Η 6η Δεκεμβρίου 2008 αποτέλεσε αναμφίβολα μια ημερομηνία-τομή. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου υπήρξε από μόνη της ένα πολύ τραγικό γεγονός που ήρθε, σε μια εποχή σχετικής κοινωνικοπολιτικής ηρεμίας, να επιβεβαιώσει ότι πολλά πράγματα κρυβόντουσαν κάτω από το χαλί ή ότι πολλές από τις μεγάλες αδράνειες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας ήταν ακόμη ενεργές.

Το φάντασμα της κρατικής καταστολής εμφανίστηκε ξανά, δικαιώνοντας το αριστερίστικο φαντασιακό ότι η Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν είχε μπορέσει ακόμη να ελέγξει στοιχεία αυταρχισμού στον πυρήνα της πολιτικής προστασίας, δηλαδή της Αστυνομίας. Ενα φάντασμα που επαναφόρτισε ένα μεγάλο κίνημα νεανικού ριζοσπαστισμού, το οποίο έμελλε να το δούμε στη συνέχεια σε διάφορες πράξεις εξτρεμισμού, ειδικά όταν προέκυψε το πλαίσιο της αντιμνημονιακής δυσφορίας.

Η ενοχική αντίδραση του κρατικού μηχανισμού υπό την τότε κυβέρνηση της ΝΔ (και μάλιστα του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος διατελούσε υπουργός Προστασίας του Πολίτη) απέναντι στη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και η συνεπακόλουθη καταστροφή της Αθήνας υπήρξαν με κάποιον τρόπο το εναρκτήριο λάκτισμα μιας αρκετά μακράς περιόδου όπου η λαϊκή, νεανική ή άλλη οργή θα έπαιρνε συχνά-πυκνά βίαια μονοπάτια. Η νομιμοποίηση της βίας ως μέσου διαμαρτυρίας ή και αλλαγής των πολιτικών δεδομένων διατηρήθηκε από το 2008 μέχρι τουλάχιστον το 2015, οπότε και η γενικευμένη οργή και ριζοσπαστικοποίηση ξεθυμαίνει με το αλησμόνητο δημοψήφισμα.

Σήμερα το 2008 φαντάζει κάπως μακρινό. Οι έφηβοι εκείνης της εποχής άλλωστε που βίωσαν και το μεγαλύτερο κομμάτι της δυσκολίας εύρεσης εργασίας λόγω της οικονομικής κρίσης δεν φαίνεται να συγκροτούν πια την ταυτότητά τους με βάση εκείνο το τραγικό γεγονός που τους είχε βγάλει κατά χιλιάδες στους δρόμους.

Οι ανησυχίες τους βρίσκονται αλλού. Αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους νοσταλγούς της ακραίας ριζοσπαστικοποίησης, η δολοφονία Γρηγορόπουλου αποτελεί μια στιγμή της πρόσφατης Ιστορίας που αναζωπύρωσε όλους τους αρχαϊσμούς της ελληνικής πραγματικότητας και που σήμερα όλοι απωθούν και προσπαθούν να ξεχάσουν ο καθένας για τους δικούς του λόγους.

Αυτό που ποτέ δεν απασχόλησε τόσο την κοινή γνώμη όσο και την επιστημονική έρευνα γύρω από το θέμα της δολοφονίας Γρηγορόπουλου δεν είναι τόσο οι πολιτικές της διαστάσεις. Το ίδιο περιστατικό αλλά και οι μετέπειτα εξελίξεις έβαλαν μια άλλη διάσταση που σήμερα παραμένει με κάποιον τρόπο επίκαιρη.

Η σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τα παιδιά της, ειδικά στην ηλικία της εφηβείας, ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι οργανώνουν διαδικτυακά (και όχι μόνο) τη διασκέδασή τους πολλές φορές σε πλήρη άγνοια ή αδιαφορία των γονέων τους, η δημιουργία προσωρινών ή μονιμότερων συμμοριών που η ελληνική πολιτεία (σχολείο, Αστυνομία) αδυνατεί να ελέγξει, η εξάπλωση μιας νεανικής κοινωνικής (και όχι πια πολιτικής) βίας στα πιο απροσδόκητα σημεία (δρόμοι, malls κ.α.) και στα δύο φύλα είναι μια συνθήκη που μας θυμίζει ότι υπάρχει ένα πρόβλημα αντίστοιχο με αυτό του 2008.

Ενα πρόβλημα που δεν μπορούμε καλά-καλά να το ονομάσουμε γιατί δεν τον αναγνωρίζουμε ή που κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε. Γιατί αφορά τον πυρήνα των γενεακών σχέσεων της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και συγκροτεί ένα ταμπού που κανείς δεν θέλει να σπάσει.

Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ.