Δουλειά του πρωτοείδαμε στο ΕΜΣΤ, στο πλαίσιο της documenta 14, οπότε ο Στάνλεϊ Γουίτνεϊ έρχεται στην Αθήνα σαν να επιστρέφει σε έναν κήπο: έναν τόπο όπου το χρώμα γίνεται ρυθμός, όπου τα τετράγωνα και οι ζώνες του καμβά ανασαίνουν σαν μουσικές φράσεις. Στην γκαλερί Gagosian στο Κολωνάκι παρουσιάζει την έκθεση με τίτλο «Return to the Garden» καλώντας μας να βιώσουμε το χρώμα ως εμπειρία ελευθερίας και αυτοσχεδιασμού.

Το κάλεσμα της Μεσογείου ήταν ανέκαθεν δυνατό για τον 78χρονο αμερικανό εικαστικό: καθοριστική υπήρξε η πενταετής παραμονή του στη Ρώμη τη δεκαετία του 1990, όπου ήρθε σε επαφή με την αρχιτεκτονική των αρχαίων κτιρίων, τις τοιχογραφίες και τα κεραμικά του Museo Nazionale Etrusco που του «έδειξαν» πώς το χρώμα μπορεί να οργανώσει τον χώρο και να δημιουργήσει ρυθμό. Από εκείνη την εμπειρία γεννήθηκε η ώριμη, πυκνή αφαιρετική γλώσσα του, με τις χαρακτηριστικές ζώνες και σειρές που ακολουθούν μια δική τους μουσική λογική.

Γεννημένος στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας, με σπουδές στο Kansas City Art Institute και στο Yale School of Art, από όπου αποφοίτησε με Master of Fine Arts το 1972, ο Γουίτνεϊ αντιμετώπισε τις προσδοκίες που ήθελαν έναν αφροαμερικανό καλλιτέχνη να ασχολείται αποκλειστικά με θέματα φυλής και ταυτότητας, και επέλεξε να ακολουθήσει τη δική του φωνή. Η χροιά της αναδεικνύεται στην Gagosian μέσα από νέα έργα της ομώνυμης σειράς «Return to the Garden», όπως και παλαιότερα της «Stay Song» (2017), που έδειξε στην Αθήνα, στην documenta 14, ή της «Monk & Munch» (2020), μιας συνεχιζόμενης ελεγείας στον Τελόνιους Μονκ και τον Εντβαρντ Μουνκ, όπως και της «Roma», του καρπού της ιταλικής του εμπειρίας. Μαζί δημιουργούν έναν πολύχρωμο, ζωντανό κήπο όπου το χρώμα κινείται, ανασαίνει και καλεί τον θεατή να μπει στον ρυθμό και την ελευθερία του κόσμου αυτού του εικαστικού.

Πώς εμπλούτισε τη δουλειά σας η εμπειρία της Ρώμης και της Μεσογείου;

«Η ζωή στη Ρώμη μού έδωσε ελευθερία και χώρο, τόσο σε πρακτικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Απομονώθηκα από όσα συνέβαιναν στις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα, επειδή δεν μιλούσα ιταλικά, ήμουν πιο “αόρατος” και μπορούσα να παρατηρώ, να σκέφτομαι και να αναπτύσσω τη δουλειά μου χωρίς παρεμβολές. Εκεί αποφάσισα τι ήθελα από τη ζωγραφική μου: περισσότερο χρώμα, περισσότερο χώρο, λιγότερη έμφαση στο σχέδιο.

Εκείνη την περίοδο ταξιδεύαμε συχνά στη Μεσόγειο, ήρθα και στην Αθήνα και είδα κεραμικά της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου. Με εντυπωσίαζε πάντα η κεραμική, ο τρόπος που τα αντικείμενα στοιβάζονταν, αλλά και ο τρόπος που ήταν ζωγραφισμένα. Από τη δεκαετία του ’90, όταν προσπαθούσα να βρω τη δική μου δομή, να καταλάβω πώς το χρώμα μπορεί να δημιουργεί χώρο, στράφηκα σε αυτή την παράδοση. Στην πραγματικότητα, συνεχίζω αυτόν τον διάλογο μέχρι σήμερα».

Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε αρχικά στη ζωγραφική ως μέσο και γιατί τελικά επιλέξατε την αφαίρεση αντί για την αναπαράσταση;

«Δεν ξεκίνησα ως αφηρημένος ζωγράφος, στην αρχή έκανα πολλά αναπαραστατικά έργα. Ωστόσο, ένιωθα ότι χρειαζόμουν περισσότερη ελευθερία τόσο ως προς το χρώμα όσο και ως προς την εικόνα. Δεν ήμουν ποτέ “αφηγητής” με την παραδοσιακή έννοια. Θα ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να αποφασίσω ποια ιστορία ήθελα να πω. Υπήρχαν τόσες πιθανές αφηγήσεις που τελικά καμία δεν με εξέφραζε πραγματικά. Η αφαίρεση μου επέτρεψε κάτι διαφορετικό: να δημιουργούνται οι ιστορίες μέσα από το χρώμα. Οι θεατές που βλέπουν έναν πίνακα κάνουν τους δικούς τους συνειρμούς. Ετσι οι ιστορίες γεννιούνται μέσα από την εμπειρία του θεατή, χωρίς να τις επιβάλλω εγώ. Μου αρέσει που η σχέση γίνεται προσωπική και μοναδική».

Βλέπετε την αφηρημένη ζωγραφική ως ένα πεδίο που εξακολουθεί να έχει χώρο για εξέλιξη τον 21ο αιώνα; Ποια θεωρείτε ότι είναι η δική σας συμβολή σε αυτή τη συνεχιζόμενη συνομιλία;

«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι εντελώς καινούργιο να ειπωθεί. Οπως σε κάθε τομέα, το σημαντικό είναι πώς αναδομείς ό,τι έχει ήδη ειπωθεί. Οι άνθρωποι δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά σε σχέση με το παρελθόν, υπάρχουν βασικές ανάγκες που παραμένουν σταθερές και μας καθορίζουν. Η πρόθεσή μου είναι να ανταποκριθώ σε αυτές τις ανάγκες.

Τι είναι ουσιαστικά ανθρώπινο; Τι χρειάζεται για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή; Μέσα από τους πίνακές μου προσπαθώ να προσφέρω κάτι που, όταν μπει σε έναν χώρο, να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν πιο βαθιά, να νιώσουν πιο έντονα ή να αποκτήσουν μια πιο ουσιαστική κατανόηση της στιγμής που ζούμε».

Εχετε μιλήσει για το σχέδιο ως ουσιαστικό μέρος της πρακτικής σας. Πώς τροφοδοτεί τη ζωγραφική σας;

«Το σχέδιο είναι θεμελιώδες. Μέσα από αυτό καταλαβαίνεις πού βρίσκονται τα πράγματα στον χώρο, πώς ισορροπούν μεταξύ τους, ποια είναι η σωστή κλίμακα. Είναι σαν άσκηση πειθαρχίας: ακόμα και όταν δεν ζωγραφίζω, σχεδιάζω. Το σχέδιο με κρατάει σε φόρμα όπως η γυμναστική το σώμα.

Παράλληλα είναι και μια συνήθεια από τα παλιά, καθώς από παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να σχεδιάζει τα πάντα γύρω του. Ζωγράφιζα ό,τι έβρισκα μπροστά μου, ακόμα και στους τοίχους του σπιτιού. Για εμένα, κάθε κενός χώρος ήταν μια αφορμή για σχέδιο».

