«Αν έπρεπε να συντάξω το βιογραφικό μου, θα έγραφα ότι η ζωή μου ξεκίνησε στην Κρήτη, όπου γεννήθηκα, και καταλήγει σήμερα στα παιδιά μου. Κάπου εν τω μέσω, ναι, εμπεριέχει και μια καταξίωση στη δουλειά» θυμάμαι την Εύα Νάθενα να μου λέει σε μια αποστροφή του λόγου της το 2020. Οταν τη συναντώ σήμερα, πέντε χρόνια μετά, παραμένει συνεπής στις ίδιες σκέψεις, όχι από δήθεν σεμνότητα, αλλά έχοντας καταλήξει σε αυτή τη θεώρηση ζωής έπειτα από αναμετρήσεις με τον εαυτό της.

Καταξιωμένη σκηνογράφος στο θέατρο και στον κινηματογράφο, γνωστή για την ενδελεχή μελέτη με ό,τι καταπιάνεται, σαν έτοιμη από καιρό, παρέδωσε το 2023 με τη «Φόνισσα» την πρώτη της σκηνοθεσία, δημιουργώντας μια ταινία arthouse πάνω στο αριστούργημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, καταφέρνοντας κάτι σχεδόν αδύνατο: να αγγίξει παράλληλα το ευρύ κοινό και να διεισδύσει στο συλλογικό φαντασιακό. Ισως γιατί η Νάθενα κατάφερε με τον φακό της να οπτικοποιήσει μια βαθιά μνήμη αλλά και μια χαίνουσα πληγή που ακόμη δεν έχει επουλωθεί, με επίκεντρο την πατριαρχία.

Πέρα από την επιτυχία και τα βραβεία, όμως, η ίδια βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα το περασμένο καλοκαίρι μετά τις παλινωδίες σχετικά με την επιλογή της ταινίας που θα εκπροσωπούσε την Ελλάδα στα Οσκαρ. Σχεδόν οκτώ μήνες μετά, η ίδια μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για όλους και για όλα και ατενίζει την επόμενη μεγάλη της πρόκληση, μία ταινία για τον Μίκη Θεοδωράκη.

Κυρία Νάθενα, η επιτυχία της «Φόνισσας» ήταν σαρωτική. Διάβαζα ότι ο Ρόμπερτ Εγκερς τη συμπεριέλαβε στις καλύτερες ταινίες που είδε το 2024. Αλήθεια, συνεχίζετε να ισχυρίζεστε ότι είστε «απλά μία εικαστικός που έκανε μια ταινία»;

«Ηταν αναμφισβήτητα μία στιγμή που κράτησα να θυμάμαι για τη “Φόνισσα”, όταν διάβασα τη γνώμη αυτού του σπουδαίου σκηνοθέτη ότι “η ταινία είναι άψογα σκηνοθετημένη και δεν είχε την τύχη που της άξιζε…!”.

Ωστόσο, μοιάζει να έρχεται από ένα αίσθημα δικαίου – από μέρους μου – να μη με θεωρώ σκηνοθέτρια, σεβόμενη τους ανθρώπους που σπούδασαν και ασκήθηκαν στη σκηνοθεσία χρόνια. Από την άλλη, βέβαια, ίσως μοιάζει και ένα πείσμα, να επιμένω σε αυτή τη θέση, τόσο, που δεν ακούγεται τελικά ειλικρινές. Είναι όμως! Πιστέψτε με. Δεν νιώθω σκηνοθέτις. Αισθάνομαι όπως όταν έκοβα το τσιγάρο: με ρωτούσαν αν όντως το κάνω – εγώ, η λάτρις του τσιγάρου – και απαντούσα “Οχι. Απλώς δοκιμάζω”. Μου πήρε τελικά καιρό να το πω, αλλά κυρίως να σιγουρευτώ πως έκοψα το κάπνισμα».

Πρόσφατα ανακοινώθηκε από την Tanweer ότι αναλαμβάνετε τη σκηνοθεσία μιας ταινίας με θέμα τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Σε ποιο στάδιο βρίσκεστε;

«Το θέμα της ανακοίνωσης είχε να κάνει κυρίως με τη λήξη μιας παραφιλολογίας που δημιουργήθηκε σχετικά με το ποιος έχει τα δικαιώματα για μια ταινία για τον Μίκη. Υπάρχει μια γερμανική εταιρεία όπου ο ίδιος ο συνθέτης είχε αναθέσει τα δικαιώματα της ζωής και της δουλειάς του και η οποία λάμβανε πλέον τόσο πολλά αιτήματα ώστε έπρεπε να δηλώσει ότι τα δικαιώματα είναι δοσμένα προ πολλού.

