Αυτό που κάνει το Ισραήλ στη Γάζα, ότι χρησιμοποιεί το όπλο της πείνας για να κερδίσει τον πόλεμο, είναι έγκλημα και τίποτα λιγότερο. Με τις αξίες του πολιτισμού μας ως έγκλημα το αξιολογούμε, όχι πολύ διαφορετικό, λ.χ., από τον χημικό πόλεμο του Σαντάμ ή του Ασαντ εναντίον αμάχων. Αν το σκεφτούμε μάλιστα από την πλευρά του θύματος, η πείνα είναι πολύ πιο σκληρή και απάνθρωπη μέθοδος.

Προσωπικά θα προτιμούσα να πάω από χημικά. Επί είκοσι λεπτά χτυπιέσαι με σπασμούς και βγάζεις αφρούς, ε, μετά τελείωσε. Ομως η φρίκη του θανάτου από την πείνα είναι ασύλληπτη και δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο. Οι μαρτυρίες που μπορούμε να διαβάζουμε από τον λιμό στην Ουκρανία ή την πολιορκία του Λένινγκραντ δεν συγκρίνονται ως προς τη φρίκη τους.

Ισως μάλιστα το χειρότερο όλων, η πληγή που μεταφέρουν και οι τυχεροί που καταφέρνουν να επιβιώσουν από τέτοιες καταστάσεις, είναι η πλήρης κατάρρευση κάθε αξιακού ή ηθικού κώδικα. Επικρατεί το ζωώδες, ένας αδυσώπητος δαρβινισμός που ισοπεδώνει ακόμη και τις σχέσεις αίματος. Εκείνοι που επιζούν έχουν κάνει πράγματα ή έχουν δει άλλους να κάνουν πράγματα, μετά τα οποία ποτέ πια δεν θα είναι οι ίδιοι.

Στον κόσμο της Δύσης, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητο ότι μια πολιτισμένη χώρα θα χρησιμοποιούσε ως όπλο σε έναν πόλεμο τον λιμό. Δεν είναι πλέον, το βλέπουμε να συμβαίνει στη Γάζα. Φυσικά, εκτός του κόσμου της Δύσης, το όπλο του λιμού εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται, λόγω της αποτελεσματικότητάς του, ιδίως στην Αφρική – εμείς όμως, στην Ευρώπη, ξορκίζαμε το κακό με μια συναυλία για τα παιδιά. Ετσι όμως συνέβαινε πάντα, η πείνα ήταν και είναι το αρχαιότερο και πιο αποτελεσματικό όπλο.

Και, βεβαίως, ποτέ δεν είχε πολιτικό χρώμα, όπως λ.χ. δεν έχει ούτε το καλάσνικοφ, χρησιμοποιείται εξίσου από τους «καλούς» και τους «κακούς» (σε εισαγωγικά, επειδή στη ζωή αυτές τις κατηγορίες δεν τις συναντάμε ποτέ αμιγείς). Το επισημαίνω γιατί παρατηρώ ότι, στον δημόσιο διάλογο που έχει προκαλέσει η πολιορκία της Γάζας, γίνεται συχνά η επίκληση των κλασικών παραδειγμάτων, όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί και η πολιορκία του Λένινγκραντ.

Για τον λόγο αυτόν, νομίζω ότι πρέπει να εμπλουτίσω το δειγματολόγιο των παραδειγμάτων μας, υπενθυμίζοντας τον λιμό που μεθόδευσε ενσυνείδητα το σοβιετικό καθεστώς (και ο Στάλιν προσωπικά) στην Ουκρανία και το Καζακστάν, τη δεκαετία του 1930, με έξι εκατομμύρια θύματα συνολικά. «Φιστίκια», που λένε οι Αμερικανοί, αν τα συγκρίνεις με τα 50 εκατομμύρια των θυμάτων από τον ανάλογο λιμό που μεθόδευσε ο Μάο, με πλήρη γνώση του προηγουμένου της Ουκρανίας, τη δεκαετία του 1950 στην Κίνα.

