Παρκάραμε το αυτοκίνητο στον Αγιο Δημήτριο. Θα ανεβαίναμε το βουνό για να κατέβουμε στον Βλοχό. Ηταν ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε το χωριό. Οι δρόμοι είχαν κοπεί και οι βάρκες δεν πήγαιναν, αφού η στάθμη έπεφτε σε αρκετά σημεία. Ενας ηλικιωμένος κύριος προσπαθούσε να μας εξηγήσει πώς θα βρούμε το μονοπάτι. «Εχω μέσα τη γυναίκα μου άρρωστη, αλλιώς θα ερχόμουνα μαζί σας» λέει.

Τελικά, τέσσερα πιτσιρίκια που δεν είχαν σχολείο προθυμοποιήθηκαν να μας συνοδεύσουν μέχρι ένα σημείο και τελικά ήρθαν μαζί μας μέχρι τον Αγιο Αθανάσιο, την εκκλησία στο πιο ψηλό σημείο του Βλοχού όπου μένουν 95 κάτοικοι. Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη, άλλοτε ανηφορική και άλλοτε κατηφορική.

Υστερα από πεζοπορία μιας ώρας, ο Βλοχός αποκαλύφθηκε μπροστά μας, βυθισμένος ως τις στέγες των σπιτιών. Ο πρόεδρος, Γιάννης Κούκας, μας περίμενε στην είσοδο του ναού. Οι κουβέρτες και τα παπλώματα ήταν στρωμένα στο δάπεδο της εκκλησίας μπροστά από το ιερό. Οσοι δεν χωρούσαν, οι νεότεροι δηλαδή, είχαν μετατρέψει τα πεζούλια στον προαύλιο χώρο σε κρεβάτια. Αλλοι έμεναν στα αυτοκίνητά τους, ακριβώς απ’ έξω.

Βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία

Ηταν μεσημέρι της Τρίτης, όταν δύο κυνηγοί επιστρέφοντας από το κυνήγι προειδοποίησαν τους χωριανούς ότι το νερό απειλεί το ανάχωμα. Αμέσως, απομάκρυναν τους ηλικιωμένους και τους συγκέντρωσαν στην εκκλησία. Αργά το βράδυ έγινε αυτό που όλοι απεύχονταν. Το ανάχωμα έσπασε και το νερό μπήκε στο χωριό! Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν ώστε να εκκενώσουν και οι τελευταίοι. Φυγαδεύτηκαν όλοι στον Αγιο Αθανάσιο. Νέοι, γέροι, παιδιά και βρέφη πέρασαν την πιο δύσκολη νύχτα της ζωής τους παρακαλώντας η βροχή να σταματήσει.

Κουβέρτες και παπλώματα στρωμένα στο δάπεδο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, όπου 95 κάτοικοι μένουν επί 10 ημέρες

Με το πρώτο φως της ημέρας φανερώθηκε και το μέγεθος της καταστροφής, μιας καταστροφής που ξεπέρασε και το πιο δυσοίωνο σενάριο. Το χωριό μετατράπηκε σε μια απέραντη λίμνη. Τα σπίτια τους πλημμυρισμένα μέχρι τις σκεπές. Κόποι και αναμνήσεις μιας ζωής στα λασπόνερα. Σχεδόν δύο εβδομάδες τώρα ο ναός έχει γίνει το σπίτι τους. Για πόσο όμως; Κάποιος πέταξε την ιδέα να τους φέρουν κοντέινερ, οι υπόλοιποι διαφωνούν. «Αν είχαν γίνει και τα τέσσερα αναχώματα που μας είχαν υποσχεθεί μετά τον «Ιανό», θα το είχαμε σώσει το χωριό…» λέει ο κ. Κούκας, πρόεδρος της κοινότητας.

