Η σκηνή είναι αυθεντική και συνέβη προ ολίγων μηνών. Υψηλόβαθμο στέλεχος αμυντικής βιομηχανίας έστειλε με ηλεκτρονική αλληλογραφία όλα τα απαραίτητα έγγραφα στο αρμόδιο τμήμα του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και πήγε αυτοπροσώπως για να ολοκληρώσει τη διαδικασία. «Θα πρέπει να μας τα στείλετε με φαξ» ήταν η απαθής υπηρεσιακή απάντηση που τον άφησε εμβρόντητο. Αυτό το αρτηριοσκληρωτικό σύστημα με την ξεπερασμένη νοοτροπία καλείται να εισαγάγει την άμυνα της χώρας στην εποχή των drones, των υπερηχητικών πυραύλων, των διαστημικών συστημάτων.

Το στοίχημα του ΕΛΚΑΚ

Ο υπουργός Αμυνας Νίκος Δένδιας επιχείρησε να το παρακάμψει ιδρύοντας πέρυσι το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Τεχνολογίας (ΕΛΚΑΚ), το οποίο προικοδοτήθηκε με 100 εκατομμύρια ευρώ και δυνατότητα μόχλευσης 560 εκατομμυρίων ευρώ, με αποστολή να διασυνδέσει και να αναβαθμίσει όλο το αμυντικό οικοσύστημα.

Το εγχείρημα βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο, αλλά το οικοσύστημα του χώρου, κρατικές εταιρείες, μεγάλες και μικρές ιδιωτικές εταιρείες, startups και πανεπιστήμια, το αντιμετωπίζουν ως το μεγάλο στοίχημα για να μπει η Ελλάδα με αξιώσεις στα ευρωπαϊκά προγράμματα εξοπλισμών. Το ερώτημα είναι αν θα προλάβει, καθώς οι πολιτικοί πιέζουν για γρήγορα αποτελέσματα και οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν είδαν με καλό μάτι τον «εισβολέα» στα χωράφια τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τριβές.

Ο πόλεμος σήμερα εξαρτάται περισσότερο από κάθε άλλη φορά από τα τεχνολογικά μέσα. Η ψηφιακή έφοδος προηγμένων τεχνολογιών αιφνιδιάζει ακόμα και τους επαγγελματίες, όπως συνέβη προσφάτως με την επιχείρηση «Ιστός της Αράχνης» της Ουκρανίας κατά της Ρωσίας, με χρήση σμήνους drones. Ο πόλεμος Ισραήλ – Ιράν διεξάγεται ανάμεσα σε δύο χώρες που δεν έχουν κοινά σύνορα.

Η τεχνολογία μεταβάλλει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα. Η Ελλάδα σε αυτό το ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον κινείται ως κράτος με τη νοοτροπία του 20ού αιώνα και υπερεξοπλίζεται με πανάκριβα πλοία και αεροπλάνα, την ώρα που οι ειδικοί προειδοποιούν ότι «ένα φθηνό drone μπορεί να καταστρέψει ένα ακριβό πλοίο ή αεροπλάνο. Και ακόμα δεν έχουμε αντιληφθεί πλήρως τι μπορεί να κάνει ένα σμήνος drones. Αυτό είναι κάτι καινούργιο στα πεδία των μαχών».

Αγκυλώσεις στο οικοσύστημα

Τα πεδία των μαχών έχουν γίνει «εργαστήρια» εφαρμογής νέων οπλικών συστημάτων και τακτικών. Ο πόλεμος αλλάζει μορφή και η χώρα μας έχει μένει πολύ πίσω, όχι γιατί δεν έχει τις δυνάμεις να ακολουθήσει τις εξελίξεις, αλλά γιατί δεν υπάρχουν στρατηγικός σχεδιασμός και ισχυρή πολική βούληση. Μία σύσκεψη έγινε στο Μέγαρο Μαξίμου με εκπροσώπους των μεγαλύτερων εταιρειών προκειμένου να συζητηθούν τα νέα δεδομένα που δημιουργεί το πρόγραμμα ReArm Europe και το 12ετές plus ελληνικό πρόγραμμα αμυντικών δαπανών.

