Δύο ηλικιωμένες κυρίες, φίλες σχεδόν για μια ολόκληρη ζωή, παρακολουθούν στις ειδήσεις από την ασφάλεια ενός ρετιρέ της οδού Πατησίων στιγμιότυπα από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ. Η μία σχολιάζει την εμφάνιση, το περίφημο πια καπέλο της Μελάνια Τραμπ. Η άλλη θυμώνει: «Ακούς τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει;». Η Λόλα Χασσίδ Αντζελ έμαθε από παιδί και μάλιστα με τον πιο κτηνώδη τρόπο πως μόνο ζόφος, έρεβος, δυστυχία και θάνατος μπορεί να προκύψει όταν οι άνθρωποι προτάσσουν, προβάλλουν και εστιάζουν σε εκείνα που τους διαιρούν, ξεχνώντας όσα έχουν τη δύναμη και τη δυναμική να τους αθροίζουν.

Στα 88 της χρόνια είναι μία από τους 12 εν ζωή Ελληνες Εβραίους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος ή πιο σωστά της Σοά. Δεν φέρει στον βραχίονα του αριστερού χεριού της το τατουάζ με τον αριθμό μητρώου με το οποίο οι Ναζί στιγμάτιζαν τα θύματά τους, αφού δεν εκτοπίστηκε στο Αουσβιτς, όμως θυμάται με κάθε λεπτομέρεια και κυρίως φέρει σε κάθε ικμάδα της μνήμης της τους 13 μήνες που πέρασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν, στα βόρεια της Γερμανίας. Οταν συνελήφθη στην Αθήνα και εκτοπίστηκε, η Λόλα Χασσίδ Αντζελ ήταν έξι ετών.

«Στο Μπέργκεν-Μπέλσεν δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων. Υπήρχε όμως ο θάνατος διά της πείνας. Δεν υπήρχε τροφή. Ημουν 6 χρόνων και έβλεπα ανθρώπους να πεθαίνουν δίπλα μου. Οταν το ελευθέρωσαν οι Βρετανοί, βρήκαν χιλιάδες πτώματα» αφηγείται. Από το 1940 έως το 1944 το Μπέργκεν-Μπέλσεν λειτουργούσε αποκλειστικά ως κέντρο κράτησης αιχμαλώτων πολέμου που προορίζονταν για ανταλλαγή με γερμανούς αιχμαλώτους. Εκεί φυλακίστηκαν εκατοντάδες Ελληνες Εβραίοι, που διέθεταν όμως ισπανική υπηκοότητα, όπως δηλαδή η οικογένεια της Χασσίδ Αντζελ. Μετά την προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν συγκεντρώθηκαν χιλιάδες Εβραίοι από τα ανατολικά στρατόπεδα. Εκεί είχαν μεταφερθεί από το Αουσβιτς, διανύοντας πεζή περί τα 900 χιλιόμετρα, μαζί με άλλες επτά χιλιάδες γυναίκες η Αννα Φρανκ και η αδελφή της τον Οκτώβριο του 1944. Σε αυτή την πορεία θανάτου βρισκόταν και η γυναίκα που πολλά χρόνια αργότερα θα γινόταν πεθερά της Χασσίδ Αντζελ. «Ξέρετε τι μας είπε όταν έφτασαν; Αυτό τρώτε εσείς εδώ; Στο Αουσβιτς τρώγανε περισσότερο».