Ηταν σωστό, λοιπόν, να κάνει αυτή τη δήλωση η ελληνική εταιρεία που κατόρθωσε να τα πάρει, δηλαδή η Τanweer, και όχι η γερμανική εξ ονόματός της. Αυτό και έπραξε η Tanweer, και αν με ρωτάτε, ήταν νωρίς για να ειπωθεί, μια και θέλουμε τουλάχιστον δύο χρόνια για να πάμε σε γυρίσματα. Αλλά σας είπα· έπρεπε να τελειώσει αυτή η ασάφεια. Νωρίς επίσης είναι να ειπωθεί οτιδήποτε άλλο για αυτή την ταινία, πέραν του ότι έχουμε σκύψει ευλαβικά πάνω στο εγχείρημα και δουλεύουμε. Χρειάζεται χρόνος!».

Ο Μίκης έφυγε από τη ζωή πριν από τέσσερα χρόνια. Μήπως είναι λίγο νωρίς, με την έννοια ότι δεν υπάρχει η ασφαλής χρονική απόσταση, για να δούμε τη ζωή του στη μεγάλη οθόνη;

«Ξέρετε, εγώ δεν αγαπώ τις βιογραφίες. Δεν τις πιστεύω – και μιλώ για τις ταινίες κυρίως. Ως αναγνώστης, τις αποδέχομαι και με συναρπάζουν, όταν μπαίνω σε ένα καλογραμμένο βιβλίο. Μεγαλώνοντας δε, με γοητεύουν αφάνταστα οι βίοι αγίων. Ομως για τις ταινίες που αναλαμβάνουν τέτοια εγχειρήματα, έχω συγκεκριμένη άποψη. Η ιδέα στην οποία βασίζεται η προσέγγισή μας δεν ενέχει αυτόν τον κίνδυνο που περιγράφετε. Πιστεύω στην τέχνη που εμπεριέχει το “τώρα” της εποχής της. Είναι βαθιά χρήσιμο να το κάνει αυτό».

Δεν φοβάστε, όμως, ότι θα κατηγορηθείτε πως προσπαθείτε να ανεβείτε στο άρμα της μόδας που ξεκίνησε με τις βιογραφικές ταινίες τα τελευταία χρόνια;

«Οχι, δεν φοβάμαι. Και ούτε και ο παραγωγός μου, Διονύσης Σαμιώτης, από όσο γνωρίζω. Ξέρω ότι στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται περί αυτού. Επίσης, η ταινία αυτή σχεδιάστηκε και προσπάθησε να γίνει πριν από 14 χρόνια – με τον Μίκη ακόμη εν ζωή. Διάφοροι λόγοι δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της ιδέας εκείνης. Τώρα, κάνουμε επανεκκίνηση. Και όλα – και κυρίως το σενάριο, που γράφεται εκ νέου – είναι διαφορετικά».

Επιστρέφω στη «Φόνισσα». Ποιες στιγμές κρατάτε από αυτό το μεγάλο ταξίδι της ταινίας;

«Η στιγμή που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στη Σανγκάη, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ της Ασίας, ανάμεσα σε σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Φελίπε Γκαλβέζ, ήταν αναμφισβήτητα σημαντική. Εκεί στάθηκα με το βραβείο ανά χείρας και μπόρεσα να πω ότι από τα 200 εκατομμύρια γυναίκες που “λείπουν” από τον παγκόσμιο πληθυσμιακό χάρτη λόγω φυλοκτονίας, τα 40 εκατομμύρια προέρχονται από τη χώρα τους, την Κίνα, εξαιτίας αυτού του νόμου για τη μονοτεκνική οικογένεια, ο οποίος τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σφράγισε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα.