Πέρα από την εκδήλωση πρόθεσης της κυβέρνησης να κατευθυνθεί το 25% των δαπανών στην εγχώρια βιομηχανία, τίποτα ουσιώδες δεν επετεύχθη. Οι εταιρείες είναι ανισοβαρείς και το οικοσύστημα ασύνδετο, ο ιδιωτικός τομέας καίγεται για τη μεταφορά τεχνογνωσίας από το εξωτερικό και οι στρατιωτικοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία την πιθανότητα υποβάθμισης του ρόλου τους στα νέα πρότζεκτ. Είναι πολλές οι αγκυλώσεις που χρειάζεται να ξεπεραστούν για να μπει και το ελληνικό αμυντικό οικοσύστημα στον 21ο αιώνα, παράγοντας και εξάγοντας, όχι διαρκώς αγοράζοντας ό,τι χρειάζεται.

Χαμένοι στον συντονισμό

Ακόμα και αυτή η μικρής κλίμακας βιομηχανία μας δεν είναι παντού μικρή. Το τοπίο σε γενικές γραμμές είναι το εξής: Υπάρχουν δύο κρατικές εταιρείες, τα ΕΑΣ και η ΕΑΒ, τα πρώτα με πολλές δυσκολίες εξυγιάνθηκαν και διασφαλίζουν πλέον ικανοποιητική παραγωγή πυρομαχικών. Η ΕΑΒ ακόμη παραπατάει χωρίς στρατηγικό επενδυτή, έχει κατασκευάσει όμως τα ραντάρ «Κένταυρο», «Υπερίωνα» και «Τηλέμαχο», για την αντιμετώπιση κανονικών και ασύμμετρων απειλών, και ολοκληρώνει το μη επανδρωμένο αεροσκάφος «Αρχύτας» κάθετης απογείωσης μήκους 6 μέτρων.

Ο Αρχύτας στην αρχαιότητα ήταν ο εφευρέτης της πρώτης αυτόνομης πτητικής μηχανής, στη σύγχρονη εποχή αναζητεί την ταυτότητά του, διότι παράγονται δύο drones με το ίδιο όνομα. Ενα από το Πολεμικό  Ναυτικό, με συνεργασία της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μιας ιδιωτικής εταιρείας. Και ένα άλλο από την ΕΑΒ, το οποίο αναπτύχθηκε αρχικά από το υπουργείο Οικονομικών στο οποίο υπάγεται η ΕΑΒ χωρίς τη συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων και τώρα ανακατασκευάζεται, με τη συνεργασία τριών πανεπιστημίων (Αριστοτέλειου, Δημοκρίτειου και Θεσσαλίας) και των Ενόπλων Δυνάμεων.

Εμπόδια και γραφειοκρατία

Αυτό το παράδειγμα δείχνει το πρόβλημα της αμυντικής βιομηχανίας, κανένας δεν ξέρει ποιος κάνει τι και κανένας δεν συντονίζει κοινές ή συμπληρωματικές προσπάθειες. Εκεί έχει μεγάλο ρόλο να παίξει το ΕΛΚΑΚ, το οποίο φτιάχνει τώρα μια βάση τέτοιων δεδομένων. Αλλά πόσο χρόνο έχει μπροστά του όταν οι εξελίξεις τρέχουν; Εξαρτάται από το είδος της τεχνολογίας. Για τη μαζική παραγωγή drones εκτιμάται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 3 χρόνια, ενδεχομένως και παραπάνω αν συνυπολογιστούν η γραφειοκρατία, η απουσία ψηφιακών υποδομών, αλλά και η ξεπερασμένη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων. Ακόμα και η νομοθεσία δεν βοηθάει.

Οι ενδιαφερόμενες εταιρείες πρέπει να υποβάλλουν στους διαγωνισμούς πολυσέλιδους φακέλους με κάθε είδους δικαιολογητικά σε κούτες, ο έλεγχος των οποίων διαρκεί εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια στην περίπτωση που ασκηθούν ενστάσεις ή προσφυγές στη Δικαιοσύνη.  Ακόμα και αν ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια, η δομή των Ενόπλων Δυνάμεων δεν βοηθά στην ενσωμάτωση κάποιων νέων τεχνολογιών.