Η Λόλα Χασσίδ Αντζελ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να ήταν μόλις τριών ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όμως λέει ότι ακόμα θυμάται τη μυρωδιά από την κόλλα που έφτιαχναν οι γονείς της για να τοποθετούν μπλε κόλλες στα παράθυρα του σπιτιού τους. «Τον Γενάρη του ’41 αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Θεσσαλονίκη. Αφήσαμε το σπίτι μας, παππού, γιαγιά, αδέλφια του μπαμπά και της μαμάς μου, ξαδέλφια και ήρθαμε στην Αθήνα. Μείναμε για ένα διάστημα σε ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Κοραή. Αφού μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα τον Απρίλιο, φύγαμε από το ξενοδοχείο και νοικιάσαμε μια γκαρσονιέρα στην οδό Γκυϊλφόρδου στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί μας συνέλαβαν. Αλλά πότε; Την 25η Μαρτίου του 1944. Μέχρι τότε, επειδή ήμασταν ισπανοί υπήκοοι, δεν είχαμε την υποχρέωση να φέρουμε πάνω μας το άστρο. Οπότε ο πατέρας μου δούλευε με ένα παλιό του συνέταιρο, με τον οποίο είχαν εκδώσει και πλαστές ταυτότητες. Ο μπαμπάς μου, ο Σολομών, είχε γίνει Σωτήρης, η μαμά μου Ελένη, εγώ είχα μείνει Λόλα, γιατί έπρεπε να θυμάμαι το όνομά μου αν με ρωτούσαν οι Γερμανοί. Χατζηγεωργίου ήταν το επώνυμο».

 

«Ο πατέρας μου κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί»

Από παιδί η Λόλα Χασσίδ Αντζελ έμαθε να βρίσκεται υπό διωγμό και, όπως τη συμβούλευε η μητέρα της, να περπατά γρήγορα στον δρόμο και να μην κοιτά ποτέ τους ακροβολισμένους Γερμανούς με τα αυτόματα όπλα ανά χείρας. Θυμάται ακόμα τη μητέρα της να βγάζει από την τσέπη της μια χούφτα χαρτονομίσματα για να αγοράσει ένα αβγό, το οποίο τρυπούσε επί τόπου για να το ταΐσει ωμό στην κόρη της, και βέβαια δε θα ξεχάσει ποτέ τη βραδιά που συνέλαβαν τον πατέρα της. «Ηταν 25η Μαρτίου του 1944, 3 το πρωί. Ο μπαμπάς μου κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί. Καθυστέρησε να ανοίξει, πήρε τηλέφωνο τον ισπανό πρέσβη, τον Σεμπαστιάν ντε Ρομέρο Ραδιγάλες, και του είπε στα γαλλικά «με συλλαμβάνουν». Οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι. Ηταν ένας με ρεπούμπλικα και αδιάβροχο που έδειξε τον μπαμπά μου και είπε «αυτός είναι ο Σολωμών Χασσίδ». Τον πήραν τον μπαμπά και εγώ ούρλιαζα. Ούρλιαζα».

Την επομένη η Λόλα και η μητέρα της έπρεπε να βρίσκονται κι εκείνες στη Συναγωγή. Τότε η σύζυγος του ισπανού πρέσβη, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διάσωση εκατοντάδων Ελλήνων Εβραίων, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να υιοθετήσει τη μικρή κόρη των ελλήνων φίλων της. Ηταν ο μόνος τρόπος να τη διασώσει. Ομως η φήμη που κυκλοφορούσε, πως δηλαδή ως ισπανοί υπήκοοι δεν θα εκτοπίζονταν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά θα μεταφέρονταν στην Ιβηρική, κράτησε την οικογένεια ενωμένη. Φυλακίστηκαν στο Χαϊδάρι και μία εβδομάδα αργότερα, στις 2 Απριλίου του 1944, μπήκαν μαζί με 1.500 ακόμα συλληφθέντες σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό.

«Τα παιδιά ήταν εκείνα που υπέφεραν πιο πολύ»

