Το παιχνίδι με κάποιο είδος μπάλας δεν ήταν άγνωστο σε διαφορετικούς πολιτισμούς και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Για τους ιστορικούς του αθλητισμού, όλα αυτά τα παιχνίδια θεωρούνται κατά κανόνα πρόδρομες μορφές του ποδοσφαίρου. Εν τούτοις, το ποδόσφαιρο, όπως μας είναι γνωστό σήμερα, δεν αποτελεί εξέλιξη τοπικών παραδοσιακών παιχνιδιών· διαμορφώθηκε στην Αγγλία τον περασμένο αιώνα και από εκεί μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη.


Στα αγγλικά public schools το λαϊκό σπορ, που διακρινόταν για τη βιαιότητά του, κωδικοποιήθηκε και εξευγενίστηκε, εντασσόμενο στο παιδαγωγικό πρότυπο ανατροφής τη αγγλικής μέσης τάξης. Τα σπορ ­ κυρίως με τη μορφή του ομαδικού παιχνιδιού ­ αποτέλεσαν για τα αγγλικά σχολεία το αναγκαίο συμπλήρωμα στη διαμόρφωση του ανδρικού χαρακτήρα.


* Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία


Ως τα μισά του 19ου αιώνα, ωστόσο, το ποδόσφαιρο δεν διέπετο από ενιαίους κανόνες: αλλού επιτρεπόταν να πιάνουν την μπάλα με τα χέρια (Rugby), αλλού οι παίκτες έπρεπε να κλωτσούν μόνο την μπάλα χωρίς να την πιάνουν (Eton), ενώ πολλές άλλες παραλλαγές εφαρμόζονταν εξίσου. Τομή για την κωδικοποίηση του αθλήματος υπήρξε η ίδρυση, το 1863, της Ποδοσφαιρικής Ενωσης (Football Association), που συσπείρωσε ποδοσφαιρικούς συλλόγους κυρίως της περιοχής του Λονδίνου. Στα χρόνια που ακολουθούν, διατυπώνονται οι κανόνες του παιχνιδιού με όλες τις λεπτομέρειες που μας είναι γνωστές ως και σήμερα (πέναλτι, κόρνερ, οφσάιντ, διαιτητής κλπ.). Από το 1871 διεξάγονται, με ευθύνη της FA, αγώνες για την κατάκτηση του κυπέλλου της Αγγλίας όπου παρατηρείται, για πρώτη φορά, μαζική συμμετοχή θεατών. Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου αυξάνεται συνεχώς και αγγίζει πλέον και τις εργατικές τάξεις. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί, στην καμπή του αιώνα, στην επαγγελματοποίηση του αθλήματος. Ο ερασιτεχνικός χαρακτήρας των σπορ είχε ήδη αρχίσει να παραβιάζεται και κάποια από αυτά (όπως η ποδηλασία π.χ.) γνώριζαν πλέον τον σχεδόν πλήρη επαγγελματισμό.


Στην ηπειρωτική Ευρώπη το ποδόσφαιρο διαδόθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, κατ’ εξοχήν στις χώρες που είχαν επαφή με τη Μ. Βρετανία. Περισσότερες αντιστάσεις γνώρισε στη Γερμανία λόγω της ιδιαίτερης γυμναστικής παράδοσης των Turner, που συνδεόταν άλλωστε και με την ίδια τη γερμανική εθνική ταυτότητα και την ενοποίηση της Γερμανίας. Η Γαλλία, αν και ακολούθησε με σχετική καθυστέρηση και προτίμησε μάλλον το ράγκμπι ­ σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη ­, ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση της πρώτης διεθνούς ποδοσφαιρικής αρχής, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA) το 1904. Ως την αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το ποδόσφαιρο είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη: ήταν ένα ερασιτεχνικό άθλημα που ελεγχόταν από τις ελίτ της μεσαίας τάξης και παιζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα.


