Τη γενικευμένη εντύπωση ότι η βιομηχανία στην Ελλάδα βρίσκεται σε υποχώρηση και δεν διαδραματίζει βασικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όπως στο παρελθόν, έρχεται να διαψεύσει με πλήθος στοιχείων και επιχειρημάτων το βιβλίο του Vincent Gucci «Η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Economia, που εκδίδει το πολύ σημαντικό μηνιαίο περιοδικό «Οικονομία».

Το βιβλίο αυτό με πλήθος στοιχείων και επιχειρημάτων διαψεύδει κατά τρόπο ιδιαίτερα εντυπωσιακό τη γενικευμένη στη χώρα μας εντύπωση ότι η βιομηχανία στην Ελλάδα βρίσκεται από χρόνια σε υποχώρηση και αποδυναμωμένη και έχει παύσει να διαδραματίζει τον ρόλο που είχε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Μετά από σχολαστική επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι οι αλλαγές τις οποίες βρίσκει να δρομολογούνται από τη δεκαετία του ’80 συγκροτούν μια διαδικασία αναδόμησης και προσαρμογής και όχι αποβιομηχάνισης.

Σημειώνεται υποχώρηση ή εγκατάλειψη των παραδοσιακών κλάδων (κλωστοϋφαντουργία, βιομηχανία ξύλου, δέρματος, κ.λπ.) και επικεντρώνεται η εξειδίκευσή της στα «δυνατά σημεία» της ελληνικής βιομηχανίας, που είναι σήμερα το αλουμίνιο, οι αγροβιοτροφικές βιομηχανίες, τα χημικά, τα προϊόντα πετρελαίου, παρακολουθώντας τις παγκόσμιες τεχνολογικές εξελίξεις.

Οπως υπογραμμίζει η προλογίζουσα το βιβλίο Χριστίνα Αγριαντώνη, «αν είναι αλήθεια ότι ο βιομηχανικός τομέας κατέχει μικρότερη θέση στην ελληνική οικονομία απ’ ό,τι αλλού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ώριμο συγκροτημένο βιομηχανικό σύστημα, όπου οι λογικές που διέπουν τη λειτουργία του είναι παρόμοιες με εκείνες των άλλων βιομηχανικών χωρών».

Αυτό που εντυπωσίασε τον συγγραφέα κατά τη μελέτη του θέματος ήταν η «αορατότητα» της ελληνικής βιομηχανίας. «Υπάρχει αλήθεια κάποια βιομηχανία στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι Ελληνες αμφέβαλλαν όσο και οι Ευρωπαίοι».

Και όμως, όπως αποδεικνύει ο Gucci, η ελληνική βιομηχανία, όπως και άλλοι σημαντικοί τομείς της οικονομίας (εφοπλισμός και τουρισμός), αναπτύσσεται παρά το κράτος, με ανεξάρτητο τρόπο, που ενισχύεται μάλιστα μέσα στην πρόσφατη κρίση. Η ελληνική βιομηχανία εκδηλώνει, παρά τις αμέτρητες δυσκολίες, μια εκπληκτική κατά τον συγγραφέα αυτονομία κινήσεων με την οποία αξιοποιεί τα φυσικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Οπως διαπιστώνει ο Gucci, «η αξιοσημείωτη θέση της αυτοαπασχόλησης και η ζωηρότητα της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα πηγάζουν από το πάθος της ανεξαρτησίας. Μεγάλες εταιρείες αποκεντρώνουν τις μονάδες τους και αξιοποιούν τους τεχνίτες τους. Αναθέτουν σε τρίτους αρμοδιότητες που συνδέονται με την κεντρική μονάδα μέσω ενός σύνθετου δικτύου υπεργολαβιών και διεπιχειρηματικών συνεργασιών. Ο έλληνας ανεξάρτητος βιομήχανος εντάσσεται ασμένως στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής».

Ουσιώδης κινητήρια δύναμη της ελληνικής βιομηχανίας είναι το μαχητικό πνεύμα της ανεξαρτησίας, που είναι ιδιαίτερα ισχυρό στην Ελλάδα. Στην αυγή του 21ου αιώνα μας θυμίζει – κατά τον συγγραφέα – ότι η κατάκτηση της ευημερίας βασίζεται στην αυτονομία της βούλησης απελευθερωμένη από τα εμπόδια που βάζει ένα ασφυκτικό κράτος και στην αναζήτηση νέων ισορροπιών που αξιοδοτούν την ευθύνη και τη δημιουργικότητα.

Ενα πολύτιμο βιβλίο γραμμένο από έναν ξένο, ο οποίος έχει μελετήσει εμπεριστατωμένα την ελληνική πραγματικότητα, με αισιοδοξία για ένα, για τους περισσότερους, αμφίβολο έως σκοτεινό αύριο. Διαβάστε το. Θα ανακτήσετε όσοι έχετε απολέσει την αισιοδοξία για το αύριο της ελληνικής οικονομίας.