Η σύγχρονη εορταστική περίοδος – συμπυκνωμένη ανάμεσα στην υποχρεωτική ευθυμία των τελευταίων ημερών του Δεκεμβρίου και στην τελετουργική αμνησία του Ιανουαρίου – λειτουργεί λιγότερο ως γιορτή και περισσότερο ως πράξη χρονικής βίας. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά δεν σηματοδοτούν απλώς τον χρόνο – τον επιβάλλουν. Συνιστούν μηχανισμούς εξαναγκασμένου συγχρονισμού, που ευθυγραμμίζουν ετερογενείς ζωές, πένθη και ιστορίες σε έναν ενιαίο, άκαμπτο παλμό του ημερολογίου.

Πίσω από το ευγενές λεξιλόγιο της «εορτής», οι σύγχρονες κοινωνίες ασκούν μια πειθαρχική λειτουργία: οι ατομικοί ρυθμοί αναστέλλονται, η διαφωνία αναβάλλεται, το πένθος μετατίθεται και όλοι καλούνται – ευγενικά αλλά αδιαπραγμάτευτα – να χαμογελάσουν εγκαίρως.

Ο χρόνος, όπως έχουν δείξει θεωρητικοί από τον Μπεργκσόν έως τον Κοζέλεκ, δεν είναι ουδέτερος. Είναι βιωμένος, άνισος, ανθεκτικός στην τυποποίηση. Κι όμως, η εορταστική περίοδος επιμένει σε μια φαντασίωση χρονικής ενότητας. Σου λένε ότι τώρα είναι ώρα για «χαρά», «συμφιλίωση», «ανανέωση». Η βία δεν έγκειται στην πρόσκληση αλλά στην απουσία εναλλακτικών.

Το να βρεθεί κανείς εκτός συγχρονισμού – να πενθεί, να αρνείται, να παραμένει αμετάβλητος – εκλαμβάνεται ως παθολογία, αντικοινωνικότητα ή, το χειρότερο, ως αγνωμοσύνη. Το ημερολόγιο καθίσταται κανονιστικό, το συναίσθημα ρυθμιζόμενο.

Δεν πρόκειται για μια συνθήκη απλής πολιτισμικής αναστάτωσης. Πρόκειται για πολιτικό και υπαρξιακό ζήτημα. Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει τελειοποιήσει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί χρονολογική διακυβέρνηση: τη διαχείριση πληθυσμών μέσω χρονικά ευαίσθητων τελετουργιών.

Προθεσμίες Χριστουγέννων, αξιολογήσεις τέλους έτους, αποφάσεις Πρωτοχρονιάς – δεν είναι τυχαία έθιμα αλλά τεχνολογίες συγχρονισμού. Συμπιέζουν το έτος σε μια αφηγηματική καμπύλη λήξης και επανέναρξης, ανεξάρτητα από το αν μια τέτοια λήξη είναι δυνατή ή μια τέτοια επανέναρξη επιθυμητή. Η ιστορία ισοπεδώνεται σε κύκλο, το τραύμα σε διακοπή που οφείλει να περιμένει μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου.

Η ειρωνεία σχεδόν αυτογράφεται: ο πόνος αναστέλλεται μέχρι το τέλος των εορτών. Μια από τις πιο ύπουλες συνέπειες αυτής της χρονικής συμπίεσης είναι η εξαναγκασμένη καταστολή του πένθους. Το πένθος, εξ ορισμού, δεν υπακούει σε ημερολόγια. Διαστέλλεται, συστέλλεται, επανεμφανίζεται απροσδόκητα.

Κι όμως, κατά την εορταστική περίοδο, το πένθος καθίσταται κοινωνικά άβολο. Ο πενθών υποβάλλεται σε μια ήπια αλλά σαφή υπόδειξη να «σταθεί δυνατός», να «επικεντρωθεί στα θετικά» ή, τουλάχιστον, να μη «χαλάσει την ατμόσφαιρα». Το πένθος δεν απορρίπτεται ρητά, αλλά μετατοπίζεται στο περιθώριο, γίνεται ανεκτό μόνο εφόσον παραμένει διακριτικό και σύντομο.