* Εν αρχή ην ο Πειραϊκός Σύνδεσμος


Οι εξελίξεις στην Ελλάδα δεν ήταν πολύ διαφορετικές από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η «ποδοσφαίρισις», όπως μεταφράστηκε αρχικά το αγγλικό football, είναι γνωστή πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Υποθέτουμε πως στις περιοχές που είχαν μεγαλύτερη επαφή με τη Δ. Ευρώπη, και μάλιστα τη Βρετανία, το νέο σπορ θα πρέπει να παίχτηκε νωρίτερα, αλλά περιστασιακά και χωρίς να δοθεί το έναυσμα για μια τακτική ενασχόληση. Το 1895 μεταφράζεται από τα αγγλικά το πρώτο ελληνικό βιβλίο για το ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχουν ακόμη τότε αμιγείς ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, αλλά υπάρχουν ποδοσφαιρικά τμήματα σε «γενικά» αθλητικά και γυμναστικά σωματεία. Σε ό,τι αφορά τα εντός ελληνικού κράτους σωματεία, ο Πειραϊκός Σύνδεσμος θεωρείται ότι ήταν το πρώτο σωματείο που εισήγαγε το ποδόσφαιρο στις δραστηριότητές του αλλά ταυτόχρονα σχεδόν η καινούργια «παιδιά» εισήχθη και στον Πανελλήνιο Γ.Σ. και στον Εθνικό Γ.Σ. Οι ομάδες των δύο τελευταίων συλλόγων, μαζί με εκείνη του Ποδηλατικού Συλλόγου Αθηνών, μετείχαν στην πρώτη επίσημη ποδοσφαιρική συνάντηση που οργάνωσε ο ΣΕΓΑΣ (τότε ακόμη ΣΕΑΓΣ) το 1899.


Το ποδόσφαιρο είχε περιληφθεί στο πρόγραμμα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 αλλά τελικά έγινε μόνο ένας αγώνας επίδειξης. Στη Μεσολυμπιάδα του 1906, που έγινε στην Αθήνα, διεξήχθησαν ποδοσφαιρικοί αγώνες με τη συμμετοχή της Σμυρναϊκής ομάδας (που αποτελούνταν κυρίως από Αγγλους), της Δανικής ομάδας, του «Ομίλου Φιλομούσων» της Θεσσαλονίκης και του Εθνικού Γ.Σ. Αθηνών. Νικήτρια αναδείχθηκε η Δανία, σημαντική ποδοσφαιρική δύναμη εκείνη την εποχή: είχε ποδοσφαιρικούς συλλόγους από το 1876, απέκτησε την πρώτη Ποδοσφαιρική Ενωση (FA) το 1889 και έφθασε στους τελικούς των Ολυμπιακών του 1908 και 1912 όπου ηττήθηκε από τη Μ. Βρετανία.


Ο Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Γουδί», που σχηματίστηκε από αθλητές του Εθνικού το 1906, θεωρείται ο πρώτος αμιγώς ποδοσφαιρικός σύλλογος του ελληνικού κράτους. Κατέκτησε μάλιστα την α’ θέση στους αγώνες κυπέλλου που οργάνωσε η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων ­ μαζί με τον ΣΕΑΓΣ ­ το 1907, νικώντας 21-0 την ομάδα του Πανελληνίου και 9-0 τον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Το 1908 ιδρύθηκε ο Ποδοσφαιρικός Ομιλος Αθηνών που, μέσα από διάφορες διασπάσεις και μετονομασίες, κατέληξε στον Παναθηναϊκό (1922). Σύμφωνα με το καταστατικό του 1910, σκοπός του νέου σωματείου ήταν «να διαδόση και να προαγάγη την παιδιάν της ποδοσφαιρίσεως παρά τω Λαώ».


