Ερωτας. Μία από τις αρχαιότερες λέξεις του λεξιλογίου μας. Ανατρέχοντας στο περίφημο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας των Henry G. Liddell και Robert Scott διαβάζουμε πως η λέξη ἔρως προέρχεται από τον επικό ή λυρικό τύπο ἔρος. Στην Ιλιάδα του Ομήρου ο Δίας υποκύπτοντας στα θέλγητρα της Ηρας, η οποία προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή, για να μπορέσει ο Ποσειδώνας ανενόχλητος να βοηθήσει τους Ελληνες, ομολογεί: «οὐ γάρ πώ ποτέ μ᾽ ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς/θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσεν» (Ραψωδία Ξ 315-316).

Η λέξη γρήγορα καθιερώθηκε στο ελληνικό λεξιλόγιο και σημασιολογικά ερμηνεύεται, κυρίως, ως: α) φυσική έλξη μεταξύ δύο ανθρώπων, β) ψυχικός έρωτας, ο οποίος είναι ανώτερος του πρώτου, του σωματικού, και τέλος γ) πνευματικός έρωτας, που, όπως επισημαίνει ο Ν. Μαυρόπουλος στα Προλεγόμενά του, σε μια ανθολόγηση κειμένων αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και εκκλησιαστικών συγγραφέων σχετικών με τον έρωτα, μπορεί να είναι ή «η προσήλωση κάποιου απροσδιόριστου μικρού ή μεγάλου πλήθους ανθρώπων σε έναν ηγέτη (πολιτικό, θρησκευτικό ή άλλο)» ή «η πνευµατική ευφροσύνη ενός ανθρώπου από την επαφή του µε οµάδα ή µε οµάδες ανθρώπων (µε τη µορφή κυρίως του «παιδαγωγικού έρωτα»), αυτής της ιδιότυπης χαρµοσύνης που νιώθει ο δάσκαλος στην επαφή του µε τους πνευµατικά αναπτυσσόµενους νέους και νέες».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω