Πώς οργανώθηκε η φυγάδευση των πολύτιμων αντικειμένων της τέως βασιλικής οικογενείας από το Τατόι και γιατί η επιτροπή αξιολόγησης που ορίστηκε από το ελληνικό Δημόσιο δεν μπόρεσε να κάνει τη δουλειά της


Η αποκαλυπτική μαρτυρία του τότε εκπροσώπου της Πινακοθήκης, η συμφωνία-ντροπή που απεκρύβη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από την κοινή γνώμη, η κλοπή πολύτιμων κομματιών και η στάση του Κωνσταντίνου


Το απόγευμα της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου 1991 έξι νταλίκες φορτωμένες με εννέα κοντέινερ βάρους 32 τόνων έφυγαν από το Τατόι για το λιμάνι του Πειραιά. Η κινητή περιουσία της τέως βασιλικής οικογενείας φορτώθηκε στο πλοίο που περίμενε με τις μηχανές αναμμένες και φυγαδεύτηκε στην Αγγλία. Από τότε πολλά έχουν γραφτεί για το περιεχόμενο των κιβωτίων, αλλά μόλις την περασμένη εβδομάδα είδαμε ένα μικρό τμήμα των πολύτιμων αντικειμένων τα οποία, με τη συνδρομή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, βρέθηκαν στα χέρια του Κωνσταντίνου και από εκεί στον οίκο δημοπρασιών Christie’s. Πώς έφθασαν τα αντικείμενα αυτά από το Τατόι στον οίκο Christie’s;


Στις αρχές φθινοπώρου του 1990 οργανώθηκε με άκρα μυστικότητα η επιχείρηση μεταφοράς και συγκέντρωσης της περιουσίας της τέως βασιλικής οικογενείας από όλα τα ανάκτορα στο Τατόι. Η τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας ήταν από τις προτεραιότητες της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης Μητσοτάκη – περίπου τρία χρόνια χώριζαν το «unfair» από το «ριφιφί», όπως χαρακτηρίστηκε, του τέως στο Τατόι. Η φυγάδευση της περιουσίας ολοκληρώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς και με τη βοήθεια όλου του κρατικού μηχανισμού (Αστυνομία, τελωνεία, αρμόδια υπουργεία). Το νομικό κενό για την προστασία νεότερων έργων τέχνης κάλυψε μια συμφωνία-ντροπή για το ελληνικό κράτος, η οποία απεκρύβη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από την κοινή γνώμη. Στις 8 Οκτωβρίου 1990 ο επίτροπος της περιουσίας του τέως βασιλιά, ναύαρχος ε.α. Μάριος Σταυρίδης, υπέβαλε αίτηση στην ελληνική κυβέρνηση για μεταφορά της οικοσκευής της οικογενείας στο εξωτερικό. Στις 22 Νοεμβρίου 1990 οι κκ. Ι. Παλαιοκρασσάς, υπουργός Οικονομίας, και Τζ. Τζαννετάκης, υπουργός Πολιτισμού, εξέδωσαν κοινή υπουργική απόφαση ώστε να ελεγχθεί από ειδική επιτροπή ποια αντικείμενα μπορούν να εξαχθούν.