* Σύλλογοι, μαθητές και φοιτητές


Η δεύτερη δεκαετία του αιώνα είναι καθοριστική για την εδραίωση του καινούργιου σπορ στην Ελλάδα. Νέοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ιδρύονται στην Αθήνα και στον Πειραιά (καθώς και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε μικρότερα επαρχιακά κέντρα), ενώ ήδη το ποδόσφαιρο αποτελεί κεντρική δραστηριότητα πολλών εκτός ελληνικού κράτους συλλόγων, όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων Σμύρνης ή το Πέρα Κλουμπ Κωνσταντινουπόλεως. Το 1920 ιδρύεται η Ενωσις Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών – Πειραιώς, η οποία το 1922 μετονομάζεται σε Ενωσι Ποδοσφαιρικών Σωματείων Ελλάδος. Ως τότε εποπτεύουσα αρχή για το ποδόσφαιρο, όπως και για όλα τα σπορ, ήταν ο ΣΕΑΓΣ αλλά και η ΕΟΑ, στη δικαιοδοσία της οποίας υπαγόταν το Ποδηλατοδρόμιο Ν. Φαλήρου (σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη). Το Ποδηλατοδρόμιο, που είχε κατασκευαστεί για τους Ολυμπιακούς του 1896, αποτελούσε για πολλά χρόνια το μοναδικό γήπεδο ποδοσφαίρου στο ελληνικό κράτος. Εκεί γινόταν η προπόνηση των παικτών, επίσημοι και ανεπίσημοι αγώνες. Εκτός από τους αγώνες μεταξύ ομάδων συλλόγων που οργάνωνε ο ΣΕΑΓΣ, γίνονταν επίσης αγώνες μεταξύ σχολείων και μεταξύ πανεπιστημιακών σχολών. Τα ιδιωτικά σχολεία και η Νομική Σχολή φαίνεται πως είχαν εκείνη την εποχή τις υψηλότερες ποδοσφαιρικές επιδόσεις. Στα χρόνια του πολέμου, τα πληρώματα των αγγλικών πλοίων καλούνταν σε αναμέτρηση με ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες. Διοργανωτές ποδοσφαιρικών αγώνων ήταν επίσης οι πρόσκοποι και η ΧΑΝ.


* Ηθικοί κίνδυνοι εκ της… μπάλας


Η παρουσία θεατών δεν ήταν ακόμη μαζική και ενθουσιώδης. Αυτό δείχνουν τα σχόλια του Τύπου, οι αναμνήσεις παλαιών ποδοσφαιριστών και τα εισιτήρια που πωλούνταν. Ωστόσο, η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου, κυρίως μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, αυξανόταν αλματωδώς. Τόσο που προκαλούσε την ανησυχία εκείνων που υποστήριζαν τον παιδαγωγικό μάλλον παρά τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της σωματικής άσκησης και πίστευαν στην ηθική δύναμη του κλασικού αθλητισμού.


Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πανελλήνιος κατάργησε το ποδοσφαιρικό του τμήμα το 1910 γιατί το ποδόσφαιρο θεωρήθηκε ότι «απομακρύνει τους μαθητάς από των τακτικών γυμναστηρίων προς προφανή ζημίαν της αληθούς γυμναστικής και αυτών τούτων των ατάκτως ανά τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως ποδοσφαιριζόντων νεανιών και παίδων».


Είναι γνωστή η σύνδεση του ποδοσφαίρου με την ηθική διαφθορά των νέων και η καχυποψία με την οποία αντιμετώπισαν το δημοφιλές παιχνίδι οι ιθύνοντες του αθλητισμού ­ και όχι μόνο στην Ελλάδα ­ στις αρχές του 20ού αιώνα.


Οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές εν τούτοις επέβαλαν κατά την επόμενη, τρίτη, δεκαετία του 20ού αιώνα το ποδόσφαιρο ως το δημοφιλέστερο σπορ στην Ελλάδα. Η εισροή των προσφύγων και της δικής τους ποδοσφαιρικής και αθλητικής παράδοσης, η συγχώνευση παλαιών συλλόγων και η δημιουργία νέων (λ.χ. Ολυμπιακός ΣΦΠ, ΑΕΚ), η εμπορευματοποίηση και η μαζικοποίηση των σπορ, η πύκνωση του αθλητικού Τύπου (είτε με τη μορφή του αυτόνομου εντύπου είτε ως μέρους του ημερήσιου Τύπου) είναι κάποιες από τις παραμέτρους που οριοθετούν το πέρασμα από την «προϊστορία» στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.