Η τζαζ ανέκαθεν αποτελούσε έναν μυστικό συνομιλητή στη δουλειά σας, όπως εκφράζεται και μέσα από τη σειρά «Monk & Munch» που θα δούμε στην Αθήνα. Πώς ο αυτοσχεδιασμός αυτής της μουσικής συνδέεται με τον τρόπο που προσεγγίζετε το χρώμα στη ζωγραφική σας;

«Είναι ζήτημα ρυθμού και χρώματος, η εύρεση μιας αρμονίας που μοιάζει να εκτείνεται σε έναν άπειρο χρόνο. Η μουσική με συνόδευε πολύ πριν αρχίσω να ζωγραφίζω και έτσι έγινε φυσικό να μεταφερθεί μέσα στον καμβά. Αγαπούσα πολύ τη μουσική του Τελόνιους Μονκ. Προσπαθούσα πάντα να μιμηθώ αυτή την ένταση και να έχω μια ισχυρή φωνή στο έργο μου, όπως εκείνος ή ο Εντβαρντ Μουνκ: όλα όσα ζωγράφιζε – ένα δέντρο, ένα μήλο, ένα πρόσωπο, μία πέτρα – αποκτούσαν ζωή μέσα στον πίνακα.

Ο ρυθμός είναι η γέφυρα: όπως στη μουσική υπάρχει η “κλήση και απόκριση”, έτσι και στη ζωγραφική το ένα χρώμα καλεί το επόμενο. Το πρώτο άγγιγμα του πινέλου γεννά την ανάγκη για το δεύτερο, σαν μια συνομιλία που χτίζεται στιγμή τη στιγμή. Είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια, είναι περισσότερο μια πράξη ελευθερίας, ένας αυτοσχεδιασμός. Χρειάζομαι μια απλή δομή, κάτι σαν αρχιτεκτονικό πλαίσιο, που λειτουργεί ως σκελετός. Μέσα σε αυτό το όριο ανοίγεται η πραγματική ελευθερία: το πεδίο όπου τα χρώματα βρίσκουν τον ρυθμό τους και ο πίνακας αποκτά ζωή».

Με ποιους τρόπους σάς «συνόδευε» η μουσική, εννοείτε ότι παίζατε κι εσείς;

«Οχι, δεν έπαιξα ποτέ. Στην εφηβεία και στα νεανικά μου χρόνια προσπαθούσα να βρίσκομαι ανάμεσα σε μουσικούς. Εκείνοι όμως ζούσαν με διαφορετικό ρυθμό, έπαιζαν όλη τη νύχτα, κι εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο ζωής: πάντα αναζητούσα το κρεβάτι μου.

Παρ’ όλα αυτά, από αυτούς έμαθα κάτι ουσιαστικό: μια αίσθηση πνευματικής ελευθερίας. Οχι απαραίτητα μέσα από τις νότες αλλά από τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν και δημιουργούσαν. Αυτή η ελευθερία έμεινε μαζί μου και βρήκε τον δρόμο της στη ζωγραφική».

Η αναγνώριση της δουλειάς σας ήρθε σχετικά αργά, μετά από δεκαετίες δημιουργίας. Γιατί πιστεύετε ότι πήρε τόσο χρόνο για να αγκαλιάσει ο κόσμος της τέχνης το έργο σας;

«Για πολλούς λόγους. Ισως το να είσαι ένας αφηρημένος αφροαμερικανός ζωγράφος δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελαν ή περίμεναν οι άλλοι – οι θεσμοί και οι γκαλερί – από εμένα. Επρεπε να αποφασίσω ότι θα επιμείνω να δημιουργώ αυτό που θέλω ανεξαρτήτως επιτυχίας ή αποδοχής. Πιστεύω ότι αν είσαι ένας δυνατός, ανεξάρτητος ζωγράφος, μπορείς να καθορίζεις τη δική σου πορεία.

