί φίλοι μας δοκιμάστηκαν. Δεν γυρέψαμε να εξοφληθούμε, αστείο πράγμα. Στη Μεταπολίτευση ξανάρθαν όλοι και όλοι συγκινημένοι θυμήθηκαν το χρέος τους».
Πασίγνωστη η σχέση Κωνσταντίνου Καραμανλή – Χρήστου Τριανταφυλλίδη, με συνέπειες ιστορικές.
«Υπήρξε η ζωντανή μας ρεκλάμα. Τόσο κομψός! Φαντάσου πως για να φτιάξει το λούκι της γραβάτας στερέωνε το ύφασμα με μολύβι, να ’ναι ίσιο. Δεινοπαθούσε ο ράφτης του, ο Ησαΐας. Ο Θόδωρος πλάι του και εγώ μερικές φορές δίναμε τη γνώμη μας και βοηθούσαμε».
Ποιους ακόμη chic Αθηναίους της εποχής θα κατονόμαζε; «Πρώτος μου ’ρχεται ο Καραγιάννης, ο διπλωμάτης. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου, καλοντυμένος όλες τις ώρες. Φιγουράτος, αλλά όχι κομψός, υπήρξε ο Λυκουρέζος. Από τους νεότερους βλέπω αρκετούς δικηγόρους, τραπεζίτες, γιατρούς, όμως ελάχιστους πολιτικούς και ακόμη λιγότερους συνάδελφούς σου, καλοβαλμένους. Δηλαδή ένα σουλουπωμένο κοστούμι, ταιριαστό πουκάμισο, σωστά δεμένη γραβάτα, όχι να στέκεται σαν λικουρίνος. Η κομψότητα φαίνεται στην κίνηση. Σήμερα πάντως οι άντρες έχουν ωραιότερα σώματα. Ξέρεις, τέσσερις φορές άλλαξα κόψιμο. Από γενιά σε γενιά αλλάζει ο σωματότυπος» λέει ο καλεσμένος μας.
– Ας φανταστούμε έναν νέο επαγγελματία με περιορισμένο προϋπολογισμό, που ωστόσο θα επιθυμούσε να χαρακτηριστεί καλοβαλμένος. Ποια τα τέσσερα βασικά του υποκάμισα;
«Δύο ριγέ (ένα στους τόνους του γκρι και ένα θερμό κοκκινωπό), ένα μπλε μεσαίο και ένα λευκό για τα μονόχρωμα, όλα ποπλίνες».
– Η καλύτερη θέση για το μονόγραμμα;
«Στο αριστερό μανίκι ή χαμηλά, κοντά στη μέση. Ατοπον όταν τα αρχικά μπαίνουν υψηλά».
– Πώς φοριέται το μαντιλάκι;
«Ανέμελα! Το λανσάρισα από τα νιάτα μου. Μάλιστα το ’βαζα στο πακέτο μαζί με κάθε πουκάμισο ως δώρο, για να το συνηθίσουν οι κύριοι».
Πολλά κλειδιά εξηγούν την επιτυχία, τη διάρκεια, τη φρεσκάδα του κ. Τριανταφυλλίδη. Η προκοπή, η περιέργεια, η ζωντάνια του. Και μια σπουδαία σύζυγος, κοντά του 71 χρόνια. Μια ευγένεια στους τρόπους και στο πνεύμα, αυτή που οι Γάλλοι αποκαλούν civilite. Μα κυρίως η καταγωγή του: Κωνσταντινουπολίτης με τη διπλωματικότητα, το εμπορικό δαιμόνιο, την προσαρμοστικότητα, το χάρισμα να απολαμβάνει ανοιχτόκαρδα τα μικρά πράγματα. Ο Χριστάκης δεν ξεχνά ποιος είναι και τι κάνει. Εραψε τον Κ. Καραμανλή (και λίγο τον ανιψιό του), τον Ρουβά, τον Ερντογάν, αναγκάστηκε να κατέβει κυριακάτικα από το σπίτι του στη Ν. Φιλαδέλφεια για να αλλάξει κολάρα για τον δικτάτορα Παπαδόπουλο.
«Δεν βαριέσαι, εγώ πουκαμισάς είμαι, δεν έχασα και τίποτε!».
Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 48, σελ. 80-81, Μάρτιος 2010.