Οσοι κινηματογραφόφιλοι πιθανότατα αναρωτιούνται «μα πού χάθηκε ο Κλάιβ Οουεν;», η απάντηση είναι ότι δεν χάθηκε· απλώς έχει προφανώς κάνει μια μικρή ανάπαυλα από το σινεμά, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην τηλεόραση (όπως πολλοί ηθοποιοί στους καιρούς μας). Με τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Guida romantica a posti perduti» (2020) της Τζόρτζια Φαρίνα (που δεν παίχτηκε ποτέ στην Ελλάδα), όλες οι υπόλοιπες δουλειές του Οουεν τα δύο τελευταία χρόνια είναι σειρές. «American Crime Story: William Jefferson Clinton» το 2021, «Retreat» εφέτος και «Monsieur Spade», επίσης για εφέτος ή του χρόνου, καθώς η διαδικασία γυρισμάτων της δεν έχει ολοκληρωθεί. Είναι βέβαιο ότι αυτή την τελευταία πολλοί θα την περιμένουν με αγωνία, καθώς από μόνο του το θέμα της δείχνει εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Οουεν εδώ υποδύεται μια θρυλική μορφή της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ, «γιο» του Ντάσιελ Χάμετ και ήρωα σπουδαίων μυθιστορημάτων του είδους, με εμβληματικότερο το «Γεράκι της Μάλτας» που το 1941 έγινε ταινία από τον Τζον Χιούστον, όπου ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έπλασε μια πασίγνωστη κινηματογραφική φιγούρα του ήρωα.

Από τον Τσάντλερ στον Χάμετ

Μόνο που τώρα, στη σειρά όπου ο Κλάιβ Οουεν τον υποδύεται, ο Σπέιντ έχει πια μεγαλώσει, ας πούμε συνταξιοδοτηθεί, και περνά τις μέρες του στην ηλιόλουστη Γαλλική Ριβιέρα (εξ ου και η λέξη «monsieur»στον τίτλο). Αλλά το έγκλημα προφανώς τον ακολουθεί, οπότε… η συνέχεια στη μικρή οθόνη.

Κρίνοντας από κάποια πράγματα που ο ίδιος ο Κλάιβ Οουεν είχε μοιραστεί σε μια συνέντευξή του στο Φεστιβάλ των Καννών το 2005 με αφορμή την ταινία «Αμαρτωλή πόλη» (Sin City) των Φρανκ Μίλερ και Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, μπορεί κανείς με ασφάλεια να υποθέσει ότι θα πρέπει να καταευχαριστιέται τον ρόλο του Σαμ Σπέιντ. Ο Οουεν είχε δηλώσει φανατικός των νουάρ μυθιστορημάτων και κυρίως αυτών του Ρέιμοντ Τσάντλερ («Ο μεγάλος αποχαιρετισμός», «Ο μεγάλος ύπνος»), παραδεχόμενος μάλιστα ότι η φαντασία του βοηθήθηκε αρκετά από την ατμόσφαιρά τους (και ιδιαίτερα από τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, το «παιδί» του Τσάντλερ) για τη δουλειά του στην «Αμαρτωλή πόλη». Ολη η ταινία βεβαίως μοιάζει με ένα υπέροχο, πραγματικά εμπνευσμένο homage στο νουάρ. «Οπως ο Μάρλοου, έτσι και ο Ντουάιτ (σ.σ. ο ήρωας που υποδύεται στην «Αμαρτωλή πόλη») έχει αυτό το κουρασμένο αλλά πεισματάρικο στυλ του ανθρώπου ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει το σωστό» είχε πει χαρακτηριστικά ο Οουεν. «Οταν το ανέφερα στον Φρανκ Μίλερ, ενθουσιάστηκε με τον παραλληλισμό και μου επέτρεψε να τον δουλέψω περισσότερο». Ο νοών νοείτω λοιπόν για το τι μπορεί να κάνει στο «Monsieur Spade», όπου έχει να διαχειριστεί έναν τόσο δημοφιλή ήρωα.

Εξάλλου, ένα άλλο νουάρ ήταν η ουσιαστική αφετηρία του Κλάιβ Οουεν στον χώρο του κινηματογράφου και ο ίδιος το έχει παραδεχτεί ουκ ολίγες φορές. Ο «Κρουπιέρης» (1998) του Μάικ Χότζες είναι η ταινία που τον έβαλε στον διεθνή χάρτη, τον καθιέρωσε. Το ταλέντο του είχε ήδη φανεί στην κινηματογραφική εκδοχή του θρυλικού θεατρικού «Bent» (1997), αλλά ο «Κρουπιέρης», ένα σύγχρονο νουάρ τοποθετημένο στον απατηλό κόσμο των καζίνων και των τυχερών παιχνιδιών με τον ίδιο στον ρόλο του τίτλου, ήταν «το σημείο από όπου όλα ξεκίνησαν» όπως είχε πει στην ίδια συνέντευξη. «Ο «Κρουπιέρης» με σύστησε στο κοινό και στην αγορά της Αμερικής γιατί είχα ήδη δουλέψει σε πολλές ταινίες οι οποίες όμως ήταν άγνωστες. Αυτό το φιλμ άλλαξε τη ζωή μου». Ο Οουεν έχει επίσης δηλώσει ότι οι διαφημίσεις γερμανικής μάρκας αυτοκινήτου, που επίσης τον βοήθησαν στην ανάπτυξη της καριέρας του, έγιναν πραγματικότητα χάρη στον «Kρουπιέρη». Η συνεργασία του με τον Χότζες συνεχίστηκε σε μια ακόμη καλύτερη ταινία, επίσης νουάρ, το «Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω» (2003).