«Αρχές Απριλίου μας φόρτωσαν σε ένα τρένο. Και εκεί τη μυρωδιά θυμάμαι, γιατί στο βαγόνι υπήρχαν τρία βαρέλια: ένα με νερό, ένα με απολυμαντικό και ένα για τις ακαθαρσίες μας, το οποίο αδειάζαμε όταν το τρένο σταματούσε σε κάποιον σταθμό. Θυμάμαι τον κόσμο που έκλαιγε και φώναζε και τον πατέρα μου που με σήκωνε, με έβαζε κοντά στον φεγγίτη και μου έλεγε: «Λόλα, παίρνε βαθιές ανάσες. Βαθιές ανάσες». Δεν ξέραμε πού μας πήγαιναν. Στη Βιέννη το τρένο χωρίστηκε. Οι ξένοι υπήκοοι πήγαμε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Οι υπόλοιποι, μαζί και η μέλλουσα πεθερά μου, συνέχισαν για το Αουσβιτς. Αυτή είχε κρυφτεί στο σπίτι του γραμματέα της ισπανικής πρεσβείας. Υποδυόταν την υπηρέτρια. Και καθώς σέρβιρε ένα βράδυ σε μια δεξίωση, κάποιος την αναγνώρισε και την πρόδωσε. Την πήγαν στη Μέρλιν με τον μικρό της τον γιο, της σπάσανε τα δόντια και τα δάχτυλα του χεριού για να μαρτυρήσει πού ήταν κρυμμένοι ο άνδρας της και ο άλλος της γιος. Δεν είπε και έτσι συνέλαβαν τη μαμά της και τις δύο αδελφές του συζύγου της που καθεμιά είχε από δύο παιδιά. Από όλους αυτούς του 30 που συνελήφθησαν εκείνο το βράδυ, μόνο η πεθερά μου σώθηκε και μια ανιψιά της. Το παιδάκι της το πήραν από το χέρι στο Αουσβιτς και το βάλανε στους θαλάμους αερίων. Και ξέρετε το φρικτό του θαλάμου αερίων. Οπως ερχόταν το αέριο από πάνω, οι ψηλοί πέθαιναν πρώτοι, σχεδόν αμέσως, και καταπλάκωναν τους άλλους. Τα παιδιά ήταν εκείνα που υπέφεραν πιο πολύ».

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 58.886 από τους 71.611 Εβραίους της Ελλάδας δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη. Η Λόλα Χασσίδ Αντζελ έζησε στο κολαστήριο του Μπέργκεν-Μπέλσεν για 12 μήνες.

«Την πρώτη μέρα μάς βάλανε να κάνουμε μπάνιο, βάλανε τα ρούχα μας στον κλίβανο και μας έκαναν μια ένεση στο στήθος. Τότε η μαμά μου μου είπε: «Εδώ θα κάνεις ό,τι σου λέω, χωρίς να ρωτάς γιατί». Μας πήγανε στους κοιτώνες. Ηταν κρεβάτια δίπατα ή τρίπατα. Τα παιδιά δεν είχαν δικαίωμα σε κρεβάτι. Ο πατέρας μου ήταν στην πτέρυγα των ανδρών. Τα δύο κτίρια χωρίζονταν από ένα υποτιθέμενο λουτρό που είχε μόνο νιπτήρες και κρύο νερό. Η τουαλέτα ήταν στο γήπεδο. Φανταστείτε μια μεγάλη πισίνα με έναν πάγκο και γύρω-γύρω στρατιώτες με τα σκυλιά τους. Και έπρεπε να πας να κάνεις την ανάγκη σου παρουσία τους. Θυμάμαι τη μαμά μου που με έβαζε να κάτσω και με κρατούσε από τη μέση, μην πέσω μέσα. Λίγο καιρό μετά άρχισαν οι αρρώστιες. Φυματίωση, τύφος, ψείρες. Ο πατέρας μου αρρώστησε από τύφο και φυματίωση. Τον κουβαλούσε η μητέρα μου, μια γυναίκα ενάμισι μέτρο, στην πλάτη της και εγώ τους ακολουθούσα με ένα μπογαλάκι, γεμάτη ψείρες. Παλτό δεν είχα και για να με κρατά ζεστή η μαμά μου είχε πάρει μια κουβέρτα που την είχε φάει ένα ποντίκι, είχε ανοίξει την τρύπα και μου τη φορούσε σαν πόντσο».

