Και πολλή μπάλα να μην έχεις δει, είναι αδύνατον να σου έχει ξεφύγει το ριπλέι αυτής της φάσης. Της βίας που σοκάρει, μιας κυβέρνησης που υπόσχεται κάποια θεραπεία-σοκ «χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος», του μαχαιριού που δεν θα σταματήσει εάν δεν «φτάσει έως το κόκαλο». Μέχρι το επόμενο σοκ.

Κάπου εκεί, σε αυτό το σημείο της φάσης και του ριπλέι, εμφανίζεται η Μάργκαρετ Θάτσερ. Μαζί με τον μύθο της τιμωρού που μάντρωσε τα ποδοσφαιρικά κλαμπ στο νησί της, καθάρισε τους χούλιγκαν στις κερκίδες και έκανε τα γήπεδα να μοιάζουν με χαρούμενες εκκλησίες. Γιατί δεν το κάνουμε κι εμείς σαν κι αυτήν;

Κάπως έτσι κάνουν η Θάτσερ, ο μύθος της και το φάντασμά της μια δεύτερη καριέρα στα ελληνικά γήπεδα. Και κάπως έτσι επαναλαμβάνονται η φάση και τα μέτρα τού «κάν’ το όπως η Θάτσερ» για να κρυφτεί το πρόβλημα κάτω από το χαλί, το παρκέ και το χορτάρι. Διότι το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς στις κερκίδες, το αίμα τρέχει κάπου εκεί έξω, σε έναν δρόμο της Θεσσαλονίκης, σε ένα περίπτερο της Νέας Φιλαδέλφειας, στην αερογέφυρα του Βόλου, σε εκατοντάδες μέτρα από το φιλέ του Ρέντη.

Το ερώτημα συνεπώς δεν είναι γιατί δεν κάνουμε ό,τι έκανε η Θάτσερ, αλλά πόσες Θάτσερ χρειαζόμαστε. Τουλάχιστον μία για τη διαιτησία, άλλη μία για τη χρήση του VAR, μια τρίτη για τους διαδρόμους της ΕΠΟ. Και πολλές ακόμη για τη βία επειδή, σύμφωνα με την κυβέρνηση που αδειάζει και γεμίζει τις κερκίδες επιλεκτικά, πότε σαν να θατσερίζει και άλλοτε σαν να παραγοντίζει, οι δικοί μας χούλιγκαν δεν είναι κάτι παιδιά της εργατικής τάξης που πνίγουν την ανεργία τους σε τόνους μπίρα, αλλά ένα υβρίδιο υποκόσμου και μπαχαλάκηδων.

Η δουλειά είναι πολλή ακόμη και για κάποια που, εκτός από τους μεθυσμένους χούλιγκαν, ενίσχυσε τον μύθο της με επιδείξεις ισχύος στους ανθρακωρύχους μιας μεγάλης απεργίας και τον στρατό μιας λατινοαμερικανικής χούντας. Κυρίως όμως είναι διαφορετική. Τόσο διαφορετική και τόσο σύνθετη που εκθέτει το επιλεκτικό λουκέτο στις κερκίδες ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Αλλά και την «ποινική αναβάθμιση» ως μια υπεκφυγή που, αλίμονο, παρακολουθούμε ξανά και ξανά σε ριπλέι.

Σε μια σειρά από υποθέσεις, από το δυστύχημα των Τεμπών και τη μοιραία τύχη της Σύμβασης 717 έως τις υποκλοπές και την οπαδική βία, η κυβέρνηση αναλαμβάνει το κομμάτι της επικοινωνιακής διαχείρισης κι έπειτα πετάει την μπάλα στην εξέδρα της Δικαιοσύνης, περίπου σαν η Δικαιοσύνη να είναι ένα νεκροταφείο ελεφάντων όπου ακόμη πιο βαθιά και από τα οστά τους θάβεται η μνήμη τους.

Με τη Σύμβαση 717 έφτασε να ασχοληθεί η ευρωπαία εισαγγελέας προτού καν τη φυλλομετρήσει κάποιος εγχώριος ομόλογός της. Στις υποκλοπές, η «ποινική αναβάθμιση» συνοδεύτηκε από τον φόβο της συγκάλυψης. Και στην οπαδική βία, τη συνοδεύουν ο φόβος του άπειρου χρόνου που θα χρειαστεί για να πακεταριστεί το υβρίδιο του υποκόσμου και των μπαχαλάκηδων στη συσκευασία της «εγκληματικής οργάνωσης» και ο κίνδυνος να ξεφουσκώσει η υπόθεση σαν μπάλα που τρύπησε η σαμπρέλα της.

Αλλά έως τότε; Εως τότε η ιστορία θα έχει σκεπαστεί από τη λήθη. Ή μάλλον από τη λήθη μιας εικαζόμενης αιτίας. Στις υποκλοπές είναι η κυβέρνηση που λέει πως ο κόσμος έχει σοβαρότερα προβλήματα να ασχοληθεί, στην μπάλα είναι η ίδια που αφήνει να εννοηθεί πως έχει καλύτερα πράγματα να κάνει. Μπάλα είναι, θα κυλήσει όπως κυλάει ο χρόνος. Και αν τύχει πάλι καμία «στραβή στη βάρδια»; Μα θα υπάρχουν πάντα τα μέτρα τού «κάν’ το όπως η Θάτσερ». Α, ναι, και η φάση του ριπλέι.