Για μια στιγμή ένιωσα την αίθουσα να παγώνει, τον χρόνο να διαστέλλεται και μετά το κοινό να χειροκροτεί – όμως και σήμερα ακόμη αναρωτιέμαι πώς το τόλμησα. Στιγμές που κρατώ, επίσης, είναι όλες οι επισκέψεις που πραγματοποίησα σε σχολεία της χώρας και που ευτύχησα να είναι πολλές! Κρατώ και ένα σχόλιο της δημοσιογράφου Πόλυς Λυκούργου, που έγραψε “λες κι έπρεπε να πέσουν οι τίτλοι αυτής της ταινίας για να αρχίσει ο διάλογος” – να αρχίσουμε να μιλάμε για αυτά που μαστίζουν δεκαετίες ολόκληρες τη ζωή μας με την πατριαρχία».

Ωστόσο το περασμένο καλοκαίρι βρεθήκατε, άθελά σας, στη δίνη του κυκλώνα. Ολα ξεκίνησαν με την απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού να αντικαταστήσει τα μέλη της επιτροπής που θα επέλεγαν την ταινία η οποία θα εκπροσωπούσε την Ελλάδα στα Οσκαρ με νέα, ζήτημα που προέκυψε σύμφωνα με το υπουργείο από τη λανθασμένη απόφαση μιας υπαλλήλου να ενημερώσει η ίδια τα μέλη της επιτροπής, δίχως πρώτα να εξασφαλίσει την υπουργική υπογραφή. Για αυτούς τους χειρισμούς υπήρξε έντονη αντίδραση από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ η «Φόνισσα» ήταν τελικά η μόνη ταινία που παρέμεινε στη διαδικασία, καθώς οι παραγωγοί όλων των υπόλοιπων ταινιών τις απέσυραν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Σκεφτήκατε και εσείς να αποσύρετε την ταινία σας; Σημειώνεται, βέβαια, ότι είναι μια απόφαση που βαρύνει πρωτίστως τον παραγωγό και όχι τον σκηνοθέτη.

«Φυσικά και το σκέφτηκα – το είπα κιόλας δημόσια. Θέλει κότσια να μην πας με το σύνολο και να αναμετρηθείς με “τα τείχη ανεπαισθήτως”. Τώρα, έχω να πω πως ο παραγωγός μου δεν θέλησε να αποσυρθεί η ταινία… ευτυχώς! Και ας αναρωτήθηκε δημόσια μια δημοσιογράφος, εκθέτοντάς με, “γιατί δεν μπορούσα να τον πείσω…!”. Τα όσα διαδραματίστηκαν μέσα σε αυτή την περίοδο με οδήγησαν στο συμπέρασμα πως εκείνος είχε δίκιο και δικαίως πρυτάνευσε η γνώμη του.

Ξέρετε, η ταινία αυτή δεν χρηματοδοτήθηκε από την ΕΡΤ και δεν είχε από την αρχή την έγκριση του Κέντρου Κινηματογράφου. Φτιάχτηκε με ιδιωτικά χρήματα του ανθρώπου που διευθύνει την εταιρεία Τanweer, του Τζόζεφ Σαμάν, και σε εκείνον είχαμε να δώσουμε λόγο, μόνο. Εκτός του ότι δεν ρωτήθηκα, δεν θα μπορούσα κιόλας και να ανακόψω την πορεία μιας ταινίας, αποσύροντάς τη. Δεν θα μπορούσα να είμαι επαναστάτις με τα χρήματα άλλων. Το βρίσκω ανήθικο».

Δεχθήκατε επιθέσεις εξαιτίας αυτής της ιστορίας. Νιώθετε πικρία σήμερα;

«Κοιτάξτε, πέρασα δύσκολα – δεν το αρνούμαι. Ο κινηματογράφος για εμένα ήταν πάθος και όταν σχετίστηκα στη ζωή με τον Κώστα Λαμπρόπουλο τον έκοψα μαχαίρι, από περηφάνια και εγωισμό, ώστε να μην πει κανείς ότι κάνει διάκριση μαζί μου (σ.σ.: παντρεύτηκε τον γνωστό κινηματογραφικό παραγωγό το 2011). Επέστρεψα στο “σπίτι” μου, στο θέατρο, και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – στην κυριολεξία τρεις τζούρες μέσα σε 15 χρόνια – απείχα.

