Στο νέο του βιβλίο «Ελλάδα 1953 – 2024. Χρόνος και Πολιτική Οικονομία» (Εκδόσεις Πατάκη) ο Τάσος Γιαννίτσης επιχειρεί κάτι φιλόδοξο και πολυσύνθετο. Να ανασυνθέσει την οικονομική ιστορία 70 ετών, από τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι σήμερα και παρεμπιπτόντως τα κοινωνικά και πολιτικά συνακόλουθά της. Ο συγγραφέας δεν κάνει απλώς μια αποτύπωση των παθογενειών που οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Εκτιμά ότι με αφετηρία την οικονομία δημιουργούνται συνθήκες διάβρωσης της δημοκρατίας τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τους πολίτες και καταθέτει τον προβληματισμό του για το πώς «θα οργανώσουμε αποτελεσματικές πολιτικές για την πραγματική, έστω και ατελή, αντιμετώπιση των πολλαπλών συλλογικών μας προβλημάτων».
Στόχος, με τα λόγια του συγγραφέα, ήταν να αναδείξει «εξελίξεις και προβλήματα της περιόδου 1953-2024, που θεώρησα ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία, και να συνδέσω εξελίξεις δεκαετιών, που ξεκίνησαν το 1974, αλλά κατέληξαν στο 2009-2010». «Το 1953-2023 είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο έγιναν πολλά, και για το οποίο έχουν γραφεί πολλά. Το πέρασμα του χρόνου επιτρέπει στη σκέψη και στη γνώση να εξελιχθεί, να εμπλουτιστεί, να κάνει νέους συνδυασμούς και να συνάγει πρόσθετα συμπεράσματα.
Επιπλέον, υπάρχουν φάσεις της ιστορίας που κάνουν αναγκαίες βαθύτερες θεωρήσεις: πώς φτάσαμε στην κρίση και πώς εξελίχθηκε η χώρα στην κρίση. Πόσα λάθη έγιναν και με πόσο ισχυρές συνέπειες. Ο,τι και να πούμε για όποια λάθη έγιναν στις δεκαετίες εκείνες, θα είναι τεχνοκρατικό και εγκεφαλικό. Χωρίς ενσυναίσθηση της πραγματικότητας που κυριαρχούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποτίμηση του παρελθόντος είναι λανθασμένη. Είναι συνήθως ατελής. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό και οπωσδήποτε, διαφορετικές αποχρώσεις θα ήταν εφικτές. Και ίσως να είχαν μεγάλη σημασία» γράφει.
Μια συνεχής παλινδρόμηση εμπρός-πίσω
«Στην ουσία, η οικονομία, σε όλη τη μακρά περίοδο 1974-2022, ακολουθούσε μια παλίνδρομη κίνηση με μορφή ελλειπτικής τροχιάς (μιας κίνησης stop and go), που αρχικά οδηγούσε τη χώρα προς τα εμπρός, όμως την οδηγούσε και σε προβληματικές συνθήκες, από τις οποίες νομίζαμε ότι είχαμε ξεφύγει. Η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε πολλές στιγμές (1985-87, 1990, 1993-1994 και, βεβαίως, μετά το 2010) στην ανάγκη να σπάσει τον κύκλο αυτό με προγράμματα λιτότητας και περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών. Τις περισσότερες φορές, όμως, μετά τα πρώτα θετικά αποτελέσματα των πολιτικών αυτών, ακολουθούσε ξανά μια νέα περίοδος διολίσθησης προς τα ίδια προβληματικά χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν.
Η αλληλοενίσχυση διαρθρωτικών αδυναμιών και μακροοικονομικών ανισορροπιών και η αδυναμία υπέρβασής τους αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια της αναιμικής και εύθραυστης εξέλιξης της οικονομίας της χώρας. Τα ισχνά αναπτυξιακά αποτελέσματα, με τη σειρά τους, οδηγούσαν τις κυβερνήσεις στο να χρησιμοποιήσουν άλλα εργαλεία για να δείξουν «επιτυχία» και να επηρεάσουν το εκλογικό σώμα: πολιτικές για την αξιοποίηση γης και ακινήτων, υπερ-δανεισμός, ανοχή της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, εξειδίκευση σε κλάδους μεσαίας ή χαμηλής παραγωγικότητας.
Η κατανόηση της παλινδρόμησης μεταξύ μακροοικονομικών ανισορροπιών και των συνεπειών από τις διαρθρωτικές αδυναμίες δείχνει, επίσης, ότι τα αίτια των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των κρίσεων και η αντιμετώπισή τους δεν πρέπει να αναζητούνται μόνο στο στενό πεδίο της οικονομικής πολιτικής, αλλά να συσχετίζονται και με εξελίξεις που χαρακτηρίζουν τον συνολικότερο τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας».
