Ακόμη και οι πιο θεμελιώδεις των λέξεων εξελίσσονται και μετασημασιολογούνται μέσα στον χρόνο. Και τα συστήματα ιδεών ακολουθούν, εκφράζοντας τις αέναα μεταβαλλόμενες συγκυρίες και τα συνεχώς ανανεούμενα εξουσιαστικά διακυβεύματα. Η λέξη «ισότητα» δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα αυτό. Βαθμιαία και ανεπαίσθητα η κοινωνική της σημασία, κεντρική από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης που την περιέλαβε στο συμβολικό της εθνόσημο, μετατοπίζεται συνεχώς. Ηδη στον 19ο αιώνα, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Alexis de Tocqueville, οι φιλελεύθερες θεσμικές κατακτήσεις που εκφράστηκαν μέσα από την ισονομία και την ισοπολιτεία του Κράτους Δικαίου οδήγησαν στην εκκόλαψη ενός γενικού «ισωτικού» λόγου που προβληματιζόταν γύρω από την έννοια, τη σημασία και την ηθικοπολιτική προώθηση και επαγγελία μιας ισότητας «εν γένει». Αντίθετα τα τελευταία χρόνια η ιστορική πορεία της πρόσληψης της έννοιας της ισότητας φαίνεται να αναστρέφεται. Ολο και πιο συστηματικά η πρόσληψη της κοινωνικής ισότητας συρρικνώνεται και αφυδατώνεται σε σημείο ώστε, όπως σημειώνει ο Ronald Dworkin, να εμφανίζεται πλέον ως το κατ’ εξοχήν «απειλούμενο είδος» ανάμεσα στις πολιτικές ιδέες. Με γοργά βήματα επιστρέφουμε στην παλαιο- και νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι η μόνη συγκεκριμένη, θεσπίσιμη και θεσπιστέα μορφή ισότητας είναι η ισότητα ενώπιον του νόμου.


Η κυριαρχία του αγοραίου προτύπου


Οι λόγοι της κοσμοϊστορικής αυτής αναστροφής είναι σαφείς: με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την οικουμενική κατίσχυση της αγοραίας καπιταλιστικής λογικής, η οποιαδήποτε επίκληση μιας ουσιαστικά ίσης κοινωνίας, όπου όλοι οι πολίτες θα μετείχαν ισόμερα σε όλα τα κοινωνικά αγαθά και σε όλες τις κατανεμόμενες κοινωνικές αξίες, είναι πλέον αναχρονιστική και ουτοπική. Η κοινωνική ανισότητα εμφανίζεται όχι μόνο ως δεδομένο και «φυσικό» στοιχείο του κοινωνικού συστήματος αλλά και ως αναγκαία προϋπόθεση της ανάπτυξής του. Από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται η κυριαρχία της αγοράς το κάθε άτομο θα πρέπει να «αμείβεται» με βάση την εξατομικευμένη συμβολή του στην παραγωγή.


Ετσι η κυριαρχία του αγοραίου προτύπου επιβάλλει τους όρους της στον τρέχοντα σοσιαλδημοκρατικό λόγο που είναι πλέον υποχρεωμένος να αναθεωρήσει τις αφετηριακές αξιακές του καταβολές. Στο εξής ο οποιοσδήποτε πόλεμος ενάντια στην αδικία, στην αθλιότητα και στον αποκλεισμό δεν μπορεί πια να στοιχειοθετείται «θετικά» επιδιώκοντας τη σταδιακή έστω άρση ή απάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων «εν γένει», αλλά δικαιώνεται «αρνητικά» και μόνον μεθοδεύοντας την κατά το δυνατόν άμβλυνση των πιο ανυπόφορων παρενεργειών των ανισοτήτων αυτών. Στην ουτοπική, μαξιμαλιστική και αξιακά απόλυτη επαγγελία του ιδεώδους της ισότητας υποκαθίσταται η μινιμαλιστική, σχετικοποιημένη και εξ υποθέσεως διαπραγματεύσιμη πρόθεση να προωθηθεί μια αχνή κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη μέσω της οικοδόμησης στοιχειωδών δικτύων ασφάλειας. Στόχος λοιπόν της πολιτικής είναι να αποφευχθούν οι «χειρότερες» παρενέργειες και όχι να προωθηθούν οι «καλύτερες» αξίες. Στο μέτρο που η «δομική» κοινωνικοοικονομική ανισότητα αποτελεί την κινητήρια δύναμη της αγοραίας καπιταλιστικής δυναμικής, πρέπει να παραμένει ηθικά και πολιτικά αλώβητη. Η κοινωνία οφείλει μεν να είναι γενναιόδωρη και επιεικής, αλλά δεν μπορεί ούτε όμως και είναι δυνατόν να προσβλέπει προς την άρση ή την άμβλυνση των ανισοτήτων.


