Δέκα το βράδυ, πλατεία Καραϊσκάκη, στο κέντρο της Αθήνας. Κατηφορίζουμε από τη Σοφοκλέους. Οι εικόνες αντιφατικές: Από τη μια πλευρά χαρούμενοι πολίτες, όμορφα πρόσωπα σε ένα λιλιπούτειο μπαρ, μιλούν και γελούν δυνατά, άλλοι με τα μενού στο χέρι έτοιμοι να παραγγείλουν, άλλοι περπατώντας ανά δυάδες ψάχνοντας μέρος να «αράξουν»… Η βουή σιγά-σιγά σβήνει, δίνει τη θέση της σε φώτα σβηστά. Στην οδό Σωκράτους, μια παρέα γύρω στα 25 άτομα, με μαύρα ρούχα, καθισμένα πίσω από σκιές, καπνίζουν. Μοιράζονται ένα τσιγάρο μεταξύ τους.

Πιο κάτω, οι άσπροι τοίχοι καλυμμένοι με γκραφίτι, στα αριστερά στο στενάκι ξεπροβάλλουν παρέες σκυφτών ανθρώπων. Σκυμμένοι ψάχνουν. Οταν πλησιάσεις η εικόνα καθαρίζει: αναζητούν μια «καθαρή» φλέβα στο ταλαιπωρημένο σώμα τους. Για να κάνουν χρήση ηρωίνης. Λίγο πιο κάτω δυο γυναίκες σχεδόν αποστεωμένες, ξαπλωμένες στο έδαφος με το βλέμμα στο κενό, δίπλα τους δύο άντρες απροσδιόριστης ηλικίας, μέτριου αναστήματος, συνομιλούν με έναν τρίτο που κινείται αργά. Στην παρέα τους προστίθενται δύο γυναίκες, μικρόσωμες, με ελαφριά ρούχα και κυρτή στάση σώματος. Κάτι ζητούν, κάτι συζητούν. Οσο ο παρατηρητής παραμένει αόρατος, ο φόβος υποχωρεί. Παραμένει, όμως, η θλίψη.

Ο διαχωρισμός των χρηστών

Σε μια κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας, σε μικρή απόσταση από τις δημοφιλείς πλατείες της, ένας άλλος κόσμος ξεπροβάλλει, μια «κοινότητα» όπου «στριμώχνονται» οι άνθρωποι με έναν μόνο στόχο: να αγοράσουν ηρωίνη, να πουλήσουν και να τη χρησιμοποιήσουν. Τίποτα άλλο δεν «μετράει» εδώ. Ο χρόνος έχει σταματήσει, ζευγάρια μάτια κοιτάνε παντού αλλά δεν εστιάζουν πουθενά, τα λόγια μοιάζουν περιττά. Αρκεί μια κουβέρτα στο πάτωμα, μια ένεση και μια φλέβα.

Καθόμαστε σε ένα σκαλί της εισόδου μικρού τυπογραφείου – είναι κλειστό άλλωστε για το βράδυ. Δίπλα, ένας άντρας γύρω στα 35-40 έχει πιάσει θέση ψαχουλεύοντας στην τσάντα του με αγωνία. Τελικά βγάζει τη σύριγγα, ψάχνει φλέβα. Περνάει αρκετή ώρα πριν γυρίσει το βλέμμα.

«Φίλε, καλησπέρα, μήπως χρειάζεσαι κάτι;» μοιάζει η μόνη λογική ερώτηση. Γνέφει αρνητικά, κάνει νόημα. Πλησιάζουμε. Ανταλλάσσονται ονόματα και ιδιότητες. Ο Πάνος είναι 42 χρόνων, φαίνεται μικρότερος. Πώς έμπλεξε;

«Καλά, εγώ δεν είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήστη» λέει ο Πάνος και σκάει ένα χαμόγελο. Και τι σημαίνει χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήστη; «Σαν χαρακτήρας το λέω. Αυτό διαχωρίζεται από τα ναρκωτικά. Στην πιάτσα υπάρχουν οι κατσαρίδες, υπάρχουν όσοι κάνουν μυτιές, οι άλλοι που πάνε σε πάρτι – πέρασα και από αυτό –, έκανα έκσταση, mdma και κόκα, μετά σε καθημερινή χρήση κόκα».

Και το οικονομικό μέρος όλων αυτών; «Επαιρνα από τη φθηνή κόκα, κακής ποιότητας, αλλά σε καθημερινή χρήση, αυτά τα έκανα στη δεύτερη περίοδο χρήσης» απαντάει. Το 2011 είχε κόψει τα ναρκωτικά, μπήκε σε κοινότητα (όχι στην Αθήνα) και αποφοίτησε – όπως είπε – το 2014. Εμεινε στο νησί μέχρι το 2019. «Ζούσα εκεί κανονικά, ήμουν στην επανένταξη, δούλευα, είχα νοικιάσει σπίτι. Δεν μου άρεσε όμως η δουλειά μου και έτσι πήγα στα καράβια και έκανα περιστασιακά χρήση σε κάποια πάρτι, κοκαΐνη, mdma και κανένα μπάφο».