* Πώς έγινε η καταγραφή


Τον Φεβρουάριο του 1991 οκτώ υπάλληλοι, τέσσερις επόπτες τελωνείου, ένας αρχαιολόγος, προϊστάμενος στο υπουργείο Πολιτισμού, και ένας εκπρόσωπος της Εθνικής Πινακοθήκης πήγαιναν καθημερινά στο Τατόι και αξιολογούσαν τα αντικείμενα. Ο εκπρόσωπος της Πινακοθήκης κ. Μιχ. Δουλγερίδης, επικεφαλής σήμερα του Εργαστηρίου Συντήρησης, διηγείται στο «Βήμα» πώς έγινε η καταγραφή της περιουσίας. «Τα πράγματα ήταν στοιβαγμένα σε κιβώτια στα δωμάτια έτσι όπως είχαν έρθει από την Κέρκυρα. Δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο προφύλαξης, έργα τέχνης ακουμπούσαν το ένα με το άλλο. Υπήρχαν πολλοί πίνακες χωρίς καμία αξία – εκείνα τα χρόνια όλοι οι ζωγράφοι, καλοί και κακοί, χάριζαν έργα τους στον βασιλιά. Υπήρχαν όμως και πίνακες του Βολανάκη, του Γύζη, του Λύτρα, του Ιακωβίδη… Τα κιβώτια ήταν τοποθετημένα σε έξι δωμάτια-αποθήκες. Εμείς είδαμε μόνο όσα ήταν σε μία από αυτές».





«Δουλεύαμε σε άθλιες συνθήκες»
συνεχίζει ο ίδιος. «Εκανε πολύ κρύο, είχε χιονίσει και ήμασταν χωρίς θέρμανση και χωρίς ηλεκτρικό. Βλέπαμε τους πίνακες με έναν φακό στο χέρι. Δίπλα μας ήταν συνεχώς ένα τσούρμο βασιλοφρόνων, με επικεφαλής τον ναύαρχο Σταυρίδη, οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας δυσκολέψουν. Μας πίεζαν να τελειώνουμε γρήγορα, όταν ζητούσαμε να ανοίξει κάποιο κιβώτιο άρχιζαν τη φασαρία: «Τι το θέλετε αυτό; Τι να δείτε; Αυτά ανήκουν στον Μεγαλειότατο!». Ολα ήταν μουντζουρωμένα, σκονισμένα, βρώμικα. Περίμενα να δω φανταστικούς βασιλικούς θησαυρούς, αλλά έτσι όπως ήταν μέσα στη βρώμα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πολλά πράγματα. Φορούσα λαστιχένια γάντια για να μη μαυρίζουν τα χέρια μου. Είχα φέρει και μια ρόμπα από το εργαστήριο. Θυμάμαι ότι υπήρχε ένας χώρος όπου κρεμούσαμε τα παλτά μας. Οταν φεύγαμε, οι άνθρωποι του τέως βασιλιά μάς περίμεναν εκεί και μας έψαχναν για να βεβαιωθούν ότι δεν κλέψαμε κάτι. Είχα παρατηρήσει πάντως ότι πολλές πόρτες στο κτίριο ήταν σπασμένες, διαρρηγμένες. Οσα κλειδιά υπήρχαν τα είχαν μόνο οι άνθρωποι του βασιλιά. Μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Το ανάκτορο ήταν τεράστιο και δεν μας επέτρεπαν πρόσβαση σε όλους τους χώρους. Τους πίνακες που απαγορεύσαμε να βγουν από τη χώρα τους φυλάξαμε σε χωριστό δωμάτιο. Πού βρίσκονται άραγε τώρα;».


* Κλοπή στα… φανερά


Καταγραφή με επιστημονικές προδιαγραφές (φωτογράφιση, λεπτομερής περιγραφή, καταγραφή σε ειδικό βιβλίο) δεν έγινε. Ούτε τη ζήτησε κανένας. Ο κ. Δουλγερίδης κρατούσε σημειώσεις σε ένα πρόχειρο χαρτί (το ίδιο από ό,τι φαίνεται από τις ασαφείς περιγραφές των αντικειμένων έκαναν και οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομίας). Τη λίστα που έφτιαξε την παρέδωσε στην τότε προϊσταμένη της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Μαρία Μιχαηλίδου και από αυτήν έφθασε στα χέρια της κυρίας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα στις 22.4.1992. Η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της λίστας διότι είχε καταχωριστεί με απόρρητο αριθμό πρωτοκόλλου προτού αναλάβει τη διεύθυνση της Πινακοθήκης. Παρά τα μέτρα ασφαλείας, την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 1991 καταγγέλθηκε από τον ναύαρχο Σταυρίδη διάρρηξη στο Τατόι.


