Στις 6 Οκτωβρίου του 2012, ο γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός της τέχνης Ζορζ Ντιντί-Ουμπερμάν μίλησε σε ένα μεγάλο κοινό στην κατάληψη του Τεάτρο Γκαριμπάλντι στο Παλέρμο. Η σκηνή έχει καταγραφεί στην ταινία του Βενσάν Ντιέτρ «Ορλάντο Φερίτο». Μιλώντας λοιπόν στους συγκεντρωμένους ο Ουμπερμάν κάνει κάτι που δεν το περιμένεις. «Θα αποτύχετε σίγουρα κάποια στιγμή», τους λέει, «ο δήμος, το κράτος θα σας πάρουν πίσω το θέατρο».
Εν μέσω παγκόσμιας κρίσης, και ενώ αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσο ωραία κινητοποιηθεί, ο Ουμπερμάν τους λέει ότι πρέπει να είναι πεσιμιστές, αυτό που κάνουν δεν θα μακροημερεύσει. Κι όμως, αντιγυρίζει αμέσως μετά στον λόγο του: θα παραμένει πάντα το ίχνος αυτής της κατάληψης, θα υπάρχει η εικόνα σας εδώ αυτή τη στιγμή στο γεμάτο θέατρο, και αυτό θα μείνει στη μνήμη, θα γίνει κάποτε πολιτικό επιχείρημα, δημιουργείται τούτη τη στιγμή μια νομολογία του μέλλοντος.
Σκέφτηκα αυτή τη σκηνή καθώς έβλεπα όλη την εβδομάδα να εξελίσσεται η πορεία των ακτιβιστριών που προσπάθησαν να σπάσουν το εμπάργκο του Ισραήλ στη Γάζα με το πλοίο «Madleen». Οπως και το ίδιο το όνομά του, αναφορά στην επίμονη μοναδική γυναίκα ψαρά της Γάζας, το «Madleen» δεν είχε καμία πιθανότητα να επιτύχει. Μάλλον το αντίθετο: θα αποτύχαινε, όπως είχαν αποτύχει, κάποτε με αποτελέσματα τραγικά, και άλλες αντίστοιχες νηοπομπές προς τη Γάζα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτές οι νηοπομπές από τις οποίες και το «Madleen» τώρα εμπνεόταν. Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί επέμειναν. Και η εικόνα τους είναι εκεί και θα μένει. Κάποια στιγμή, μια άλλη συλλογικότητα, μια άλλη δράση, μια άλλη επαναστατική πράξη στο μέλλον θα εμπνευστεί από αυτό που τώρα έχει συμβεί, θα το χρησιμοποιήσει σαν νομολογία αντίστασης, θα την ανακαλέσει την εικόνα αυτή, αυτή την επιμονή, ως το αναγκαίο της παρελθόν.
Ετσι κάπως αποσταθεροποιεί η επιμονή, όταν δεν είναι συνδεδεμένη με ισχύ και εξουσία, όταν προτείνεται γυμνή, ως πολιτική πράξη. Η Γκρέτα Τούνμπεργκ, η σουηδέζα ακτιβίστρια, αυτό ακριβώς προσωποποιεί, αυτή την τρομερή δύναμη.
Από μικρό κοριτσάκι καθισμένη με ένα πλακάτ μόνη της στο πεζοδρόμιο διαμαρτυρόμενη για το περιβάλλον, μετά σε κοινοβούλια, μπροστά σε ηγέτες, επιτροπές και χλευαστές, η Τούνμπεργκ δεν είχε ποτέ άλλο όπλο παρά μια παράλογη, σχεδόν εκτός πραγματικότητας, επιμονή. Εύκολα μπορούν, για αυτό το «εκτός πραγματικότητας», να την ειρωνευτούν. Εύκολα μπορούν να πουν ότι δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας οι παρεμβάσεις της, ότι είναι για το θεαθήναι. Και όμως, η εικόνα της μένει. Αυτή η επιμονή λειτουργεί με τρόπους που ηγεμονικοί λόγοι και εξουσίες δεν μπορούν να προβλέψουν. Είναι αυτή η τρομερή της επιμονή που την προστατεύει. Είναι αυτή που φοβίζει.
