Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης της Αλβανίας να εντάξει στο Υπουργικό Συμβούλιο την «Diella» – ένα ψηφιακό πρόσωπο, σχεδιασμένο από τεχνητή νοημοσύνη, το οποίο αναλαμβάνει την εποπτεία και προοδευτικά την ίδια την εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων – παρουσιάστηκε ως τομή προς την απόλυτη διαφάνεια και την κάθαρση του κράτους από τη διαφθορά. Το όνομα Diella, που στα αλβανικά σημαίνει «ήλιος», συμβολίζει το φως της ηθικής ουδετερότητας που υποτίθεται πως εγγυάται η απουσία ανθρώπινου παράγοντα.
Ομως πίσω από την τεχνολογική υπόσχεση κρύβεται ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό ερώτημα. Μπορεί η απόσυρση του προσώπου να οδηγήσει σε καλύτερη πολιτική; Ή μήπως η τεχνική αποπροσωποποίηση της απόφασης οδηγεί, όχι σε διαφάνεια, αλλά σε θεσμική αδιαφάνεια, μεταθέτοντας την ευθύνη από το αναγνωρίσιμο υποκείμενο σε ένα αλγοριθμικό «μαύρο κουτί»; Η Diella δεν εμφανίστηκε αιφνίδια. Προϋπήρχε ως φωνητικός βοηθός στην κρατική πλατφόρμα e-Albania.
Ωστόσο, η αναβάθμισή της σε «εικονική υπουργό», με avatar ενδεδυμένο σε παραδοσιακή φορεσιά, δεν είναι απλώς σημειολογική επιλογή, αλλά μια προσπάθεια ενσώματης οικειότητας, που καλύπτει την αποπροσωποποίηση της πολιτικής ευθύνης. Η κρίσιμη αρμοδιότητα της κατακύρωσης δημοσίων συμβάσεων – μια πράξη που ενέχει στάθμιση, δικαιοσύνη, ερμηνεία και πολιτικό βάρος – μεταβιβάζεται σταδιακά σε ένα σύστημα που δεν έχει πρόσωπο, πρόθεση, ούτε φρόνηση.
Στο σημείο αυτό η φιλοσοφική προβληματική καθίσταται αναγκαία. Η διαφάνεια δεν είναι εγγενής ιδιότητα ενός αλγορίθμου. Είναι το αποτέλεσμα θεσμικού σχεδιασμού, λογοδοσίας και δημοσιότητας. Η ηθική ουδετερότητα της Diella είναι μερική και αρνητική. Δεν δωροδοκείται γιατί δεν επιθυμεί. Ομως και δεν κρίνει γιατί δεν διαθέτει βούληση. Η δικαιοσύνη, στην αριστοτελική προοπτική, δεν είναι προϊόν εφαρμογής κανόνων, αλλά πολιτικό κατόρθωμα, έκφραση της φρόνησης, της ικανότητας να σταθμίζει κανείς το πρέπον και το δίκαιο ανάλογα με την περίσταση.
Η τεχνολογία μπορεί να αυξήσει την τυποποίηση και την ιχνηλασιμότητα, αλλά δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη μιας απόφασης που αφορά το κοινό καλό. Ο ψηφιακός λειτουργός δεν απολογείται, δεν εξηγεί, δεν φέρει όνομα. Η αντικατάσταση του πολιτικού προσώπου με ένα τεχνητό υποκατάστατο οδηγεί σε μια νέα μορφή θεσμικού κενού. Κανείς δεν φέρει τελικά την ευθύνη. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον των πολιτών. Κανείς δεν μπορεί να αδικήσει, αλλά και κανείς δεν μπορεί να πράξει το δίκαιο.
Η τεχνολογία είναι πολύτιμο βοήθημα, όχι υποκατάστατο της φρόνησης. Μπορεί να περιορίσει την αυθαιρεσία, δεν μπορεί να εγγυηθεί δικαιοσύνη χωρίς θεσμικές εγγυήσεις και πρόσωπα που λογοδοτούν. Αν γοητευθούμε από την υπόσχεση της «άψογης ουδετερότητας», κινδυνεύουμε να διασώσουμε τον τύπο και να χάσουμε την ουσία: να προστατευθούμε από ορισμένα σφάλματα, αλλά να απομακρυνθούμε από το ίδιο το δίκαιο. Η δικαιοσύνη δεν αυτοματοποιείται· καλλιεργείται. Κι εκεί, η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι απλώς χρήσιμη. Είναι αναντικατάστατη.
Η κυρία Μαρία Κ. Χωριανοπούλου είναι επ. καθηγήτρια Πρακτικής Φιλοσοφίας – ΕΚΠΑ.