Δούλευα τη “Φόνισσα”, σαν το κρυφό σχολειό, λύνοντας τελικά τους δικούς μου διαγενεακούς κόμπους. Ηταν τόσο θαυμαστές οι συγκυρίες που με έβαλαν στο τιμόνι αυτού του εγχειρήματος και ήταν τόσο συναρπαστικό το ταξίδι το δημιουργικό, που δεν χωράει καμία πίκρα στον απολογισμό. Θα ήμουν αγνώμων. Επιλέγω να είμαι ευγνώμων και έχω παρκάρει την πίκρα μακριά. Δεν καταδέχθηκα, άλλωστε, ποτέ να είμαι με τους αδικημένους και τους κατατρεγμένους. Προχωρώ!».

Μετά από αυτή την ιστορία αποφασίσατε να παραιτηθείτε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ΕΑΚ). Γιατί;

«Δεν μου ήταν εύκολο, ξέρετε. Είμαι από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΑΚ. Εξήγησα τους λόγους γραπτώς σε μια επιστολή που μου πήρε μέρες να συντάξω, η οποία ζητούσα να κοινοποιηθεί, ως είθισται, στα μέλη της Ακαδημίας. Το αρνήθηκαν. Ο κινηματογραφικός κριτικός Γιάννης Ζουμπουλάκης εξήγησε λεπτομερώς, κάνοντας ένα ρεπορταζιακό άρθρο, τους λόγους, και δεν θα ήθελα να επαναλάβω αυτά που πολύ σωστά έγραψε, αλλά αν πρέπει να πω κάτι για να απαντήσω, θα πω την τελευταία φράση αυτής της επιστολής: “Διαχωρίζω τη θέση μου από την αρνητική δημοσιότητα που πήραν όλα τα παραπάνω και που μόνο έβλαψαν το ελληνικό σινεμά. Και έως ότου τουλάχιστον να διακρίνω ότι ένα επόμενο προεδρείο θα με εκπροσωπεί και θα με σέβεται, όπως εγώ η ίδια έχω τιμήσει και σεβαστεί τον θεσμό και τα μέλη της Ακαδημίας, την ευρύτερη κινηματογραφική κοινότητα στην οποία ανήκω, προτιμώ να παραμείνω εκτός”».

Σας πάω στην αρχή. Οσοι σάς γνωρίζουν από τα χρόνια της Καλών Τεχνών λένε ότι θα γινόσασταν μια σημαντική ζωγράφος. Τι σας οδήγησε τελικά στον χώρο της σκηνογραφίας και της ενδυματολογίας;

«Εγώ δεν τη διέκρινα αυτή τη μετάβαση. Πάντα αισθάνομαι ζωγράφος. Ετσι πρωτοδιάβασα τον κόσμο και εκεί είμαι ακόμη. Και σαν σκηνογράφος και σαν ενδυματολόγος, ως ζωγράφος λειτουργώ».

Τι σας έκανε τελικά να στρέψετε την πορεία σας στον κινηματογραφικό φακό;

«Μαθήτρια στη σχολή ακόμη, δούλεψα σε δύο ταινίες μικρού μήκους. Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά το σινεμά. Στη συνέχεια δούλεψα 10 χρόνια στο θέατρο, με πλήρη αφοσίωση. Μαθητεία μεγάλη. Μετά ήρθε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη και οι “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη. Δούλεψα για πέντε χρόνια αποκλειστικά στο σινεμά, ώσπου συνδέθηκα με τον άντρα μου και τη συνέχεια την ανέφερα παραπάνω. Στη ζωή μου κατόρθωσα μια περιουσία εμπειριών από το θέατρο, όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρώτη φορά που έβαλα το μάτι στο viseur! Μαγεία. Ηταν σαν αναπόφευκτο να ξαναγυρίσω εκεί».

Ποιους θεωρείτε τους μεγάλους δασκάλους σας;

«Ο δάσκαλος του δασκάλου μου ήταν ο Τσαρούχης. Μιλώ για τον Διονύση Φωτόπουλο. Είχα όμως και άλλους σπουδαίους δασκάλους. Τον Χρόνη Μπότσογλου, τον Γιώργο Ζιάκα. Και άλλους, επίσης, που δεν γνώρισα ποτέ από κοντά, και που καθόρισαν όμως τη σκέψη μου, σε τέχνη και ζωή. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Χάνεκε, ο Χαλεπάς, ο Παπαδιαμάντης – που ενσωμάτωσε όλον τον Ομηρο. Οι αρχαίοι τραγικοί και δραματικοί, ακολούθως οι Σαίξπηρ και Μάρλοου και οι μεταγενέστεροι Γκαίτε και Μπέκετ, επαληθεύοντας τον συλλογισμό μου που λέει ότι υπάρχει ο Αμλετ επειδή υπήρξε ο Ορέστης».