Ετσι ακριβώς η συμβολικά πανίσχυρη ιδέα της ισότητας καλείται να αλλοιωθεί προσαρμοζόμενη προς την κυρίαρχη σκέψη, δίχως να εγκαταλείψει την ιστορική ρητορική της θεμελίωση. Το εγχείρημα δεν είναι απλό: η άνευ ετέρου επιστροφή στην κεκτημένη θεσμική ισονομία θα ισοδυναμούσε με πλήρη συνθηκολόγηση με τις αυστηρές δικαιοκρατικές και αναρχοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Σε μιαν εποχή όμως όπου οι ισοπολιτειακές αρχές εμφανίζονται συμβατές με την απανταχού αύξηση της αθλιότητας, η επαγγελία της ισότητας δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί τελείως. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η σημερινή σοσιαλδημοκρατία ανασύρει το ιδεολόγημα των ίσων ευκαιριών για να γεφυρώσει τις αδυσώπητες επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας με τις μετασχηματιζόμενες αξιακές της αφετηρίες. Οι ίσες ευκαιρίες όλων των ελεύθερων ανθρώπων συνοψίζουν με αυτή την έννοια τη μείζονα ιδεολογική απάντηση της εποχής μας στη διάχυτη ταξική αδικία. Ως από μηχανής θεός, το «ισοευκαιριακό» όραμα φαίνεται να συνεπιφέρει την αξιοκρατία. Ακόμη λοιπόν και αν η θεμελιακή δομή της κοινωνίας παραμένει ανταγωνιστική, η κατανομή των αξιών και των πόρων θα μπορεί να διέπεται από μιαν ουσιαστική «ανταγωνιστική δικαιοσύνη». Ως «φύσει» λοιπόν ιδιοτελείς, φιλόδοξοι και ρέκτες, οι άνθρωποι θα μπορεί να αφήνονται να προοδεύουν ανάλογα με τις δεξιότητες και ικανότητές τους, αρκεί να εμφανίζονται ίσοις όροις στην «αφετηρία». Εφεξής ο καθένας θα απολαμβάνει τους άνισους καρπούς των άνισα αποτελεσματικών ατομικών του κόπων. Το «αντικείμενο» της κοινωνικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται στους όρους διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι στα αποτελέσματά του.


Το «βιολογικό κεφάλαιο»



Η αξιακή στροφή είναι τόσο μάλλον παραπλανητική που επιχειρεί να αυτοθεμελιωθεί στο αυτονόητο: είναι πράγματι σαφές ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ίσες ικανότητες και δυνάμεις και ότι συνεπώς η πορεία τους θα είναι μοιραία αποκλίνουσα. Με την ταχύτατη πρόοδο της βιολογικής επιστήμης, γνωρίζουμε μάλιστα πως η εγγενής «βιολογική προίκιση» των ατόμων παρουσιάζει τεράστιες διαφορές. Ηδη, ως νεογέννητα βρέφη, οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις γενετικές ικανότητές τους: θα γίνουν ψηλοί ή κοντοί, άρα άνισα προικισμένοι ως επίδοξοι καλαθοσφαιριστές, καχεκτικοί ή εύρωστοι, και κατά συνέπειαν ανισομερώς προσανατολίσιμοι προς καριέρες παλαιστών, αρσιβαριστών ή σωματοφυλάκων, υγιείς ή φιλάσθενοι, δηλαδή άνισοι μπροστά στην οποιαδήποτε δραστηριότητα που προϋποθέτει συστηματικό σωματικό κόπο. Επιπλέον θα έχουν ή δεν θα έχουν «μουσικό αφτί», έμφυτη μαθηματική ικανότητα, ανεπτυγμένη δυνατότητα αναπαράστασης του χώρου, αβίαστο και συνδυαστικό χειρισμό του λόγου και των λέξεων, και μικρότερη ή μεγαλύτερη μνήμη. Κοντολογίς, θα αναπτυχθούν ως λιγότερο ή περισσότερο «έξυπνοι».