Η κλοπή πολύτιμων αντικειμένων δεν αναστάτωσε κανέναν ούτε καθυστέρησε τη συσκευασία των αντικειμένων στο Τατόι από εργάτες της εταιρείας Θ. Γ. Μπαξεβανίδης και Υιός ΕΠΕ. Δεκάδες εργάτες συσκεύαζαν έπιπλα, χαλιά, ασημικά, 271 πίνακες, κρύσταλλα, ακόμη και πετσέτες, σεντόνια και καλύμματα καναπέδων! Στη διαδικασία αυτή ήταν παρόντες και εκπρόσωποι του οίκου Christie’s, οι οποίοι, αν και προχώρησαν σε αξιολόγηση της περιουσίας η οποία παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σήμερα δηλώνουν ότι απλώς «βοηθήσαμε στην προετοιμασία». Ο ναύαρχος Σταυρίδης χαρακτήριζε «οικοσκευή» το περιεχόμενο των κοντέινερ. «Ο άνθρωπος θέλει να πάρει τα πράγματά του. Θα του πούμε εμείς τι θα πάρει και τι όχι;» δήλωνε.


Στις 17 Φεβρουαρίου 1991 εννέα κοντέινερ τα οποία περιείχαν 1.904 δέματα φορτώθηκαν σε έξι μεγάλες νταλίκες και με τη συνοδεία τελωνειακού επόπτη έφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά. Η επιχείρηση έγινε με επίβλεψη της Αστυνομίας. Στον Πειραιά περίμενε το ολλανδικό φορτηγό πλοίο «Τζοάνα Μπόρχαρντ». Σε τρεις ώρες είχε ολοκληρωθεί η φόρτωση και το πλοίο ξεκίνησε αμέσως με προορισμό το Ρότερνταμ. Από εκεί κατέληξε στο λονδρέζικο λιμάνι Τίλμπουρι. Βρετανικές εφημερίδες έγραφαν τότε ότι μεταξύ των άλλων αντικειμένων «πιστεύεται ότι βρίσκονται και τα κοσμήματα των Ρομανόφ του 1830». Επίσης, ότι γερμανική εταιρεία μεταφορών τα παρέδωσε στην οικία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στο Λονδίνο. Η υπόθεση προκάλεσε πολιτικό σάλο και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Β. Πολύδωρας δέχθηκε τα πυρά της αντιπολίτευσης και των μέσων ενημέρωσης που μιλούσαν για «σκάνδαλο ολκής».


Από το περιβάλλον του Κωνσταντίνου λέγεται ότι ο τέως βασιλιάς ήδη από το 1991 πούλησε σε επενδυτές τέχνης (συγκεντρώνουν μεγάλες συλλογές και τις δημοπρατούν) ένα μέρος της περιουσίας του, εν αναμονή και των υπόλοιπων κοντέινερ, τα οποία δεν έφθασαν ποτέ. Κράτησε όμως τα προσωπικά αντικείμενα των γονέων του και όλα τα αντικείμενα ελληνικού ενδιαφέροντος. Τα αντικείμενα που δημοπρατήθηκαν σε υψηλότατες τιμές από τον οίκο Christie’s προέρχονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από το Τατόι, υπάρχουν όμως και ορισμένα που τα είδε, όπως τουλάχιστον λένε άνθρωποί του, για πρώτη φορά, π.χ. ασημένια σερβίτσια από τη Δανία. Οι περισσότεροι πάντως πιστεύουν ότι πωλητής είναι ο ίδιος ο τέως βασιλιάς και ότι ο οίκος Christie’s, ο οποίος δεν παρέχει πληροφορίες διότι δεσμεύεται, όπως λέει, από όρο εμπιστευτικότητας, έχει στους ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους του τα αντικείμενα που εξήχθησαν από το Τατόι.