Την ξέρω τούτη την επιμονή. Την έχω ξαναδεί. Στην καθιστική διαμαρτυρία – στην ιστορία τόσων κινημάτων, σε όσες και όσους μάς εμπνέουν γιατί επέμεναν. Την έχω ξαναδεί στις ιστορίες ανθρώπων που έκαναν έργο ζωής κάτι που μπορεί να φαινόταν στενό, μικρό, τοπικό, ουτοπικό, αλλά που ακριβώς έτσι όπως γινόταν έργο ζωής, έργο δηλαδή επιμονής, αποκτούσε δύναμη τεράστια. Γινόταν το αναγκαίο μας παρελθόν.
Την ξέρω τούτη τη θαυμάσια επιμονή, την έχω ξαναδεί στους ανθρώπους που γυρίζουν στα βομβαρδισμένα τους σπίτια, στους γιατρούς που κοιμούνται στα κατεστραμμένα νοσοκομεία, στις μάνες που πενθούν και που έμαθαν να μεταμορφώνουν τον αποσιωπημένο, τον εξοστρακισμένο, τον μειονοτικό, τον αέναο θρήνο τους σε διεκδίκηση και αίτημα για δικαιοσύνη, στις μάνες μας τις χτυπημένες. Στις μάνες στις πλατείες της Χιλής και της Αργεντινής, στους εμφύλιους πολέμους των Βαλκανίων και της Μεσογείου, στα Τέμπη, στη Γλάδστωνος, στο Πέραμα, στις δυο μεριές της Λευκωσίας και στον Βόλο, στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, σήμερα τόσο έντονα στη Γάζα.
Στις φοιτήτριες και τους φοιτητές που επιμένουν να βγαίνουν στους δρόμους στην Αμερική για να διεκδικήσουν ενάντια στην ξενοφοβία, τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς, γνωρίζοντας ότι ρισκάρουν φυλακή ή/και απέλαση. Την έχω ξαναδεί τούτη την επιμονή στους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές που όταν ήμασταν μικρά μάς τους περιέγραφαν ως τρελούς («μερικοί τρελοί με μια βάρκα» ήταν η πρώτη φορά που άκουσα να μου περιγράφουν τους ακτιβιστές της Greenpeace), στους ανθρώπους που βοηθούν πρόσφυγες και μετανάστες και καταγράφουν τα εγκλήματα εναντίον τους (πάλι: «μερικοί τρελοί με κάτι βάρκες»).
Αλλά και σε όλες και όλους μας που διατηρούμε μια τρελή ελπίδα ακόμα και στην πιο δύσκολη οικονομική, κοινωνική, πολιτική συνθήκη, που επιστρέφουμε, που ξαναπροσπαθούμε, που στεκόμαστε και αρθρώνουμε φωνή, προσπαθώντας αυτή η φωνή να ακουστεί και η παρουσία μας να προσμετρηθεί.
Επιμονή, θα πεις, έχει κι ο Τραμπ. Επιμονή και η διεθνής της Ακροδεξιάς, του ρατσισμού και του σοβινισμού, που πλέον ξεπετάγεται από παντού και με πολλές μορφές, πρωτεϊκή και business friendly. Δεν ξέρω άλλον τρόπο παρά να βρω μια ακόμα λέξη για να τις διαχωρίσω. Ας ονομάσω, λοιπόν, αυτήν τη χωρίς ισχύ και εξουσία επιμονή για την οποία θέλω να μιλώ «θαυμάσια». Τη λέξη τη δανείζομαι από τον Κάλβο. «Τα θαυμάσια της αρετής αέναα νερά» λέει στην ένατη ωδή της «Λύρας», αυτή που έχει τίτλο «Εις Ελευθερίαν». Προτάσσοντας σε αυτό που ως τώρα περιέγραψα ως κοινωνική, πολιτική πράξη και μια αναγκαία ηθική συνθήκη.
Ο κύριος Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου επιμελείται τον κύκλο συζητήσεων «Η θαυμάσια επιμονή». Επόμενες συζητήσεις: Κυριακή 15 Ιουνίου, Πέμπτη 19 Ιουνίου, Κυριακή 29 Ιουνίου. Στις 7 μ.μ. Είσοδος ελεύθερη.






