«Oι νεκροί δεν σώζουν τους ζωντανούς. Η σιωπή τους, η απουσία τους μοιάζουν με συνενοχή». Ετσι κατέληγε ένα γράμμα- ανεπίδοτο- της Μαργαρίτας Καραπάνου προς τη μητέρα της, τη συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Ηταν ένα γράμμα με ημερομηνία «Τετάρτη 14 Μαΐου 2008», δηλαδή επτά χρόνια μετά τον θάνατο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, όπου η Καραπάνου προέβαινε σε ένα είδος ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τη μητέρα της. «Ο θάνατός σου με λύπησε αφάνταστα. Με άφησε ορφανή αλλά και με απελευθέρωσε.Εκανα τόσα πράγματα από τότε που πέθανες».
Ηταν ταυτόχρονα και ένα γράμμα σαν διαθήκη. Αν και πιστεύω ότι οι διαθήκες της Μαργαρίτας Καραπάνου ήταν τα δύο τελευταία της βιβλία που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα από δύο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, φροντισμένα από αγαπημένους της φίλους. Το ένα περιλαμβάνει τα γράμματα της μητέρας της προς αυτήν. Τίτλος του «Δε μ΄ αγαπάς. Μ΄ αγαπάς». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με εισαγωγή της Φωτεινής Τσαλίκογλου . Το άλλο είναι τα ημερολόγιά της με δηλωτικό τίτλο «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, με επιμέλεια του Βασίλη Κιμούλη . «Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου;Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα,μια πραγματικότητα πάντα διαφορετική από τα όνειρά μου;Το όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του,την ηθική του.Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι,τότε ζήτω η Αδυναμία» διαβάζουμε σε μια ημερολογιακή αποστροφή της Μαργαρίτας.
Τα ημερολόγια καλύπτουν μια εικοσαετία, από το 1959 ως το 1979, και μπορούν να διαβαστούν ως το παζλ ενός ψυχογραφήματος που αποκαλύπτει τον κόσμο της Μαργαρίτας Καραπάνου, τη συγγραφική της στόφα, το πώς έγινε συγγραφέας αλλά και γιατί ήταν τόσο μοναδική, μεγάλη και βασανιστική η σχέση της με τη μητέρα της. Η εισαγωγή της Φωτεινής Τσαλίκογλου στο βιβλίο «Δε μ΄ αγαπάς. Μ΄ αγαπάς» ρίχνει φως σε αυτή τη σχέση και τελικά δικαιολογεί γιατί πρέπει να δημοσιοποιούνται τόσο προσωπικά κείμενα. Αλλωστε η ίδια η Μαργαρίτα Καραπάνου, ταλαιπωρημένη τα τελευταία χρόνια από ψυχικές ασθένειες, ήθελε να εκδοθούν αυτά τα προσωπικά κείμενα- τα ημερολόγια και οι επιστολές. Σαν να συναισθανόταν το τέλος που έρχεται…
Πρόσωπο της αθηναϊκής ζωής, ακόμη και όταν απουσίαζε στο Παρίσι, μορφή της Δεξαμενής, ηρωίδα της Υδρας, όπως άλλωστε και η μητέρα της, η Μαργαρίτα Καραπάνου διακρίθηκε πολύ νωρίς στη λογοτεχνία, με βιβλία μοντέρνα, ειρωνικά, «βαρυμένα» επίσης με την ψυχαναλυτική εμπειρία (ή ίδια ψυχαναλυόταν από πολύ μικρή, προφανώς με την παραίνεση της μητέρας της) και αργότερα με τα σημάδια της δικής της ψυχικής ασθένειας. Σίγουρα εγγράφονται με κεφαλαία γράμματα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας τα βιβλία της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» (τίτλος που παραπέμπει σε ψυχαναλυτική εμπειρία) το 1976 και «Ο υπνοβάτης» (1985). Το «Rien ne va plus» (1991) είχε διακριθεί με το βραβείο ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία, ενώ τα βιβλία που ακολούθησαν, «Ναι» (1999), «Lee και Lou» (2003), «Μαμά» (2004) και «Μήπως;» (2006- το τελευταίο με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου) διακατέχονται από αγχωτική αποσπασματικότητα ή ακόμη από παραληρηματική αφηγηματικότητα. Π έρα από τα βιβλία, η Μαργαρίτα Καραπάνου είναι ένα πρόσωπο ασπρόμαυρων φωτογραφιών, με τα μαλλιά να ανεμίζουν ή νωχελικά ξαπλωμένη σε καναπέδες ή πάλι με συντροφιά με έναν σκύλο ή μια γάτα. Δεν την είχα συναντήσει ποτέ, αν και είχαμε μιλήσει πολλές φορές στο τηλέφωνο, ειδικά μετά την έκδοση του «Ναι». Πριν από 20 ημέρες η συνάδελφός μου Λώρη Κέζα της ζήτησε συνέντευξη με αφορμή την έκδοση των δύο βιβλίων με τα ημερολόγια και τις επιστολές. Είπε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει. Οτι ήταν πολύ άρρωστη. Αρκετοί στον κύκλο της είχαν συναισθανθεί το τέλος- το οποίο και ήρθε χθες στα 62 της χρόνια στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες. Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.