Η απαξίωση του δημόσιου χώρου
«Κάτω από την επίδραση των παραπάνω εξελίξεων, διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης μια σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ επιμέρους κοινωνικών ομάδων και κράτους. Από τη μια, υπήρχαν οι ισχυρές κοινωνικές πιέσεις στο κράτος για συνεχείς παραχωρήσεις, αλλαγές, προστασία, κοινωνική πολιτική κ.ά., που, όμως, οδηγούσαν σε αναπτυξιακή καθίζηση και μακροοικονομικές ανισορροπίες. Από την άλλη, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, γίνονταν όλο και εμφανέστερες διάφορες τάσεις σύγκρουσης με το κράτος ή παράκαμψης και υποκατάστασής του από επιμέρους συλλογικότητες, που οδηγούσαν στην απαξίωση του δημόσιου χώρου.
Σε εποχές στις οποίες οι αλλαγές, οι καινοτομίες (τεχνολογικές και οργανωτικές, καινοτομίες στον τρόπο διακυβέρνησης, σε θέματα εκπαίδευσης κ.ά.), οι εξελίξεις σε διάφορα κρίσιμα πεδία (αλλαγές στις διεθνείς συμμαχίες, ενεργειακό πρόβλημα, κλιματική αλλαγή) συντελούνταν με γρήγορους ρυθμούς, οι τόσο έντονες, και συχνά ά-λογες, αντιδράσεις στην υιοθέτησή τους είχαν σοβαρές συνέπειες σε περισσότερα πεδία».
Εμείς και οι κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης
«Στις δεκαετίες που ακολουθούν, η μεγάλη διαφορά μεταξύ των κοινωνιών θα καθορίζεται από το είδος του κράτους και τη διακυβέρνησή τους. Οπως πάντα, τα προβλήματα του αύριο είναι σημαντικά, και οι απαιτήσεις σε όρους έκτασης και ποιότητας σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών, συνέπειας στην άσκηση της πολιτικής, πολυπλοκότητας και ικανότητας θεσμικών και οργανωτικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν.
Η ταχύτητα των εξελίξεων και των απαιτήσεων είναι επίσης μεγάλη, με αποτέλεσμα ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας του υποδείγματος διακυβέρνησης που επικράτησε για πολλές δεκαετίες να οδηγεί σε χάσμα μεταξύ αντικειμενικών απαιτήσεων και ικανοτήτων αντιμετώπισής τους. Η αναφορά στη σημασία αλλαγής του υποδείγματος διακυβέρνησης έχει την έννοια ότι, παρά το γεγονός ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που έχει αλλάξει δραματικά, παραμένουμε προσκολλημένοι σε πολιτικές πρακτικές και αντιλήψεις – σε ένα υπόδειγμα διακυβέρνησης – που αναπτύχθηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες και δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα για την αποτελεσματικότητά τους. Η διακυβέρνηση, σε κάθε εποχή, απαιτεί διαφορετικές γνώσεις, ευαισθητοποιήσεις, ιεραρχήσεις, επιλογές, ευθύνες και αίσθηση του «τι είναι αναγκαίο», «τι είναι εφικτό» και «πώς κάνεις το μη εφικτό εφικτό».
Σημάδι ότι το πρότυπο διακυβέρνησης δεν είναι αποτελεσματικό αποτελεί ο πολλαπλασιασμός των σοβαρών προβλημάτων και οι αδύναμες επιδόσεις της χώρας. Κεντρικό χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα της ελληνικής πολιτικής – και των ελίτ της χώρας – να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του αύριο. Πριν από λίγες δεκαετίες, κυριαρχούσε η βεβαιότητα (για διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες και ιδεολογίες), ότι είτε η ελεύθερη αγορά είτε το κράτος ήταν οι ιδανικοί φορείς/μοχλοί για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά, τουλάχιστον, προβλήματα. Η βεβαιότητα αυτή έχει υποστεί κρίσιμα ρήγματα και από τις δύο πλευρές. Οι διακινδυνεύσεις και οι αβεβαιότητες και ο τρόπος χειρισμού τους αποκτούν μεγαλύτερο βάρος.
Ως αποτέλεσμα, στη σημερινή φάση αναδεικνύονται νέες μορφές ορθολογικότητας της διακυβέρνησης, που όμως είναι ακόμα ζητούμενα. Κρίσιμο σημείο είναι η ανάγκη της δημιουργίας ενός κλίματος πρωτοβουλιών, αλλαγών και αλμάτων, που θα δώσουν μια κρίσιμη ώθηση στην εξέλιξη της χώρας. Στην ουσία, το ζητούμενο δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες – σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές – αλλαγές. Αφορά στη διατύπωση μιας συνθετικής, φιλόδοξης και συνθετικής προσέγγισης για το πώς η χώρα θα αποκτήσει «δύναμη» και θα αναπτύξει μια στρατηγική που συστηματικά θα κατατείνει στο αποτέλεσμα αυτό.
Οι έννοιες «στρατηγική» και «δύναμη» παραπέμπουν σε συνθήκες πολιτικής πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι η θέσπιση διάσπαρτων μέτρων μικρής εμβέλειας (του τύπου ενίσχυση των προσόδων από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, ευνοϊκές φορολογικές απαλλαγές κ.ά.)».