Η διαχρονική μάστιγα και η καινούργια μόδα. Η κατάθεση Ξυλούρη δεν επισκίασε τα πάντα λόγω του περιεχομένου της. Δεν μάθαμε και τίποτε. Αλλος είναι ο λόγος: Τέτοιους τύπους έχει πάντα ενδιαφέρον να τους βλέπεις υπό πίεση. Γιατί φραπέδες στη χώρα υπάρχουν πολλοί. Και δεν βάζω στο κάδρο όσα τέρατα μπορεί βάσιμα να υποψιαστεί κανείς ότι θα αποκαλύψει η Δικαιοσύνη ή θα ξεπηδήσουν από τα λογιστικά βιβλία και τα σπορ αυτοκίνητα της οικογένειας. Κρατώ μόνο όσα βλέπει κανείς prima vista. Ο Ξυλούρης είναι η κρητική εκδοχή του Ελληναρά. Θρασύς όπου τον παίρνει και δειλός όταν σφίγγουν τα γάλατα (για να χρησιμοποιήσουμε και μια διατύπωση ταιριαστή). Μπασμένος στα κόλπα, με επαφές και διασυνδέσεις. Παράγοντας. Και βέβαια, με αυτή τη χαρακτηριστική ομίχλη πάνω από τον πλούτο του. Αυτός που πουλάει τσαμπουκά με τη σέσουλα και πορεύεται με λάβαρο το μουστάκι και τα παντελόνια του, φόβος και τρόμος για συγχωριανούς και συμπολίτες, κι όταν έρθει η ώρα να αναλάβει ευθύνη, «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ». Γι’ αυτό μας κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον. Γιατί μιλάει στην ψυχή μας.

Οσο όμως προχωρούν οι συνεδριάσεις, οφείλει κανείς να σταθεί και στην άλλη πλευρά της διαδικασίας. Στους βουλευτές. Προφανώς είναι καθήκον τους να θέτουν καίρια ερωτήματα στους εκάστοτε μάρτυρες. Εκείνο που σίγουρα όμως δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βουλευτικών καθηκόντων είναι τα λογύδρια και οι θεατρινισμοί, με μόνο προφανή στόχο τα like στο TikTok.

Και αυτή η μόδα, όπως όλες, ήρθε από την Αμερική. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συχνά σκηνές από επιτροπές του αμερικανικού Κογκρέσου. Μάρτυρες – κυβερνητικοί ή κρατικοί αξιωματούχοι ή στελέχη πολυεθνικών κολοσσών – πιέζονται ασφυκτικά με συγκεκριμένες ερωτήσεις. Μόνο που, όπως όλες οι μόδες, η μεταφορά τους στην ελληνική πραγματικότητα έγινε με τις γνωστές εκπτώσεις.

Ενώ λοιπόν η ανάγκη για θεσμικό έλεγχο είναι αυτονόητη, το σκηνικό, πολλές φορές, θυμίζει reality, όπου ο καθένας παλεύει όχι για την αλήθεια, αλλά για το viral. Και είναι εύκολο να γίνεις viral σε μια τέτοια διαδικασία. Αρκεί μια νόστιμη ατάκα, απέναντι σε έναν μάρτυρα που «πουλάει». Ετσι όμως η ουσία χάνεται κάπου εκεί, ανάμεσα στα «εμένα να μου μιλάς στον πληθυντικό», τα ηρωικά «νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε;» και στα γκροτέσκα μονόπρακτα μεταξύ μελών και προεδρείου.

Πολλές φορές, οι μάρτυρες, ασχέτως των πεπραγμένων που τους καταλογίζονται ή της χυδαιότητας με την οποία τοποθετούνται, κανιβαλίζονται με τρόπο που δεν συνάδει με θεμελιώδεις επιταγές του νομικού μας πολιτισμού. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι ιεροεξεταστές οι βουλευτές, ούτε είναι δουλειά τους να διαπομπεύσουν τον εκάστοτε μάρτυρα προς εκτόνωση του κοινού αισθήματος. Το θεσμικό βάρος του ρόλου τους επιβάλλει ένα άλλο ύφος και ένα άλλο υπόδειγμα. Εκτός κι αν το ακροατήριο δεν αντιμετωπίζεται ως πολίτης που δικαιούται ενημέρωση, αλλά ως κοινό που περιμένει να το διασκεδάσεις.