«Ημουν αγρίμι όταν γύρισα από το στρατόπεδο»

Εχουν περάσει 80 χρόνια, όμως η Λόλα Χασσίδ Αντζελ δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της τη μιάμιση κουτάλα σούπας που δικαιούνταν τη μέρα – «αν είχε και καμιά φλούδα πατάτας μέσα, ήμασταν τυχεροί» λέει –, το μικρό κτίριο μέσα στο δάσος στο οποίο πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι, ανάμεσά της και δύο ξαδέλφια της, την αποκτήνωση. Η μόνη της παρέα ήταν ένας φίλος που γνώρισε εκεί και η κούκλα της. «Με είχαν αφήσει να πάρω μαζί μου την κούκλα μου. Πήγα και γύρισα μαζί της. Τώρα πια βρίσκεται στο Γιαντ Βασέμ. Πουπέ τη λέγανε και ήταν ντυμένη τσολιάς». Τα έβδομα γενέθλιά της τα γιόρτασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης με τούρτα ένα μικρό κομμάτι ψωμί και για κεράκια επτά ξυλάκια που είχε βάλει πάνω η μητέρα της. Θυμάται ακόμα ως μοναδική αναλαμπή ανθρωπιάς από την πλευρά των Ναζί ένα καρότο που της έχωσε μια στρατιωτίνα στα άχυρα που είχε για στρώμα της όταν κάποτε νόσησε βαριά από ιλαρά.

Τον Απρίλιο του 1945 και ενώ Βρετανοί και Αμερικανοί πλησίαζαν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, η Λόλα Χασσίδ Αντζελ και η οικογένειά της είδαν ξανά την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Στοιβάχτηκαν ξανά σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό. Μόλις το 2005 έμαθαν πως το σχέδιο των Γερμανών ήταν να ρίξουν τα βαγόνια σε μια λίμνη βόρεια του στρατοπέδου συγκέντρωσης, αλλά ο μηχανοδηγός αρνήθηκε. Επειτα από περιπλάνηση έξι μηνών σε στρατόπεδα προσφύγων πια στην Ευρώπη, το φθινόπωρο η οικογένεια Χασσίδ έφτασε στο Μπάρι. Η Λόλα ακόμα ανακαλεί την εικόνα του πατέρα της να δίνει όλα τα λεφτά που τους είχαν δώσει συγγενείς τους στο Βέλγιο για να αγοράσει λίγο ψητό κοτόπουλο. Ακόμα θυμάται τη γεύση του. «Ημουν αγρίμι όταν γύρισα από το στρατόπεδο. Δεν ήμουν ποτέ παιδί. Πώς γίνεται να μην έχω ακόμα θυμό;».

Η εικαστικός που διασώζει τη μνήμη

Με τη συγκλονιστική ιστορία της εβραϊκής γενοκτονίας, αλλά και με αυτές τις συνταρακτικές προσωπικές ιστορίες επιζώντων, όπως η Λόλα Χασσίδ Αντζελ, ασχολείται συστηματικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η εικαστικός Αρτεμις Αλκαλάη, η οποία από το 2012 έχει εστιάσει την ενέργεια και την προσοχή της στο ερευνητικό – εικαστικό project «Ελληνες Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος» (https://greekjewsholocaustsurvivors.art). Στην πραγματικότητα, μέσα από τις συναντήσεις, τις συνομιλίες και τις φωτογραφίσεις 67 επιζώντων δημιούργησε ένα καταιγιστικό ντοκουμέντο ιστορικής καταγραφής και μνήμης.