Και, φυσικά, οι εποχές αλλάζουν. Κάποιες στιγμές όλα βρίσκουν το σωστό πλαίσιο για να έρθουν στο προσκήνιο – όπως, για παράδειγμα, με μια πόλη όπως η Αθήνα, για την οποία τώρα όλοι μιλούν. Κάποια πράγματα απλώς συμβαίνουν την κατάλληλη στιγμή. Για εμένα, το σημαντικό ήταν ότι δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω. Τώρα τα πράγματα απλώς συμβαίνουν, και αυτό είναι υπέροχο».

Δεν σας αποθάρρυνε η έλλειψη αναγνωρισιμότητας του έργου σας;

«Με έναν τρόπο με ωφέλησε. Στην αρχή, βέβαια, όταν δεν αναγνωριζόταν το έργο μου, δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής. Ομως στην πορεία κατάλαβα κάτι σημαντικό, το οποίο περιέγραφα πρόσφατα σε έναν νεαρό ζωγράφο που δεν έχει γνωρίσει την επιτυχία. Του έλεγα λοιπόν ότι αυτή είναι η καλύτερη περίοδος και ας μην το συνειδητοποιείς όσο τη διανύεις. Διότι κανείς δεν σε ενοχλεί, μπορείς απλώς να ζωγραφίζεις και να εξελίσσεσαι.

Οταν γίνεσαι δημοφιλής, οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν πολλά και οι απαιτήσεις πολλαπλασιάζονται. Οταν είσαι νέος και ζωγραφίζεις, έχεις πολύ χρόνο να ονειρεύεσαι, να πειραματίζεσαι, ζεις μέσα στον “χρόνο των ονείρων”. Μπορεί να είναι δύσκολο από οικονομική ή κοινωνική άποψη, αλλά πλέον όταν κοιτάζω πίσω βλέπω ότι εκείνη η περίοδος ήταν υπέροχη. Είχα απεριόριστη ελευθερία στο εργαστήριό μου. Τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά τώρα το εκτιμώ βαθιά».

Υπήρχαν όμως συγκεκριμένες προσδοκίες από το κατεστημένο της τέχνης; Οτι επειδή είστε Αφροαμερικανός, θα έπρεπε να δημιουργείτε τέχνη που είναι εμφανώς πολιτική;

«Οι άνθρωποι έχουν ιδέες και απόψεις σχετικά με τη φυλή, το φύλο ή το ποιος είσαι, για το τι πρέπει να κάνεις, πώς πρέπει να φαίνεσαι, τι έργα να δημιουργείς. Κάποιοι τα καταφέρνουν καλά μέσα σε αυτά τα κουτάκια. Εγώ απλώς ήθελα να είμαι ένας ανεξάρτητος δημιουργός με τη δική μου φωνή.

Δούλεψα σκληρά διαβάζοντας, μελετώντας την Ιστορία της Τέχνης, παρατηρώντας την ώστε να αποκτήσω ένα σταθερό υπόβαθρο που δύσκολα θα μπορούσε να μετακινηθεί ή να περιοριστεί. Η λογοτεχνία με βοήθησε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, με ενέπνευσαν ποιητές όπως ο Τζον Ασμπερι και ο Λάνγκστον Χιουζ, τα βιβλία του Τζέιμς Μπόλντουιν αλλά και η βελούδινη φωνή της Μπίλι Χόλιντεϊ – μεγάλοι/ες δημιουργοί με δυνατή, καθαρή φωνή. Είχαν τεράστια επίδραση στη ζωή μου γιατί ρίσκαραν πολλά για να πουν αυτό που ήθελαν. Αυτό με ενέπνευσε: αν μπορούν εκείνοι να κάνουν κάτι τόσο ισχυρό, τότε μπορώ κι εγώ.

Τώρα, όσον αφορά το πόσο “πολιτικό” είναι το έργο μου, θα σας πω ότι εγώ το βλέπω ως τέτοιο. Είναι πολιτικό γιατί συνδέεται και καθορίζεται από το ποιος το δημιουργεί και γιατί το δημιουργεί. Εχω συνδεθεί στο παρελθόν με τον Ντέιβιντ Χάμονς, του οποίου το έργο ήταν σαφώς πιο πολιτικό. Του φαινόταν πολύ ενδιαφέρον αυτό που έκανα, γιατί οι πολιτικές μας πεποιθήσεις είχαν μεν κοινά σημεία, όμως ο τρόπος που τις εξέφραζα ήταν διαφορετικός. Το έργο μου θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Απλώς προσπαθεί να ανοίξει τη συζήτηση και να προκαλέσει σκέψεις».

Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε την ταυτότητά σας σε σχέση με το έργο σας;

«Είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Μου αρέσει που οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να χειριστούν την έννοια της ταυτότητας στο έργο μου. Θυμάμαι την περίπτωση ενός αφροαμερικανού συλλέκτη που συλλέγει αποκλειστικά αφροαμερικανική τέχνη. Μιλούσε στη γυναίκα μου και της έλεγε ότι του αρέσει πολύ η δουλειά μου, αλλά εκείνος αγοράζει μόνο αφροαμερικανική τέχνη. Και η γυναίκα μου του απάντησε: “Κοιτάξτε τον καλλιτέχνη, είναι δίπλα σας”. Εκείνος δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Οι άνθρωποι έχουν προσδοκίες για το ποιος είσαι ή τι πρέπει να είσαι. Είναι σαν να υπάρχει συνεχής πίεση γύρω από τη φυλή, το φύλο ή άλλες ταυτότητες. Μου αρέσει να ανοίγω αυτή την πόρτα, να θέτω το ερώτημα και να δείχνω ότι μπορείς να είσαι ό,τι θέλεις. Το έργο μου αφορά την πλήρη ελευθερία. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι επιθυμούν βαθιά να έχουν αυτή την ελευθερία και αυτό είναι κάτι που θέλω να ενισχύσω μέσα από τη ζωγραφική μου».

Κοιτώντας τον σημερινό κόσμο, νιώθετε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα ή χειρότερα σε σχέση με το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1960 και του 1970, όταν εξελισσόταν η δουλειά σας;

«Νομίζω ότι είναι κάπως χειρότερα. Στα χρόνια του ’60 τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά είχαν τοπική εμβέλεια! Στην Αμερική επικεντρωνόμασταν, για παράδειγμα, στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σήμερα τα ζητήματα είναι παγκόσμια και επηρεάζουν όλους, γιατί ο κόσμος έχει γίνει μικρότερος και η επικοινωνία απίστευτα γρήγορη. Ομως, αυτή η υπερπληροφόρηση δημιουργεί προβλήματα: δεν υπάρχει μία αλήθεια, αλλά πολλές, και η επεξεργασία τους είναι δύσκολη. Οι άνθρωποι που δεν είναι καλά μορφωμένοι γίνονται πιο ευάλωτοι στην παραπληροφόρηση. Οι ιδέες για την ελευθερία, τους νόμους και την κοινωνία διαφέρουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Παλαιότερα υπήρχε περισσότερο συλλογικό πνεύμα: όλοι πήγαιναν σινεμά και παρακολουθούσαν τις ίδιες ταινίες, γελούσαν ή συγκινούνταν μαζί. Σήμερα, οι περισσότεροι βλέπουν Netflix ή χρησιμοποιούν τα κινητά τους ατομικά, και αυτό διευκολύνει τη χειραγώγηση. Από την άλλη, σε μέρη όπως η Αθήνα, βλέπω ότι υπάρχει ακόμα η συνύπαρξη, οι άνθρωποι βγαίνουν έξω, τρώνε μαζί, κοινωνικοποιούνται. Αυτή η αίσθηση κοινότητας παραμένει πολύ σημαντική. Νομίζω ότι το μεγάλο ζήτημα σήμερα είναι να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και στην έννοια της συνύπαρξης».

ΙΝFO

«Return to the Garden»:

Gagosian Athens

(Αναπήρων Πολέµου 22, Κολωνάκι), έως τις 17 Ιανουαρίου 2026.