Το burnout (εργασιακή εξάντληση) προκαλεί άγχος. Το άγχος μεγαλύτερη εξάντληση. Και μετά, σχεδόν όλα, βγαίνουν εκτός ελέγχου: εκνευρισμός, εκρήξεις θυμού, ανεπάρκεια σε εργασιακό επίπεδο, απογοήτευση, περισσότερος θυμός…

Στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφατες μελέτες αποκάλυψαν ότι ένα 65% των πολιτών (σε ένα δείγμα 1.100 ατόμων) έχει βιώσει το σύνδρομο του burnout τουλάχιστον μια φορά ως σήμερα, ενώ στην Ελλάδα πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Ernst & Young σε δείγμα 3.129 εργαζομένων όλων των ηλικιών έδειξαν ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους και θυμού που είχαν αποδοθεί στο παρελθόν στην πανδημία, συνεχίζονται και σήμερα και μάλιστα εντείνονται.

Σύμφωνα με την έρευνα, τέσσερις στους δέκα εργαζομένους αισθάνονται συχνά μελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το μέλλον, ενώ τρεις στους τέσσερις (75%) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 44% βρίσκονται σε υπερένταση και 10% βιώνουν κρίσεις πανικού. Πώς αισθάνονται όμως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι; Οι παρακάτω είναι τρεις ιστορίες ανθρώπων που έζησαν την εμπειρία.

Κατερίνα Γουρναροπούλου (εκπαιδευτικός): Τα «τραύματα» της καραντίνας στους μαθητές

Η εργασιακή εξάντληση εμφανίστηκε στη ζωή της Κατερίνας Γουρναροπούλου την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Η ίδια είναι καθηγήτρια αγγλικών. «Κατά τη διάρκεια της καραντίνας ήμουν αρχικά σε ειδικό σχολείο» λέει σήμερα.

«Δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε πολλούς μαθητές γιατί ζούσαν κάτω υπό δύσκολες συνθήκες εκείνη την περίοδο, οπότε για την τηλεκπαίδευση ούτε λόγος. Είχαμε κάνει τεράστιο κόπο για να εντοπιστούν οι γονείς, να πεισθούν για το πώς πρέπει να περάσουμε στη νέα φάση πραγμάτων λόγω της COVID. Και σαν μην έφτανε αυτό, είχαμε προβλήματα ανισοτήτων, μεταξύ μαθητών που είχαν πρόσβαση στην τεχνολογία και άλλοι όχι.

Οπότε ο εκπαιδευτικός για να επιτελέσει τον ρόλο του έπρεπε να εφευρίσκει τρόπους εκμάθησης και των παιδιών που δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση. Αυτό που ήθελα και προσπαθούσα ήταν να μη μείνει κανένα παιδί πίσω στα μαθήματά του, να έχει μια επαφή με το εκπαιδευτικό περιβάλλον, όσο δύσκολη και να ήταν η πρόσβαση σε αυτό. Αυτό σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό μας στο σπίτι, σε συνθήκες αβεβαιότητας και εκτεθειμένοι στις πρωτόγνωρες συνθήκες του κορωνοϊού, μου προκάλεσε κυρίως ψυχολογική εξάντληση, η έκθεση σε μια οθόνη και η προσπάθεια να μεταφέρω την τάξη στον υπολογιστή».

Ο εκπαιδευτικός βέβαια βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος και με καταστάσεις εργασιακής εξάντλησης. «Φτάνουμε συχνά στα όριά μας καθώς αντιμετωπίζουμε πολύ μεγάλο συμπεριφορικό πρόβλημα σε βαθμό δυσανάλογο του μαθησιακού, ίσως και απόρροια του εγκλεισμού που προκάλεσε η COVID» λέει σήμερα η Κατερίνα. Λέει ότι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι μεγάλη κούραση.

«Παρατηρούμε μια διάθεση άρνησης και μια τάση να επιρρίπτονται οι ευθύνες στους εκπαιδευτικούς. Η παρουσία κοινωνικού ψυχολόγου και λειτουργού μία φορά την εβδομάδα είναι πολύ λίγη για να αντιμετωπιστούν τα περιστατικά, οπότε όλη η πίεση μεταφέρεται στο σχολείο και ειδικά στους εκπαιδευτικούς».

Ειδικευόμενος γιατρός: «Κατάρρευση που τη βλέπουν και οι ασθενείς»

«Εφημερίες που σε εξαντλούν». Ο ειδικευόμενος γιατρός σε νοσοκομείο της Αττικής επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του και λέει ότι το να κυλήσει μια εφημερία κανονικά και μέσα στο προβλεπόμενο ωράριο είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. «Από τη στιγμή που πάω στο νοσοκομείο ξέρω ότι θα περάσει πάνω από ένα 24ωρο που δεν θα έχω κοιμηθεί. Οι ουρές στις πρώτες βοήθειες είναι τεράστιες.