Ο 25χρονος Δημήτρης Μαλάης κατάφερε να σώσει το σκυλάκι του, από το σπίτι δεν σώθηκε τίποτα. «Πήρα μια βάρκα το πρωί και έκανα μια βόλτα στο χωριό. Εφτασα μέχρι το σπίτι μου, δεν υπάρχει τίποτα… Φανταζόμουν το μέλλον μου στον Βλοχό, την οικογένειά μου, τα ζώα μου… ο Βλοχός τελείωσε, εμείς πού θα πάμε;» αναρωτιέται. Αλλη μία παρέα αγοριών κουβεντιάζει μέσα στον ναό. «Τα χωριά μας θα ερημώσουν. Δεν θα μείνουν νέοι στα χωριά…».

Οι νεότεροι έχουν μετατρέψει τα πεζούλια στον προαύλιο χώρο σε κρεβάτια

Ο 80χρονος που έσωσε 17 ζωές

Λίγα χιλιόμετρα μακριά, στη Μεταμόρφωση, ένα από τα χωριά όπου η πρόσβαση είναι εφικτή μόνο με βάρκα, ο πρόεδρος, Πέτρος Κοντόγιαννης, μας ξεναγεί. Είναι οργισμένος. «Αν είχαν κάνει όσα μάς υποσχέθηκαν στον «Ιανό», η κατάσταση θα ήταν διαφορετική…» λέει με θυμό. Το χωριό θρηνεί δύο νεκρούς: τον 65χρονο Γιώργο και τη μητέρα του. «Αν δεν ήταν ο κυρ Κώστας και δύο-τρία παιδιά από το χωριό, να τους πάρουμε έναν-έναν τους ηλικιωμένους και να τους βγάλουμε, οι νεκροί δεν θα ήταν μόνο δύο» συμπληρώνει.

Ο κυρ Κώστας, ο Κωνσταντίνος Τασιόπουλος, είναι ο ήρωας του χωριού. Παρά τα 80 του χρόνια, πήρε τη βάρκα του και έσωσε 17 ζωές, στην καρδιά του όμως, όπως λέει, έχει μείνει πικρία για εκείνους τους δύο που δεν κατάφερε να σώσει, τον Γιώργο και τη μητέρα του.

Με ένα βαρέλι, μια αυτοσχέδια βάρκα δηλαδή και ένα αυτοσχέδιο κουπί, φτάνουμε στο σπίτι του Κώστα και της Δήμητρας, του ζευγαριού που αρχικά όλοι πίστεψαν πως αγνοείται. Οι δύτες όμως τους εντόπισαν ζωντανούς στη σοφίτα του πλημμυρισμένου σπιτιού τους. «Γιατί δεν φεύγετε;» τους ρωτάω. «Και πού να πάμε; Εδώ είναι το σπίτι μας» μου απαντούν. Εκεί είναι το σπίτι τους, εκεί γεννήθηκαν, εκεί μεγάλωσαν, εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά τους. «Είμαι 76 χρόνων» λέει ο κύριος Βασίλης. «Θέλω να ζήσω άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι τα 80 και θέλω να τα ζήσω στον τόπο μου! Μπορώ;». Οσο κι αν αισθάνεσαι την ανάγκη να απαντήσεις «ναι», δεν είναι προφανές ότι η επιθυμία αυτή μπροεί να πραγματοποιηθεί ακριβώς όπως εκφράστηκε.

Τι θα γίνει στην επόμενη θεομηνία; Στον επόμενο «Ιανό», στον επόμενο «Ντάνιελ»; Η κακοκαιρία έχει βάλει στο στόχαστρο το χωριό από το 1994 και η κουβέντα για τη μετεγκατάσταση οικισμών γίνεται όλο και εντονότερα. Μια κουβέντα που οι ντόπιοι δεν θέλουν να ακούνε, όσο κι αν ξέρουν καλά πως πρέπει άμεσα να βρεθεί μια λύση. Μέχρι πότε θα ζουν με τον φόβο μιας επόμενης βροχής;