Αν οι έλληνες διανοούμενοι του 19ου αιώνα είχαν το βλέμμα στραμμένο εις την Εσπερίαν, τούτο δεν συμβαίνει και με τους μυθιστοριογράφους του 21ου. H Εγγύς Ανατολή γίνεται συστηματικά το σκηνικό όπου διαδραματίζονται πλείστα πεζογραφήματα – τόσα ώστε να ομιλούμε για φαινόμενο όψιμης τουρκολαγνείας στην οποία υποκύπτουν συγγραφείς καταξιωμένοι (Γιάννης Ξανθούλης, Πάνος Καρνέζης, Μαρία Σκιαδαρέση), ευπώλητοι (Μάρα Μεϊμαρίδου) και ένα κύμα πρωτοεμφανιζόμενων (Πασχάλης Λαμπαρδής, Θοδωρής Παπαθεοδώρου, Στάσα Μαργαρίτη-Στρούζα). Σε όλους αυτούς – μικρανίψια ενός Βενέζη και μιας Σωτηρίου – έρχεται να προστεθεί ένας ακόμη δημιουργός, από εκείνους που δηλώνουν «δεν είμαι συγγραφέας», σαν να ήταν βλάσφημη η διεκδίκηση της ιδιότητας. Ο Γιάννης Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης, δικηγόρος από τη Μυτιλήνη, χρησιμοποιεί τη Μικρασιατική Καταστροφή ως αφηγηματικό εμπέτασμα στο δεύτερο μυθιστόρημά του Ισμαήλ και Ρόζα. Εχει προηγηθεί H διαπλοκή της εξουσίας (εκδόσεις I. Σιδέρης, 2002).


Κεντρικός ήρωας του Ισμαήλ και Ρόζα είναι ένας αρχιτέκτονας που διατηρεί γραφείο στην Αθήνα και στη Μυτιλήνη, όπου, όπως γράφει, «είχα εγκαταστήσει δυο συνεργάτες». Δεν γράφει «είχαν εγκατασταθεί», προδίδοντας τον μάλλον ηγετικό χαρακτήρα του αφηγητή, ο οποίος εξιστορεί τα συμβάντα σε πρώτο πρόσωπο, σε όλο το βιβλίο πλην της τελευταίας σελίδας, του επιλόγου. Βρισκόμαστε στο 1977 και όλα πάνε καλά στη ζωή του: «H επαγγελματική μου καριέρα πήγαινε θαυμάσια κι έβγαζα καλά χρήματα». Τότε αρχίζει τα ταξίδια του στη Μικρασία, όπου τον οδηγεί το πάθος του συλλέκτη. Το ίδιο πάθος για αντίκες έχει και ο συγγραφέας, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα για το βιβλίο στη διάρκεια μιας διαδρομής με πούλμαν από το Αϊβαλί ως την Πόλη. Τούτη είναι η προδηλέστερη ένδειξη ταύτισης του γράφοντος με τον χαρακτήρα που έπλασε. Τα υπόλοιπα τα υποθέτουμε – όπως η τέχνη της σαγήνης που εκτίθεται σε κάθε νέο γυναικείο πρόσωπο.


Στη διάρκεια μιας επίσκεψης στα τουρκικά παράλια ο ήρωας-αρχιτέκτων αγοράζει ένα παλιό νυφικό, λερωμένο από αίματα. Στο ίδιο ταξίδι, σε μια διαδρομή με πούλμαν γνωρίζει έναν γέροντα που του αφηγείται την ιστορία της ζωής του, στην οποία περιλαμβάνεται και ο ματωμένος γάμος της αδελφής του. Μεταφερόμαστε στο 1922. Σε έκταση 30 σελίδων ειπώνονται όλα, τα προσωπικά και τα ιστορικά δεδομένα, με μια συμπύκνωση που ίσως δικαιολογείται από την τετράωρη διάρκεια της μετακίνησης.


Αργότερα, σε μια βόλτα του ήρωα με τη φίλη του στο Μοναστηράκι θα βρεθεί η φωτογραφία μιας νύφης με το συγκεκριμένο νυφικό. Ως καλός συλλέκτης, ο ήρωας στέλνει το νυφικό για επιδιόρθωση και έτσι αποκαλύπτεται ότι στον ποδόγυρο είναι ραμμένο ένα σημείωμα για την προίκα: μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Αθήνα – όπου θα πήγαινε η νύφη – και ο κωδικός για μια θυρίδα στην Ελβετία. Το μυστήριο αρχίζει: ζει άραγε η δικαιούχος; Ο αρχιτέκτονας αρχίζει τις έρευνες μαζί με τη φίλη του και τον αδελφό της. Οι τρεις τους μοιράζονται το ίδιο γραφείο· ο αδελφός φεύγει νωρίς, ενώ το ζεύγος εργάζεται ως αργά: «Αμα μέναμε μόνοι μας η ώρα περνούσε πιο ευχάριστα. Σαλιαρίζαμε και καμιά φορά τη βρίσκαμε στον καναπέ του χολ. Ηταν τετραθέσιος – στα μέτρα μας».


Ο γέροντας στο πούλμαν


H αναζήτηση της νύφης θα χαλάσει το ειδύλλιο. Οι επίδοξοι ντετέκτιβ ανακαλύπτουν την κυρία Ρόζα – του τίτλου – να ζει στη Νέα Σμύρνη μαζί με την ελκυστική εγγονή της. Οι έρευνες συνεχίζονται και οδηγούν σε μιαν άλλη πιθανή κληρονόμο – εξίσου όμορφη με την εξαδέλφη της. Από την αφήγηση του γέροντα στο πούλμαν ο αρχιτέκτονας γνωρίζει λεπτομέρειες τις οποίες οι απόγονοι αγνοούν. Είναι στο χέρι του να φανεί διακριτικός και το κάνει. Αλλωστε έχει πλήρη συναίσθηση σε κάθε του επιλογή: «Εμπλεκα στα πόδια της από ένα καπρίτσιο, για κάτι που δεν μ’ αφορούσε. Το συλλεκτικό μου πάθος είχε όρια, τα οποία αισθανόμουν ότι υπερβαίνω». Στη μέση του μυθιστορήματος λοιπόν υπάρχουν για τον ήρωα τα εξής δεδομένα: ένα μυστήριο, ένα μυστικό και τρεις γυναίκες – που τις θέλει όλες. «Κάκιζα τον εαυτό μου που δύσκολα έλεγε όχι στις γυναίκες. Επιστράτευσα το αυτονόητο επιχείρημα πως ήταν ενήλικη και όριζε τον εαυτό της, για να κάμψω τις – ελάχιστες είναι αλήθεια – αναστολές μου. Με το που άνοιξα την πόρτα η Μαργαρίτα χίμηξε πάνω μου. Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στο κρεβάτι».


Ο Ισμαήλ του τίτλου εμφανίζεται προς το τέλος του βιβλίου. Είναι ο Τούρκος που χάλασε τον γάμο της Ρόζας: είχε μπει στην εκκλησία και, αφού έσφαξε την οικογένειά της, τη βίασε. Εχει περάσει μισός και πλέον αιώνας από το συμβάν και τίθεται ένα ηθικό ζήτημα: δικαιούται συγχώρησης; ‘H μήπως πρέπει να τιμωρηθεί; Ως νομικός, ο Γιαννέλλης-Θεοδοσιάδης είχε μια πρώτη απάντηση. Ως λογοτέχνης, θα δώσει κάποιαν άλλη. Επιμένει να διαχωρίζει τις ιδιότητές του – δημόσιες και προσωπικές. Ετσι, όταν αναφέρεται στην ελληνοτουρκική φιλία – ή έχθρα -, υποστηρίζει ότι οι λαοί, οι απλοί άνθρωποι, μεταξύ τους είναι αγαπημένοι. Καταλογίζει το «κακό» στους ηγέτες, στους πολιτικούς – ενώ και ο ίδιος πολιτεύεται στον Νομό Λέσβου. Ο αφηγητής πάντως είναι πολύ ανθρώπινος στη στάση του απέναντι στους Τούρκους: κάποια πράγματα τα αποδέχεται, κάποια άλλα τον ενοχλούν. Ετσι στο ίδιο βιβλίο συνυπάρχουν αφορισμοί όπως: «Οι περισσότεροι Τούρκοι είναι ευγενείς κι εξυπηρετικοί» και «Με εκνεύριζε φοβερά η επιμονή του κάθε μαγαζάτορα να σε χώσει υποχρεωτικά μέσα στον χώρο του, να σου δείξει την πραμάτεια του, είτε σ’ αρέσει είτε όχι».


Τα πισωγυρίσματα του χρόνου, τα πολλά πρόσωπα, ο ρυθμός των αποκαλύψεων κάνουν την αφήγηση να ρέει. Με εξαίρεση ίσως κάποιες σελίδες με ιστορικές πληροφορίες που δεν ενσωματώνονται στο κυρίως σώμα του βιβλίου· παρατίθενται αποκομμένες, με εγκυκλοπαιδικό τρόπο – κάτι που ίσως αρέσει σε ένα κοινό που ζητεί να μάθει την Ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον κόπο του συγγραφέα να αναπαραστήσει τη Σμύρνη του ’22, το ερώτημα όμως είναι σε τι εξυπηρετούν οι πληροφορίες όταν αυτές δεν συνδέονται δημιουργικά με τους ήρωες. Στα θετικά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύ ζωντανή γλώσσα, τόσο ζωντανή που σε μερικά σημεία ξενίζει με την προφορικότητά της. Μάλλον δεν είναι πρόσφορη η χρήση εκφράσεων, όπως αυτή «την κάναμε κοτσάνι», που από εναλλακτικές κινδυνεύουν με το πέρας του χρόνου να γίνουν ντεμοντέ. Το Ισμαήλ και Ρόζα παραμένει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα και ταυτόχρονα ανοίγει θέματα προς συζήτηση.