Στη συνείδηση του Νεοέλληνα το όνομα Εμμανουέλε Γκράτσι προκαλεί αρνητικά συναισθήματα, καθώς ήταν ο ιταλός πρεσβευτής που επέδωσε στον Μεταξά το τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ενώ ήδη τα στρατεύματα του Μουσολίνι είχαν αρχίσει να προσβάλλουν τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Οσο όμως και αν ταυτίστηκε με την ιταμή επίθεση του φασισμού εναντίον της Ελλάδας, η αλήθεια για τον Γκράτσι είναι αρκετά πιο περίπλοκη και αναδεικνύεται από τα 21 άρθρα που έγραψε ο ίδιος στην εφημερίδα «Giornale del Μattino» την περίοδο 28 Ιουλίου- 30 Αυγούστου 1945 και εκδίδονται στη γλώσσα μας υπό την αιγίδα της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών. Η μετάφραση είναι γλαφυρή, σε γλώσσα εποχής και δεν αποκλείεται να έγινε από τον πρεσβευτή Γ. Εξηντάρη, επικεφαλής, τότε, της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Ρώμη. Σε αυτά μάς παρουσιάζεται ένας Γκράτσι με φιλελληνικά αισθήματα, που έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για την οργάνωση της Διπλωματικής Υπηρεσίας της χώρας μας, που- εκ των υστέρων βέβαια- αποκαλύπτει μαζί με την ατμόσφαιρα της εποχής και αρκετά γεγονότα που εκθέτουν τους πολιτικούς του προϊσταμένους. Πάντως, ο ιταλός πρεσβευτής, μετά τη σύντομη παραμονή του στην Αθήνα (19 Απριλίου 1939- 4 Νοεμβρίου 1940), ανακλήθηκε στη Ρώμη και παρ΄ ότι διήνυε τα πιο φιλόδοξα και αποδοτικά έτη της καριέρας του τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την υπηρεσία και υποχρεώθηκε να καταφύγει στη γενέτειρά του στην Τοσκάνη. Αιτία για αυτό ήταν κατά τα φαινόμενα η διαρκώς ογκούμενη αντίθεσή του προς τον Μουσολίνι.
Ο κουρέας της κυρίας
Ο Γκράτσι σημειώνει πως ο τορπιλισμός της «Ελλης» ήταν μια «βδελυρή πράξη» και αναφέρεται σε εξελίξεις που για ευνόητους λόγους κρατήθηκαν στη σκιά καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σκοπός του, όπως δηλώνει, είναι με τα άρθρα αυτά να πληροφορήσει την ιταλική κοινή γνώμη «για πολλά άγνωστα ή κακώς γνωστά γεγονότα γύρω από την καταστρεπτική ελληνική περιπέτεια στην οποία έριξε ο φασισμός την Ιταλία». Ενα από τα πιο συγκλονιστικά είναι χωρίς αμφιβολία η σκέψη του πολιτικού του προϊσταμένου και γαμπρού του Μουσολίνι, Τσιάνο, περί μιας ενδεχόμενης δολοφονίας του αγγλόφιλου Γεωργίου ΒΔ που θα άνοιγε τον δρόμο ώστε στον ελληνικό θρόνο να ανεβεί ο «φίλα προσκείμενος προς τις δυνάμεις του Αξονα» διάδοχος Παύλος. Οπως σημειώνει ο Γκράτσι, τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Ντούτσε τον δέχθηκε σε ακρόαση στο γραφείο του, διαβεβαιώνοντάς τον πως «η Ελλάς δεν είναι εις τον δρόμον μας και ημείς δεν θέλομεν τίποτε από την Ελλάδα», ενώ επέμενε για πώληση πολεμικού υλικού στη χώρα μας, λέγοντας στον εμβρόντητο ιταλό διπλωμάτη:
«Εάν η Ελλάς δεν δύναται να τα πληρώση εις χρυσόν,μοι αρκεί να τα πληρώση με ελαιόλαδον!». Ενώ στην περίπτωση της εκμετάλλευσης του μεταλλείου νικελίου στη Λοκρίδα, που ήταν ζωτικό για τα ιταλικά συμφέροντα, ο αλαζονικός Τσιάνο θα πει στον Γκράτσι φουσκώνοντας σαν διάνος:
«Ειπέ εις τον Μεταξάν ότι, εάν δεν με ικανοποιήση εις το ζήτημα του μεταλλείου της Λοκρίδος,θα του πάρω την Κέρκυραν!».