Αν ενδιαφέρεστε για περισσότερα επ’ αυτού, συνιστώ το βιβλίο του ολλανδού ιστορικού Φρανκ Ντικότερ «Mao’s Great Famine» (δυστυχώς, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), το οποίο άνοιξε μια νέα προοπτική για την κατανόηση της Κίνας και του καθεστώτος της. Ο Ντικότερ, καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ και άριστος γνώστης της γλώσσας, εκμεταλλεύτηκε την περίοδο πριν από τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου, όταν το καθεστώς επέτρεψε ένα κλίμα που θύμιζε κάπως ρωσική περεστρόικα (διαφάνεια), για να αποκτήσει πρόσβαση στα αρχεία του κόμματος και του κράτους. Οι καρποί της επεξεργασίας αυτών των στοιχείων είναι το βιβλίο που αναφέρω παραπάνω, καθώς και τα άλλα δύο της τριλογίας: «The Tragedy of Liberation» και «The Cultural Revolution».

Ισως μάλιστα το πιο χαρακτηριστικό και συγχρόνως σχεδόν άγνωστο παράδειγμα για την αποτελεσματικότητα της πείνας στον πόλεμο είναι αυτό της πολιορκίας της πόλης Τσοντσίν (Chongqing) το 1949 στον εμφύλιο πόλεμο της Κίνας. Eνα ιστορικό γεγονός, για το οποίο δεν θα βρείτε ούτε υπαινιγμό στη Wikipedia· τεκμηριώνεται όμως και εξιστορείται στην τριλογία του Ντικότερ.

Εν ολίγοις, ο στρατηγός Λιν Μπιάο περικύκλωσε την πόλη ώστε να μη περνάει κουνούπι και μέσα σε πέντε μήνες η πόλη είχε παραδοθεί στους κομμουνιστές. Τα θύματα της πείνας ήταν περίπου όσα και της Χιροσίμα, περί τις 160.000. Η βασική διαφορά ήταν ότι στη Χιροσίμα πέθαναν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, ενώ στην Τσοντσίν τους πήρε πέντε μήνες μέχρι να ψοφήσουν από την πείνα. Το συγκεκριμένο ρήμα δεν είναι ασέβεια προς τα θύματα του λιμού.

Είναι μάλλον η ακριβής διατύπωση της μοίρας τους, γιατί προτού πεθάνεις από την πείνα περνάς από το στάδιο του ζώου, όπως λέγαμε και παραπάνω. Μετά από το τέλος της Τσοντσίν, η μία μετά την άλλη οι πόλεις άρχισαν να παραδίδονται στους κομμουνιστές και έτσι τελείωσε ο εμφύλιος με νίκη των κομμουνιστών.

Δεν έχω αμφιβολία ότι αυτό ακριβώς θα ήθελε να κάνει ο Νετανιάχου στη Γάζα, αν ήταν τελείως ελεύθερος, όπως ο Λιν Μπιάο, χωρίς να έχει τα μάτια του κόσμου πάνω του. Η διεθνής κατακραυγή για το έγκλημα είναι εκείνο που τον εμποδίζει να ξεμπερδεύει μέσα σε δύο μήνες με τη Γάζα. Δεν ξέρω, ίσως τελικά η τάξη πραγμάτων που βασιζόταν στον σεβασμό κάποιων στοιχειωδών αρχών, που τις λέγαμε «διεθνές δίκαιο», να ήταν η παρένθεση στη ροή της Ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, η διάδοση των δημοκρατικών θεσμών και της ελεύθερης αγοράς, επομένως και η διεύρυνση της κοινής γνώμης (όλοι αυτοί που έχουν άποψη και ψηφίζουν), η ελευθερία του Τύπου και η δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας να εκμηδενίζει χρόνο και αποστάσεις, όλα αυτά είναι που σώζουν – ελπίζω – τη Γάζα από τη μοίρα της Τσοντσίν.

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΠΟΡΘΗΤΗ

Δεν αντέχω να μην προσθέσω λίγα για τον στρατηγό Λιν Μπιάο, τον πορθητή της Τσοντσίν. Ο Λιν αναδείχθηκε ως ο αναγνωρισμένος διάδοχος του Μάο, ώσπου στο απόγειο της Πολιτιστικής Επανάστασης, τη δεκαετία του 1970, οργάνωσε πραξικόπημα εναντίον του Μάο, το οποίο απέτυχε. Τότε, μάζεψε την οικογένεια και τους κολλητούς τους, μπήκαν σε ένα επιβατικό αεροπλάνο (βρετανικής κατασκευής, δεν ήταν κορόιδα να πάρουν ρώσικο…) και δραπέτευσαν. Οι καιρικές συνθήκες όμως ήταν άθλιες και έπεσαν πάνω σε ένα βουνό. Τυχερός ο στρατηγός, σε σύγκριση με τα θύματά του…