Οι «βιο-εγγεγραμμένες» ικανότητες ή μειονεξίες όμως δεν μπορεί ποτέ να προδιαγράψουν ή να προδικάσουν τις κοινωνικές συμπεριφορές. Αναπτύσσονται, εμπεδώνονται και αξιοποιούνται μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά «περιβάλλοντα» που είτε τις ευνοούν είτε τις καταπνίγουν. Για να μπορεί να καρποφορήσει το έμφυτο μουσικό τάλαντο θα πρέπει να έχει διαγνωσθεί και «καλλιεργηθεί» εγκαίρως, με την ίδια έννοια που οι αριθμομνήμονες δεν αποκτούν σημαντικό κοινωνικό πλεονέκτημα αν η έμφυτη αυτή ικανότητά τους δεν εμπλουτισθεί με συστηματική και επεξεργασμένη γνώση. Ακόμη περισσότερο αμφίβολη είναι η ατομική αξιοποίηση των λιγότερο «εκκεντρικών» ικανοτήτων και ψυχολογικών προδιαγραφών: το ταλέντο, η επαγγελματική δεξιότητα και η «κλίση» διαγιγνώσκονται και ενεργοποιούνται μόνο σε ένα δεδομένο πολιτιστικό πλαίσιο που προϋποθέτει ήδη τη γνώση των «κανόνων». Το κοινωνικό περιβάλλον και κυρίως η οικογένεια εξακολουθούν λοιπόν να είναι οι σημαντικότεροι μηχανισμοί που οδηγούν στην «αξιοποίηση» των κληρονομικών πλεονεκτημάτων. Το ατομικό «βιολογικό κεφάλαιο» μετατρέπεται σε «κοινωνικό κεφάλαιο» μόνον υπό τον όρο ότι οι βιολογικές προδιαγραφές θα καλλιεργηθούν με γνώμονα τις τρέχουσες συμβολικές και γνωσιακές συνταγές.


Το άλλοθι των ίσων ευκαιριών


Με αυτήν την έννοια το κληρονομήσιμο συμβολικό κεφάλαιο οδηγεί σε μιαν εκ προοιμίου άνιση παράταξη των νέων στην αφετηρία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ετσι δε, ακόμη και αν στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης η ευθεία κληρονομική διαδοχή της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής τείνει να έχει όλο και μικρότερη σημασία, η ατομική πολιτιστική κληρονομιά εξακολουθεί να παίζει θεμελιακό ρόλο. Η λειτουργία των εκπαιδευτικών μηχανισμών είναι λοιπόν μόνο κατ’ επίφασιν «δημοκρατικότερη» από πριν. Η εκπαιδευτική και στη συνέχεια η επαγγελματική επιλογή δεν γίνεται πια βέβαια με ευθέως ταξικά κριτήρια. Αλλά με την ίδια έννοια που οι «ελεύθεροι» και ανταγωνιστικά οργανωμένοι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί οφείλουν να καλλιεργούν και να αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες και τις κλίσεις των ατόμων, είναι επίσης υποχρεωμένοι να σεβασθούν τις άνισες ικμάδες πολιτιστικού κεφαλαίου των εκπαιδευομένων. Ακόμη λοιπόν και αν ήταν δυνατόν να ξεχωριστούν οι βιολογικές προδιαγραφές του καθένα από τις επίκτητες περιβαλλοντικές του επισφραγίσεις, είναι γεγονός ότι το σχολείο εξακολουθεί να λειτουργεί όχι με γνώμονα την «αδύνατη» προκαταβολική ισότητα εκείνων που πυκνώνουν τις τάξεις του αλλά με κριτήριο τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των εγνωσμένων ικανοτήτων τους, από οπουδήποτε και αν προέρχονται.