Παραδείγματος χάριν, τα διπλώματα πιστοποίησης για τη χρήση droneς παρέχονται μόνο από τον ιδιωτικό τομέα με μεγάλο κόστος, ενώ δεν υπάρχουν διαθέσιμα πεδία βολής για δοκιμές και ασκήσεις και για να διασφαλιστούν απαιτείται έγγραφη άδεια από τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ). Προμήθεια άλλων συστημάτων, π.χ. σένσορες, προχωρούν με μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι Ενοπλες Δυνάμεις ενοικιάζουν drone από το εξωτερικό, ενώ υπάρχουν ελληνικές εταιρείες που πουλάνε δικά τους drones στην παγκόσμια αγορά.

Στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν 4-5 μεγάλοι παίκτες που παράγουν τα δικά τους προϊόντα, υπάρχουν πολλοί μεταπράτες, υπάρχουν μικρές δυναμικές εταιρείες και υπάρχει και η τεχνογνωσία που αναπτύσσεται στα ερευνητικά κέντρα των πανεπιστημίων. Οι εταιρείες εκπροσωπούνται από δύο συνδέσμους, από τον ΣΕΚΠΥ, με 250 μέλη, κυρίως μικρές εταιρείες, και από την ΕΕΛΕΑΑ, με περίπου 25 μέλη, τις μεγάλες εταιρείες αεροδιαστημικής ασφάλειας και άμυνας. Οι δύο σύνδεσμοι δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους.

Αυτό το δύσκολο και παράδοξο περιβάλλον πρέπει να οργανώσει το ΕΛΚΑΚ προκειμένου να συνδυάσει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων με τις δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ο απώτερος στόχος είναι να δημιουργηθούν «πρωταθλητές ευρωπαϊκού επιπέδου», όπως λένε τα στελέχη του, δηλαδή δυνατοί παίκτες που θα κάνουν εξαγωγές και δεν θα πουλάνε μόνο στις εγχώριες Eνοπλες Δυνάμεις.

Στη θεωρία το ΕΛΚΑΚ στήθηκε έτσι ώστε να παρακολουθεί την αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων. Στην πράξη χρειάστηκε προσπάθεια από τον διευθύνοντα σύμβουλο Παντελή Τζωρτζάκη προκειμένου να βρεθούν αξιωματικοί με το κατάλληλο εκπαιδευτικό υπόβαθρο και με επαγγελματική εμπειρία. Κατέληξε σε δύο αξιωματικούς, ο ένας με διδακτορικό στην τεχνολογία VND και ο άλλος ναυπηγός με μεταπτυχιακό στο MIT, προκειμένου να αποτελέσουν τους συνδέσμους ανάμεσα στην αγορά και στις Eνοπλες Δυνάμεις.

Παράλληλα έγινε και μια μεγάλη αλλαγή. Oσοι κάτοχοι διδακτορικού στρατεύονται έχουν την επιλογή μετά τη βασική εκπαίδευση να κάνουν την υπόλοιπη θητεία τους στο ΕΛΚΑΚ, για να υπάρχει ώσμωση φρέσκιας γνώσης από τους επιστήμονες και επιχειρησιακής εμπειρίας από τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και να παράγονται τεχνολογικές λύσεις διττής εφαρμογής (dual use), για τις Ενοπλες Δυνάμεις και για την αγορά.

Στην αρχή το εγχείρημα δεν πήγε καλά. Το σύστημα των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν προσανατολισμένο να αγοράζει «από το ράφι», δεν μπορούσε να δώσει προδιαγραφές για να κατασκευαστεί ένα προϊόν με συνέργειες. Σταδιακά αυτό αλλάζει. Υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια, όπως η εμφάνιση 300 εταιρειών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στην πρόσκληση για μελλοντικούς διαγωνισμούς, διατηρούνται όμως και οι παλιές νοοτροπίες. Σε κάθε διαγωνισμό οι εταιρείες ζητούν παράταση 1-2 μηνών με τη δικαιολογία ότι «αυτά που ζητάτε είναι πολύ προηγμένα, πολύ αμερικάνικα». Αλλά αν δεν ξεβολευτούν όλοι, η χώρα θα χάσει μια μεγάλη ευκαιρία.