Εξόχως ιλαροτραγικά είναι και όσα γράφει ο Γκράτσι σχετικά με την εμμονή της Ιταλίας για την πιθανότητα αγγλικής απόβασης στην Ελλάδα:
«Ο υπουργός Τσιάνο,ο οποίος επεθύμει πάση θυσία να λάβη επιβεβαίωσιν της φήμης ταύτης,εσκέφθη τότε να ερωτήση απ΄ ευθείας έναν ημέτερον Γενικόν Πρόξενον εις έναν από τους ελληνικούς λιμένας τι προέκυπτεν εις την έδραν του σχετικά προς προσεχή αγγλικήν απόβασιν.Ο προξενικός ούτος υπάλληλος,άριστος άλλωστε από πολλών απόψεων,απήντησε διά τηλεγραφήματος συντεταγμένου περίπου ως εξής:“Ο κουρεύς της συζύγου μου της είπε σήμερον το πρωί ότι αναμένεται αγγλική απόβασις εντός της εβδομάδος.Το γεγονός ότι μία τοιαύτη πληροφορία είχεν περιέλθει εις τον coiffeur pour dames είναι κάτι το οποίον δεν δύναται να εκπλήξη όσους γνωρίζουν ότι εις την Ρώμην του 1940 ο υπουργός των Εξωτερικών εσυνήθιζε να ομιλή περί των σπουδαιοτέρων ζητημάτων εις τον όμιλον των ωραίων κυριών με τα οποίας εσύχναζε καθημερινώς:και κάθε μία από αυτάς είχε φυσικά τον κουρέα της!”». Θριαμβευτική πορεία
Oπως γράφει ο Γκράτσι, για να μάθει ποιο είναι το ηθικό των ελλήνων στρατιωτών ο Μουσολίνι απευθύνεται στον Βισκόντι Πράσκα, ο οποίος τον διαβεβαιώνει πως οι έλληνες στρατιώτες«δεν είναι από εκείνους που αισθάνονται ευχαρίστησιν να πολεμήσουν», ενώ αντίθετα τα υπό τις διαταγές του στρατεύματα έδειξαν μία μόνο εκδήλωση απειθαρχίας,«την υπερβολικήν αδημονίαν να προχωρήσουν και να πολεμήσουν», και του εγγυάται ότι η δράση θα είναι «χειμαρρώδης ανατροπή εντός ολίγων ημερών», τόσο δε περισσότερο που έδωσε διαταγές«οι λόχοι να επιτίθενται πάντοτε ακόμη και εναντίον μιας μεραρχίας». Με βάση τις ενθαρρυντικές αυτές πληροφορίες αποφασίζεται ότι για την κατάκτηση της Ηπείρου θα διατεθούν μόνο δύο μεραρχίες, ενώ στη «θριαμβευτική πορεία κατά των Αθηνών» αρκεί να προστεθούν τρεις ή τέσσερις ακόμη.
Θίγοντας μιαν άλλη παράμετρο της ιταλικής αποτυχίας ο Γκράτσι σημειώνει πως«καμία πολιτικοστρατιωτική προπαγάνδα δεν είχε γίνει εν Ελλάδι διά την προπαρασκευήν της ενδεχομένης εισβολής μας. Ή, αν έγινε, τα πρόσωπα τα οποία είχον επιφορτισθή ανέφεραν ψεύδη,εις αυτά δε εδόθη πίστις την οποίαν τίποτε δεν εδικαιολόγει,με ελαφρότητα και ευπιστίαν αι οποίαι θα ήσαν απαράδεκτοι εάν αντί πολέμου επρόκειτο να οργανωθή κυριακάτικη απλώς εκδρομή».