Κυνηγώντας το Οσκαρ… και τον 007

Αν κάτι πραγματικά εκτιμάς στον Κλάιβ Οουεν είναι ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ταινίες όπου εμφανίζεται ανήκουν στην κατηγορία εκείνων στις οποίες ο ηθοποιός έχει περισσότερο οργανική σχέση μαζί τους· το έμψυχο υλικό έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι τα οπτικοακουστικά εφέ. Πρόκειται για πιο κλασικές, με άλλα λόγια ταινίες όπως το «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ» (2001) του Ρόμπερτ Ολτμαν, όπου το ταξικό μελόδραμα συνδυάζεται με το μυστήριο της Αγκαθα Κρίστι και ο Οουεν υποδύεται έναν μπάτλερ, ή το «Εξ επαφής» (2004) του Μάικ Νίκολς (από το θεατρικό έργο του Βρετανού Πάτρικ Μάρμπερ), μια διεισδυτική ματιά στην πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων – η ταινία τον οδήγησε για μία και μοναδική μέχρι σήμερα φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (Β’ ρόλου). Νιώθει επίσης περήφανος που ήταν ο πρωταγωνιστής του αριστουργήματος του Αλφόνσο Κουαρόν «Τα παιδιά των ανθρώπων» (2006), ενώ ακόμα και η πιο «χολιγουντιανή» ίσως ταινία του ως τώρα, ο «Βασιλιάς Αρθούρος» (2004) του Αντουάν Φουκουά, είναι ένα φιλμ με σάρκα και οστά. Μάλιστα, το όνομά του είχε ακουστεί έντονα κάποια στιγμή για τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ, αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε. Ο ίδιος αφήνει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από το ζήτημα. Για την ακρίβεια, έχει δηλώσει το εξής για τον Τζέιμς Μποντ: «Είναι εύκολο να συνεχίσεις να λες «όχι» σε έναν ρόλο που δεν σου προσφέρουν. Αν όντως μου τον είχαν προσφέρει; Δεν γνωρίζω. Είναι πιθανό να έλεγα «ναι». Είναι δυνατόν. Αλλά ποτέ δεν ρώτησαν, οπότε δεν θα μάθουμε ποτέ πραγματικά».

Γεννημένος στο Κόβεντρι, στα Γουέστ Μίντλαντς της Αγγλίας, ο Οουεν στις 3 Οκτωβρίου έκλεισε τα 58. Εχει άλλα τέσσερα αδέλφια (είναι ο τέταρτος στη σειρά) και είδε τον πατέρα του να εγκαταλείπει την οικογένεια όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών. Μεγάλωσε με τη μητέρα και τον πατριό του και όπως τόσοι άλλοι έτσι και αυτός από πολύ μικρός γοητεύτηκε από τον κόσμο του θεάματος. Εντάχθηκε στο νεανικό θέατρο στα 13 του και υποδύθηκε τον ρόλο του Αρτφουλ Νότζερ σε μια παραγωγή του «Oliver!» που βασίστηκε στον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς. Ωστόσο, η υποκριτική δεν υπήρξε πρώτη του επιλογή ως επάγγελμα. Ευτυχώς άλλαξε γνώμη. Αποφοίτησε από τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης το 1987 και έγινε μέλος της Young Vic Theatre Company, όπου βελτίωσε την τέχνη του, ενώ εμφανίστηκε σε πολλές σαιξπηρικές παραγωγές.

Φανατικός της ομάδας ποδοσφαίρου Λίβερπουλ, αιώνιος θαυμαστής του Ντέιβιντ Μπάουι και καλός οικογενειάρχης (είναι παντρεμένος από το 1995 με τη Σάρα Τζέιν Φέντον και έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά), ο Κλάιβ Οουεν παίρνει αρκετά σοβαρά τη δουλειά του και πιστεύει ότι «το πιο σέξι σημείο του σώματος είναι τα μάτια. Ακούγεται γλυκερό, αλλά αυτό πιστεύω. Τα μάτια είναι που μας συνδέουν ως ανθρώπινα όντα».