Από ψυχαναλυτική σκοπιά, αυτό δεν είναι απλώς ανήθικο αλλά επικίνδυνο. Το κατεσταλμένο πένθος δεν εξαφανίζεται, επιστρέφει μετατοπισμένο, συχνά ως άγχος, κατάθλιψη ή ευερεθιστότητα, τα ίδια τα συναισθήματα που, παραδόξως, κορυφώνονται κατά τις γιορτές. Η επιβολή της χαράς παράγει το αντίθετό της. Το ημερολόγιο υπόσχεται ίαση αλλά επιτυγχάνει καταστολή. Αυτό που παρουσιάζεται ως συλλογική θαλπωρή λειτουργεί, πρακτικά, ως συναισθηματική λογοκρισία.

Σε ατομικό επίπεδο, η δυνατότητα αντιμετώπισης του πένθους, ιδίως σε περιόδους που απαιτούν εκδηλώσεις «ευτυχίας», είναι καθοριστική για την ψυχική ακεραιότητα. Το να επιτρέψει κανείς στον εαυτό του να πενθήσει (ακόμα και) κατά τις γιορτές δεν αποτελεί αποτυχία ανθεκτικότητας αλλά πράξη αντίστασης απέναντι στη χρονική κανονιστικότητα. Επιβεβαιώνει ότι ο υποκειμενικός χρόνος δεν μπορεί να υπαγορευτεί από εορταστικά προγράμματα. Το πένθος που αναγνωρίζεται μεταβολίζεται, το πένθος που καταπιέζεται μετατρέπεται σε όπλο εναντίον του εαυτού.

Ωστόσο, το πρόβλημα εκτείνεται πολύ πέρα από την ατομική ψυχολογία. Σε συλλογικό επίπεδο, ο εξαναγκασμένος συγχρονισμός της εορταστικής περιόδου καθίσταται ηθικά σκανδαλώδης όταν εφαρμόζεται σε κοινωνίες σημαδεμένες από πόλεμο, εκτοπισμό ή συστημική βία. Τι σημαίνει «καλή χρονιά» σε μια βομβαρδισμένη πόλη;

Τι σημαίνει «νέα αρχή» σε στρατόπεδα προσφύγων, σε κατεχόμενα εδάφη, σε χώρες που μετρούν τους νεκρούς τους; Ναι – τα έθνη που βρίσκονται σε κρίση έχουν εξίσου δικαίωμα στην ευφροσύνη, αλλά και ποιος βοηθά τους ταλανιζόμενους ανθρώπους να καταλάβουν πότε η υποταγή τους στην κανονιστική, ημερολογιακή ευτυχία είναι ελεύθερη και πότε απλώς ανεκτή, μαζική, μιμητική. Το παγκόσμιο ημερολόγιο προχωρά ατάραχο, αδιάφορο απέναντι στις ασύμμετρες μορφές οδύνης. Οι ίδιες ημερομηνίες, τα ίδια συνθήματα, τα ίδια πυροτεχνήματα, μεταδιδόμενα διεθνώς λες και ο χρόνος είναι δημοκρατικός.

Εδώ, η βία του συγχρονισμού παύει να είναι μεταφορική. Η επιμονή σε μια εορταστική κανονικότητα εν μέσω πολέμου λειτουργεί ως μορφή συμβολικής διαγραφής. Απαιτεί από ολόκληρους πληθυσμούς να λησμονήσουν προσωρινά τους νεκρούς τους προκειμένου να συμμετάσχουν σε μια παγκόσμια μυθοπλασία ανανέωσης. Το πένθος καθίσταται πολιτικά άβολο, η θλίψη διατάραξη της διεθνούς διάθεσης. Το ημερολόγιο, για άλλη μια φορά, συντάσσεται με την εξουσία.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν προειδοποίησε απέναντι σε αντιλήψεις της Ιστορίας που ρέουν «ομοιογενώς και κενά». Η εορταστική περίοδος αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο κενό: χρόνος απογυμνωμένος από περιεχόμενο, διαφορά και μνήμη, γεμισμένος με ανταλλάξιμες τελετουργίες. Απέναντι σε αυτό, ο Μπένγιαμιν αντιπρότεινε τη μνήμη ως διακοπή – το Jetztzeit (Jetzt = τώρα, Zeit = χρόνος), έναν παροντικό χρόνο που αναστέλλει τη ροή και επιβάλλει την αντιπαράθεση. Το να πενθεί κανείς κατά τις γιορτές, ιδίως συλλογικά, συνιστά μια τέτοια διακοπή. Αρνείται το ψεύδος ότι ο χρόνος θεραπεύει αυτομάτως, ότι τα έτη κλείνουν αναίμακτα, ότι η οδύνη σέβεται προθεσμίες.