Ο δρόμος προς την εξάρτηση

Ολα άρχισαν στα 16, δηλώνει, και αυτό από ερωτική απογοήτευση. «Εκεί άρχισα από τσιγαριλίκι, μετά χάπια, μυτιές και ενώ φοβόμουνα την ηρωίνη και επειδή σπούδαζα τότε, δοκίμασα ηρωίνη, όχι ενέσιμη. Εκεί κάπως κόλλησα και έπαιρνα ηρωίνη καθημερινά από τη μύτη. Εχασα τη δουλειά μου, έχασα το σπίτι και αναγκάστηκα να φύγω από την Αθήνα. Εκεί που πήγα δεν είχα εύκολη πρόσβαση στην ηρωίνη, και τότε για να συνεχίσω ήθελα μεγαλύτερη ποσότητα, άρα περισσότερα λεφτά. Τότε έμπλεξα με μια παρέα, μαζευόμασταν και βάζαμε όλοι μαζί λεφτά και τότε άρχισα την ενδοφλέβια…».

Μετά, μια φράση που έχουμε συνηθίσει να ακούμε σε αντίστοιχες διηγήσεις: «Με έκανε να αισθάνομαι χαλαρότητα, ευφορία, μούδιασμα, ήμουνα σε μια ευχάριστη κατάσταση». Αυτό σε δύο εβδομάδες – όπως λέει – γίνεται απόλυτη εξάρτηση. «Κρατάει μερικές ώρες. Στην αρχή ψυχολογικά, επειδή σου άρεσε, θες να το ξανακάνεις, μετά εθίζεσαι σωματικά και το θες». Και οι γονείς του; «Μικρότερος που έκανα μείξη χαπιών με αλκοόλ – πριν μπλέξω με ναρκωτικά – οι γονείς μου με κοιτούσανε στα χέρια να δουν αν τρυπάω τα χέρια μου, που εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτά τότε» απαντάει.

Ο περίγυρός του στην αρχή ανησυχούσε: «Οταν μπήκα στο ΚΕΘΕΑ, κάπως ανακουφίστηκαν, αλλά επειδή μετά ξαναέπεσα στα ναρκωτικά οι γονείς μου δεν μου δίνουν πια λεφτά, μου είπανε να μου βάλουν το εισιτήριο να γυρίσω στο σπίτι και να με βοηθήσουν. Το σκέφτομαι, αλλά κάθε μέρα το αφήνω για αύριο…» λέει με ένα περίεργο χαμόγελο. «Είχα μπει στην επανένταξη και είχα δύο δουλειές και τελικά ξανακύλησα. Εχω και καθαρούς φίλους, έχω απομακρυνθεί. Δεν έχω κινητό, το πούλησα όταν δεν είχα λεφτά. Τους γονείς μου τους παίρνω πού και πού τηλέφωνο από τα περίπτερα ή όπως μπορέσω. Μένω στον δρόμο. Εμενα στο ξενοδοχείο φιλοξενίας αστέγων και με πιάσανε να κάνω χρήση και με διώξανε».

«Φοβάμαι μην ξανακυλήσω…»

Δίπλα στον Πάνο, μια γυναίκα πλησιάζει και χαλαρώνει ζητώντας να συμμετάσχει στην κουβέντα μας. Γρήγορα αρχίζει να μιλάει ελεύθερα. Ερχεται σε αυτόν τον δρόμο κάθε μέρα. Θέλει να ξεκόψει, αλλά δεν μπορεί. Δεν έχει βοήθεια. «Πάντα πίστευα ότι θα μπορέσω να φτιάξω ξανά τη ζωή μου. Θέλω να είμαι ευτυχισμένη… Σκέφτομαι ότι αν το καταφέρω εδώ (να κόψω), δεν θα ξανακινδυνεύσω. Την πρώτη φορά που το έκανα ξανακύλησα στην ηρωίνη πάλι εδώ στην Αθήνα, δεν θέλω να φοβάμαι να περάσω από εδώ ξανά…».

Το καλοκαίρι έχασε και πάλι – μου λέει – τη δουλειά της. Και ο Πάνος το ίδιο, δούλευε σε ξενοδοχείο.

«Εχω να μπω στο Facebook πολύ καιρό… Αν μπορείς ακολούθησέ με…». Μοιάζει ακατανόητο το αίτημά του αφού δήλωσε ήδη ότι δεν έχει κινητό τηλέφωνο. Αλλά συμφωνούμε να ξανασυναντηθούμε εκεί. Ο ψηφιακός κόσμος αποτελεί μια οδό διαφυγής για πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Είναι ελπίδα το συναίσθημα που έστειλε απομακρυνόμενος; Ο επόμενος καιρός, ο καιρός του, θα το δείξει…