Εστω λοιπόν και αν το παιδί του εργάτη έχει σήμερα μεγαλύτερες πιθανότητες να ανελιχθεί εκπαιδευτικά, γνωσιακά και κοινωνικά από ό,τι είχε ο πατέρας του ή ο παππούς του, παραμένει γεγονός πως με τη σημερινή του μορφή το σχολείο οδηγεί σε περαιτέρω ανισοποίηση των πολιτών. «Δίκαιη» ή «άδικη» η κοινωνία του μέλλοντος προδιαγράφεται ως ακόμη πιο άνιση από τη σημερινή. Η συνεχιζόμενη άρθρωση και αλληλεπικάλυψη ανάμεσα στην κληρονομησιμότητα του πλούτου και του συμβολικού κεφαλαίου και στη μη κληρονομησιμότητα των ταλέντων και των κλίσεων αποτελεί λοιπόν το αντικειμενικό στοιχείο που οφείλει να εκλογικεύσει και να δικαιώσει τις επερχόμενες ανισότητες. Οταν λοιπόν στην «αδύνατη» ισότητα των ευκαιριών προστεθεί η αύξουσα ανισότητα των αποτελεσμάτων, είναι προφανές ότι το μείζον ηθικό και πολιτικό ερώτημα είναι πάντα το ίδιο: Ποια πρέπει να είναι η «λύση» που θα πρέπει να δοθεί όταν η σύνθετη κοινωνική δομή οδηγεί σε επιμήκυνση των εισοδηματικών συνεχών, σε όξυνση του κοινωνικού αποκλεισμού και σε εντονότερη κοινωνική υποβάθμιση των λιγότερο ικανών και προικισμένων;


Ως παραπλανητική απόφυση της ιδέας της ισότητας, η ισότητα ευκαιριών επιδιώκει λοιπόν εντελώς το αντίθετο από ό,τι υπαινίσσεται εκ πρώτης όψεως. Αντί να προάγει την ισότητα, εκλογικεύει την ανισότητα και αντί να κατατείνει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποτελεσμάτων της αγοραίας λογικής, δικαιώνει την όξυνσή τους. Αυτός δε ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο η ιδέα της ισότητας ευκαιριών ως πεμπτουσίας της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Πρέπει να συνοδεύεται από άλλες «διορθωτικές» ερμηνείες για το τι «είναι δίκαιο». Εδώ λοιπόν ακριβώς επικεντρώνεται το κοινωνικό νόημα της τρέχουσας σημασιολογικής διολίσθησης. Από τη στιγμή που δοκιμασμένη «διορθωτική» και στατιστικά ελέγξιμη μέθοδος της συνεχούς ανακατανομής εισοδημάτων φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την αγοραία λογική, η κοινωνική πολιτική επικεντρώνεται, όπως συνέβαινε στο απώτερο παρελθόν, στην άρση των πιο εξόφθαλμα ανυπόφορων προεκτάσεων της ανισότητας. Την ίδια στιγμή που όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι η ανισότητα αυξάνεται, προτάσσονται αχνά και γενικόλογα αιτήματα όπως η εν γένει κοινωνική αλληλεγγύη, τα δίκτυα ασφάλειας και η εγγύηση του ελάχιστου επιβίωσης. Τα κοινωνικά κράτη τείνουν λοιπόν να απαγκιστρωθούν από την «έσχατη» ηθική τους υποχρέωση να μειώνουν συνεχώς την ανισότητα μέσα από την ανακατανομή του εισοδήματος και των πόρων.


Η ηθική κρίση της εποχής μας


Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε έναν κυριολεκτικό «αξιακό μινιμαλισμό». Την ίδια στιγμή που η ισότητα ευκαιριών υπαινίσσεται την ευρύτερη κοινωνική αξιοκρατία και η κοινωνική αλληλεγγύη και ευαισθησία εγγυώνται ότι η ακάθεκτη κοινωνική δυναμική δεν θα οδηγήσει στην απόλυτη κοινωνική εξαθλίωση, οι διαφορές και ανισότητες αυξάνονται και εμπεδώνονται. Το αίτημα για μια πιο δίκαιη και ισομερή κατανομή των κοινωνικών αξιών εγκαταλείπεται. Η κοινωνία δεν θα γίνει πιο ίση και πιο επιεικής από πριν αλλά απλώς δεν θα επιτρέψει την εγκατάλειψη των λιγότερο ικανών και προνομιούχων στην απόλυτη ανέχεια.


Ετσι όμως αλλοιώνεται η πρόσληψη για τις ουσιαστικές κοινωνικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας. Σε μιαν εποχή όπου πρυτανεύει ο περί «πολιτιστικής» συνοχής και ομοιογένειας λόγος επικυρώνονται οι διαδικασίες που οξύνουν την πιο εξόφθαλμη μορφή ανομοιογένειας, εκείνη δηλαδή που αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσβασης στις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, που στις μέρες μας εκφράζεται με το εισόδημα. Η «κοινωνιολογική» αυτή προϋπόθεση όλων των «κοινωνικών συμβολαίων», μια προϋπόθεση που υπογραμμίστηκε από στοχαστές τόσο διαφορετικούς όσο ο Ρουσσώ, ο Μαρξ και ο Τοκβίλ, φαίνεται να εγκαταλείπεται. Η κοινωνία των «ατόμων» επιδέχεται διορθωτικών παρεμβάσεων μόνον όταν ορισμένα από τα άτομα αυτά παύουν εντελώς να μπορούν να λειτουργούν ως άτομα. Η στοιχειώδης οικονομική και κοινωνικοψυχολογική ομοιογένεια τείνει να θεωρείται περιττή, ακόμη και από τη στιγμή που οι ανισότητες απειλούν να αποθεμελιώσουν την αίσθηση των υποδεέστερων στρωμάτων πως «ανήκουν» στην ίδια κοινότητα με τους άλλους, ακόμη και αν η αύξουσα «απόσταση» εξωθεί στον φθόνο, στην εξέγερση και στην απάθεια που καθιστούν τη δημοκρατία νεκρό και τυπικό κέλυφος.


Ετσι ξανατίθεται επί τάπητος το πολιτικό και σε τελική ανάλυση φιλοσοφικό ζήτημα «τι είναι κοινωνική δικαιοσύνη» και «τι είναι ισότητα». Είναι γεγονός ότι στη σημερινή φάση το θεμελιώδες ερώτημα «πώς η κατανομή των κοινωνικών πόρων και ευκαιριών μπορεί να είναι συμβατή με το αξίωμα ότι η κοινωνία οφείλει να επιδεικνύει ίση μέριμνα για όλους τους πολίτες» ουσιαστικά παρακάμπτεται. Πράγματι, το μεν δόγμα της ισότητας ευκαιριών στηρίζεται στη φιλελεύθερη παραδοχή ότι ο καθένας δικαιούται να δρέπει όλους τους καρπούς των κόπων του ανεξάρτητα από το τι κάνουν και πώς ζουν «οι άλλοι», παραβλέποντας τελείως το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο οι «καρποί» αυτοί επιτρέπεται να γίνονται αντικείμενο ατομικής ιδιοποίησης. Το δε δόγμα του έσχατου δικτύου ασφάλειας απαλύνει απλώς τις χειρότερες συνέπειες της απόλυτης αγοραίας πρωτοκαθεδρίας. Ετσι όμως απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από το αχνό και αφηρημένο όραμα μιας κοινωνικής δικαιοσύνης που στηρίζεται στο αίτημα της «δυναμικής αύξησης» μιας αδύνατης ισότητας. Ούτε οι ισοευκαιριακές επαγγελίες ούτε οι ανθρωπιστικές παραινέσεις προς την κατεύθυνση της κοινωνικής φροντίδας στοχεύουν στη βαθμιαία αποκατάσταση μιας κοινωνίας όπου η πρόσβαση των ανθρώπων στα κοινωνικά αγαθά και στις κοινωνικές αξίες θα είναι λιγότερο άνιση. Και εδώ ακριβώς επικεντρώνεται η ηθική κρίση της εποχής μας.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.