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ειδικότερα, σηκώνει πολλή καχυποψία. Σκηνοθετείται ως καθολική επανεκκίνηση, ως συμβολική άφεση. Ο,τι απέτυχε, ό,τι πόνεσε, ό,τι παρέμεινε άλυτο αρχειοθετείται μαγικά υπό την ετικέτα «πέρυσι».

Η υπόσχεση είναι δελεαστική και βαθύτατα ιδεολογική. Μετατρέπει τη δομική βία σε ατομική ευθύνη («new year, new me»), το ιστορικό τραύμα σε υλικό αυτοβελτίωσης και την πολιτική καταστροφή σε βουητό πίσω από τα πυροτεχνήματα. Η ανανέωση προσφέρεται χωρίς λογοδοσία, η ελπίδα χωρίς δικαιοσύνη.

Αυτό που χάνεται σε αυτή τη διαδικασία είναι η αξιοπρέπεια του ανολοκλήρωτου χρόνου. Κάποιες απώλειες δεν τελειώνουν. Κάποιοι πόλεμοι δεν παύουν. Κάποια πένθη δεν είναι εποχικά. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να χωρέσει αυτές τις αλήθειες, ιδίως στις πιο φορτισμένες συμβολικά στιγμές της, αποκαλύπτει την ευθραυστότητα της ηθικής φαντασίας της.

Η κριτική της εορταστικής περιόδου ως χρονικής βίας δεν ισοδυναμεί με υπεράσπιση μιας διαρκούς θλίψης ή ενός χαρούμενου ημερολογίου απογυμνωμένου από γιορτές. Είναι, αντιθέτως, διεκδίκηση της χρονικής πολλαπλότητας: του δικαιώματος ατόμων και κοινοτήτων να κατοικούν τον χρόνο με διαφορετικούς τρόπους. Είναι υπεράσπιση του πένθους ως μορφής γνώσης, της διαφωνίας ως χρονικής στάσης και της άρνησης ως ηθικής πράξης. Σε έναν πολιτισμό εμμονικό με τον συγχρονισμό, το να βρίσκεται κανείς εκτός χρόνου ίσως είναι η πιο έντιμη θέση που απομένει.

Και ίσως η πιο ριζοσπαστική χειρονομία της εποχής να μην είναι ο εορτασμός, αλλά η ήσυχη αναγνώριση ότι για πολλούς αυτός δεν είναι χρόνος λήξεων ή ενάρξεων – παρά μόνο συνέχεια. Χωρίς αντίστροφη μέτρηση. Κι αν του τα φέρει έτσι η ζωή, μπορεί κανείς, αν το θελήσει, να γιορτάσει τον εαυτό του («I celebrate myself», που έλεγε ο Ουόλτ Ουίτμαν) μια Τετάρτη ενός Μαΐου στις οκτώ παρά είκοσι τρία το βράδυ, ξέρω γω. Θα ήταν εφικτό, αν κατοικούσαμε τον χρόνο, αντί να του επιτρέπουμε να μας κατοικεί.

Το βλέμμα του Μπλενχάιμ

Στο Γούντστοκ, στο Οξφορντσάιρ της Βρετανίας, βρίσκεται το Ανάκτορο Μπλενχάιμ, χτισμένο στις αρχές του 18ου αιώνα, δώρο του στέμματος προς τον Τζον Τσόρτσιλ, Δούκα του Μάρλμπορο, μετά τη νίκη του στη Μάχη του Μπλενχάιμ (1704), πατρογονικός οίκος του Ουίνστον Τσόρτσιλ και μνημείο της UNESCO.

Η οροφή του βόρειου προστώου είναι γεμάτη ζωγραφισμένα μάτια (ύστερη προσθήκη, του 1928), που σε αντιλαμβάνονται προτού τα αντιληφθείς. Τα αποσπασμένα τους βλέμματα αναστέλλουν τη βεβαιότητα της εισόδου: προτού ακόμη σηκώσεις τα μάτια σου στο μνημείο, το μνημείο κατεβάζει τα μάτια του σε εσένα.

Κι ωστόσο, τα ελαφρώς κυρτά βλέφαρά τους σπάνε κάπως την επιβλητικότητα του παντεπόπτη οφθαλμού, σαν μικρές ρωγμές στη ρητορική της κυριαρχίας, λες και το ίδιο το οικοδόμημα εκφράζει μια στιγμιαία ευαλωτότητα – μια ανάγκη να σε πιέσει με το βλέμμα όχι για να σε αποθαρρύνει, μα επειδή λαχταρά να το κοιτάξεις κι εσύ.