«Γεννήθηκα σε μια ελληνική εβραϊκή οικογένεια που έχασε πάρα πολλά μέλη της στο Αουσβιτς. Ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, δολοφονήθηκε εκεί. Μεγάλωσα λοιπόν με αυτή την αφήγηση, την οποία ο πατέρας μου απέφευγε. Ηταν πάρα πολύ ευαίσθητος και δεν ήθελε να μιλά για αυτό παρά σε ελάχιστες περιστάσεις. Ο,τι έμαθα το έμαθα από τη γιαγιά μου, τη σύζυγο του παππού που δολοφονήθηκε. Εκείνη μας έδινε κλειδιά για να κατανοήσουμε το παρελθόν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισα να διαχειρίζομαι αυτό το τραυματικό παρελθόν – συλλογικό αλλά και οικογενειακό – μέσω των έργων μου. Επρόκειτο για έργα μικρού μεγέθους και με πολύ ταπεινά υλικά. Σπιτάκια, μαριονέτες, παιδικά παιχνίδια» εξηγεί η εικαστικός, στο έργο της οποίας ήταν πάντα κυρίαρχες οι έννοιες της απώλειας, της απουσίας και βέβαια της μνήμης.

 

«Ηθελα να τους κάνω ορατούς»

Το 2012 αποφάσισε να συνδέσει μια σειρά έργων της με θέμα το σπίτι και την αρχετυπική μορφή του, αυτή που όλοι μας έχουμε ζωγραφίσει ως παιδιά, με τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος. «Ηθελα να τους κάνω ορατούς» λέει. «Η πρώτη γυναίκα που φωτογράφισα ήταν η Σάντρα Κοέν στην Κέρκυρα. Αφηνα τους επιζώντες ελεύθερους να αποφασίσουν τι θα αφηγηθούν. Μπορούσαν να πουν την ιστορία τους ή μπορούσαν και να μην πουν τίποτα. Υπήρξαν άνθρωποι που δεν άντεχαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, να μιλήσουν για αυτά που είχαν ζήσει και αυτά που είχαν δει. Ανθρώπους να δολοφονούνται δίπλα τους. Τα παιδιά τους, τα αδέλφια τους, τους γονείς τους. Γι’ αυτό σεβάστηκα πάρα πολύ κάθε επιθυμία τους και τον τρόπο που ήθελαν να προσεγγίσουν ή να μην προσεγγίσουν την περίοδο αυτή. Με ρωτάνε πολλές φορές αν υπάρχει κάποια συγκλονιστική ιστορία. Ολες οι ιστορίες είναι συγκλονιστικές. Εξαρτάται από τον άνθρωπο που την αφηγείται. Τι λέει, τι θέλει να διηγηθεί και να εκφράσει. Υπήρχαν ιστορίες ηρωισμού, αγάπης, υπάρχουν πολλών ειδών μικρο-ιστορίες. Και εγώ όταν ξεκινούσα το project νόμιζα ότι η ιστορία ήταν μία: Εκτοπίστηκαν, πήγαν στο στρατόπεδο, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν ή επέστρεψαν».

Η Αλκαλάη ζήτησε μεταξύ άλλων από τους 67 Ελληνες Εβραίους που συνάντησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό να φωτογραφηθούν έχοντας πλάι τους ένα από τα σπίτια που η ίδια είχε δημιουργήσει. Ηταν σαν μια νοητή επιστροφή στην εστία τους. Εκείνη που η Λόλα Χασσίδ Αντζελ στερήθηκε βίαια όταν ήταν 6 ετών και ξαναβρήκε πολλά χρόνια αργότερα. Οταν πια είχε επιστρέψει με την οικογένειά της σε εκείνη τη μικροσκοπική γκαρσονιέρα της οδού Γκυϊλφόρδου και ένα μεσημέρι ο πατέρας, επιστρέφοντας σπίτι, έστρωσε μια λαδόκολλα στο πάτωμα, έβαλε πάνω ψωμί, ελιές και ντομάτα και έκατσαν όλοι μαζί να φάνε. Τότε ένιωσε μετά από χρόνια ξανά ότι βρισκόταν σπίτι. Σε μια προθήκη του διαμερίσματος όπου ζει σήμερα η Λόλα Χασσίδ Αντζελ έχει τοποθετημένο το μαχαίρι ενός αξιωματικού των Ναζί που είχε πάρει η μητέρα της. Οχι για να νιώθει ασφαλής. Αλλά γιατί «οι νικητές παίρνουν τα όπλα των ηττημένων», όπως είχε ακούσει τη μητέρα της να του λέει.