Υπάρχουν φορές που εμείς οι ειδικευόμενοι γινόμαστε και τραυματιοφορείς λόγω των τραγικών ελλείψεων σε προσωπικό. Θυμάμαι έντονα μια εφημερία, όταν είχαμε χωρίσει τις βάρδιες με τους άλλους ειδικευόμενους και θα πήγαινα κατά τις 2 το πρωί να ξεκουραστώ για λίγο, όταν ήρθε στα επείγοντα ένα περιστατικό για το χειρουργείο και εκεί άλλαξαν αυτόματα όλα. Μπήκαν οι 2 συνάδελφοι στο χειρουργείο, εγώ έμεινα στα επείγοντα και εκεί θα έφευγα στις 8 το πρωί όπου θα τελείωνε η βάρδια μου. Ομως αυτό δεν έγινε.

Εμεινα στα επείγοντα, που εκείνη τη νύχτα είχε μεγάλη ροή δύσκολων περιστατικών, το χειρουργείο στο οποίο βρίσκονταν οι συνάδελφοί μου κράτησε περισσότερες ώρες από ό,τι περιμέναμε, όποτε από εκείνη την εφημερία τελικά έφυγα στις 5 το απόγευμα. Δεν εγκατέλειψα τη μάχη, γιατί οι άνθρωποι περίμεναν να εξεταστούν. Ηξερα ότι δεν μπορούσα να αποδώσω όπως θα ήθελα. Δεν υπήρχε όμως άλλη λύση. Το πρωί της επόμενης μέρας έπρεπε να είμαι ξανά στο νοσοκομείο. Αυτό πρέπει να κράτησε για μια εβδομάδα. Η εξάντληση εκτός από σωματική ήταν και ψυχολογική.

Ετρωγα μια φορά την ημέρα γιατί δεν είχα χρόνο, κοιμόμουνα ελάχιστα. Το σώμα μου δεν μπορούσε να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς. Ενιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, μέχρι που και οι ασθενείς κατάλαβαν ότι είμαι καταβεβλημένος. Μετά από την περίοδο με την έντονη ψυχολογική και σωματική εξάντληση μου πήρε αρκετό καιρό να επανέλθω πλήρως και να επανακτήσω ξανά τις δυνάμεις μου»…

Νίκος Λαυράνος (Πυροσβέστης): «Πολεμώντας τη φωτιά πάνω από έξι μέρες»

Ο Νίκος Λαυράνος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης με τις φωτιές πάνω από μια 15ετία. Η πρώτη αντίδρασή του στην ερώτηση αν έχει μείνει πάνω από ένα 24ωρο ξύπνιος λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς είναι το αυθόρμητο γέλιο…

«Το ένα 24ωρο ξύπνιος είναι για εμένα οι… παιδικές ώρες. Θυμάμαι πολύ έντονα το εφιαλτικό 2007, τότε που η χώρα είχε κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προερχόμασταν από έναν ξηρό χειμώνα χωρίς βροχές και χιόνια. Ξεκινήσαμε τον Ιούνιο με τις φωτιές στην Πάρνηθα και μετά τον Ιούλιο με τις φωτιές στη Ζαχάρω και στην Αρτέμιδα. Ημασταν σε καθεστώς πολέμου πάνω από έξι ημέρες… Η φωτιά μάς κυνήγαγε με απίστευτη ταχύτητα. Δεν προλαβαίναμε να σκεφτούμε. Μας κατέβαλλαν η κούραση και η αϋπνία, αλλά η απειλή ήταν παντού. Παθαίναμε λιποθυμικά επεισόδια και μετά συνεχίζαμε…».

Η εργασιακή εξάντληση ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη. «Η ψυχολογία εκείνη τη στιγμή είναι ότι “θα τα καταφέρω, δεν θα με νικήσει η φωτιά”» λέει σήμερα περιγράφωντας τη δική του ιστορία burned out. «Μας έφερναν ό,τι μπορούσαν οι κάτοικοι, πολλές φορές τα μπουκαλάκια με το νερό ήταν και αυτά ζεστά. Αλλά το έκαναν με τόση αγάπη που αυτό μας έδινε δύναμη να συνεχίσουμε. Ημασταν σε χαράδρες, το σώμα μας κατέρρεε αλλά συνεχίζαμε. Δεν είχαμε κινητά, οι δικοί μας δεν είχαν νέα μας για μέρες, αλλά για εμάς και ένα δέντρο να καεί είναι αποτυχία, οπότε παλεύαμε με τις φλόγες με όλο μας το είναι.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν παππού που με πήρε αγκαλιά κλαίγοντας και μου έλεγε ευχαριστώ… Σε αυτή τη δουλειά μπαίνεις στη μάχη και ξέρεις ότι δεν θα γυρίσεις το ίδιο βράδυ στο σπίτι σου. Μετά από έξι μερόνυχτα στη μάχη με τις φλόγες, όλα καταρρέουν. (…) Τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη θυμάμαι τότε που είχαν ηρεμήσει λίγο τα πράγματα, εκεί που σου έρχονται και οι μνήμες των όσων έζησες με τόση ένταση, εκεί ένιωσα ότι χρειάζομαι λίγο να κατεβάσω ρυθμούς. Κάπως θα πρέπει να συνεχίσω…».