Στις συνεντεύξεις σας όντως μνημονεύετε πάντα τον Διονύση Φωτόπουλο. Πώς ξεκίνησε η γνωριμία σας μαζί του;

«Ημουν στη σχολή ακόμη. Εψαχνε βοηθό. Ξεκινήσαμε με τις μακέτες για την ταινία “Ακροπόλ” του Παντελή Βούλγαρη. Ενα βράδυ μού έδινε οδηγίες για την επόμενη μέρα και περιέγραψε κάτι εξαιρετικά δύσκολο τεχνικά. Συνειδητοποιώντας όμως τη δυσκολία του, έδωσε οδηγίες για κάτι απλούστερο. Το επόμενο πρωί ήρθε στο ατελιέ κάπως αργά. Κοίταξε τις μακέτες, κοίταξε κι εμένα και μου είπε: “Δεν έφυγες, ε”; Είχα φτιάξει τη δύσκολη εκδοχή, δουλεύοντας όλη τη νύχτα. Νομίζω κάπου εκεί συνδεθήκαμε στενά και συνεχίσαμε να αγαπάμε τα δύσκολα, παρέα πλέον. Ο Διονύσης είναι οικογένειά μου πια».

Εχετε δηλώσει στο παρελθόν: «Είχα δεχτεί αυτό που μου έλεγαν από μικρή, ότι έχω ταλέντο στη δουλειά μου. Φοβόμουν πολύ όμως μήπως δεν έχω ταλέντο στη ζωή». Αλήθεια, υπήρξε περίοδος που βάλατε πρώτα την τέχνη σας και μετά τη ζωή σας;

«Δυστυχώς ναι, για μεγάλο διάστημα. Και συνδέθηκα με έναν άνθρωπο που έκανε το ίδιο. Μετά ήρθαν τα παιδιά μας όμως, και η ζωή ξεχείλισε ταλέντο! Και ομορφιά πολλή. Ο φόβος νικήθηκε».

Ούσα τόσο συνειδητοποιημένη απέναντι στη μητρότητα, υπήρξαν στιγμές που βάλατε με απόλυτη συναίσθηση την καριέρα σας σε δεύτερο πλάνο;

«Κοιτάξτε τώρα το καταπληκτικό· ενώ την έβαλα, ναι – μετά τα τρία χρόνια απόλυτης αφοσίωσης στα παιδιά μου, από την ώρα της γέννησής τους – πήρα μία φόρα και έκανα όλα όσα δίσταζα για χρόνια πριν. Εκανα όλες τις υπερβάσεις που μπορούσα. Σκηνοθετούσα και με τα δύο παιδιά πάνω μου και το μάτι καρφωμένο στο μόνιτορ. Η ζωή μάς ξεπερνά πραγματικά».

Διδάσκετε στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, εγκλείστους από 18 έως 21 ετών, τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μάλιστα, σκηνοθετήσατε μαζί τους μια ταινία μικρού μήκους, βασισμένη στον μύθο της Αντιγόνης.

«Η “Αντιγόνη” ήταν σταθμός για εμένα. Και πρόσφατα ολοκλήρωσα τη νέα εκδοχή της, γιατί είναι ένα work in progress. Τα “δώρα” που μου προσφέρουν αυτά τα παιδιά είναι πολλά, πιστέψτε με. Πέρυσι, που πέρασε ένας μαθητής μου στο πανεπιστήμιο, έκλαψα και αναρωτήθηκα: “Θα χαρώ τόσο με τον γιο μου όταν περάσει;”. Κάθε Τρίτη και κάθε Πέμπτη, που βγαίνω από τις φυλακές, τέσσερα χρόνια τώρα, λέω πως η ζωή είναι ωραία. Εχει λιακάδα, είμαι έξω και πάω σπίτι μου. Αυτά αρκούν».

Κυρία Νάθενα, η τέχνη σάς έκανε καλύτερο άνθρωπο τελικά;

«Η ζωή σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Σπάνια η τέχνη. Νομίζω τα παιδιά μου με κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Είναι ωραίο να θέλεις να δώσεις στα παιδιά την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Δίνει νόημα στη ζωή».