Η διαδοχή Σημίτη το 1996 άνοιγε μια ελπιδοφόρα εποχή. Μετά την παρακμιακή αντιβασιλεία της Δήμητρας Λιάνη με την περίεργη αυλή της έπαιρνε τα ηνία ένας αξιοπρεπής και ήπιος άνθρωπος. Τι το κοινό ανάμεσα στον «λαϊκό» πρωτογονισμό των Κουτσόγιωργα, Γιαννόπουλου, Τσοχατζόπουλου και Κουρή και τον μετρημένο ευρωπαϊσμό του Σημίτη;

Ενα καινούργιο πολιτικό ήθος, με αναφορές και στην ανανεωτική Αριστερά, φαινόταν να ανατέλλει. Hταν η δεύτερη φωτεινή στιγμή στη μεταπολιτευτική πορεία των λεγόμενων «προοδευτικών δυνάμεων» μετά από εκείνη τη σύμπραξη Αριστεράς και Κεντροδεξιάς «για να ξεβρωμίσει το ’89», όπως ακριβέστατα την χαρακτήρισε ο Χαρίλαος Φλωράκης.  Πολλές από τις προσδοκίες εκπληρώθηκαν.

Πέρα από τα μεγάλα έργα, το κρισιμότερο επίτευγμα του Κώστα Σημίτη ήταν βέβαια η προσχώρηση στο ευρώ. Ολοκληρωνόταν έτσι η οραματική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή που άρχισε το 1962 με τη σύνδεση και κορυφώθηκε με την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ το 1981. Την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας πολέμησε από την πρώτη στιγμή η ελληνική Αριστερά, αρχικά στο σύνολό της.

Από το 1974 αρχιερέας του αντιευρωπαϊσμού ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και το 2015 μια αντιδραστική συμμαχία νεοκομμουνιστών και ακροδεξιών σχεδόν κατόρθωσε να γκρεμίσει το επίτευγμα Σημίτη για να μας οδηγήσει στα «καινούργια λιμάνια» του Πούτιν.

Οι δολιοφθορείς προσέκρουσαν όμως πάνω σε μια στιβαρή μάζα πολιτών που είχαν ενστερνιστεί ότι δεν υπάρχει σύγχρονη και δίκαιη Ελλάδα έξω από την Ευρώπη. Ο Σημίτης δίδαξε αυτό το μάθημα στο προοδευτικότερο, αν και ακόμα μειοψηφικό δυστυχώς, τμήμα της κοινωνίας.

Ο Σημίτης έδειξε και νέο δρόμο στα ελληνοτουρκικά, πέρα από την αυτοκαταστροφική εθνοκαπηλία που διαποτίζει πολιτικές ηγεσίες και κοινή γνώμη. Απέρριψε τις κυρίαρχες, και σήμερα, αντιλήψεις ότι η μόνη δυνατή σχέση με την Τουρκία είναι ο στρατιωτικός ανταγωνισμός και τελικά ο πόλεμος.

Και αξιοποιώντας όλα τα διεθνή μας ερείσματα επεξεργάστηκε μια λύση στην Κύπρο που θα απέφερε την αποχώρηση του κατοχικού στρατού, την επιστροφή εδαφών και χιλιάδων προσφύγων και την ενοποίηση του νησιού υπό το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Η λύση αυτή τορπιλίστηκε από ένα κύμα εθνικιστικού πρωτογονισμού με προεξάρχοντες τους επιγόνους της ΕΟΚΑ Β΄ και την αντιδραστική μερίδα της Εκκλησίας, στο οποίο εντάχθηκε, αλίμονο, και η κυπριακή Αριστερά. Η κυβέρνηση που διαδέχθηκε τον Σημίτη το 2004 ώθησε και αυτή προς την ίδια κατεύθυνση. Μια δεύτερη προσπάθεια που σχεδόν κατέληξε σε λύση το 2017, τορπιλίστηκε από την ίδια ανίερη συμμαχία, αυτή τη φορά με «αριστερό» προσωπείο.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τέθηκαν τώρα επικεφαλής του εθνικιστικού παροξυσμού σε συνεργασία με τον ρωσικό παράγοντα που είχε εν τω μεταξύ διαβρώσει την κυπριακή πολιτική και κοινωνία. Κάποιοι υμνούν τον κ. Τσίπρα για τις Πρέσπες. Πρόκειται για στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς που προσχώρησαν πανηγυρικά – θυμόμαστε – στο σημιτικό ΠαΣοΚ για να ενταχθούν αργότερα στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στην υποτροπή του πιο εκτρωματικού εθνολαϊκισμού που αναθεμάτιζε τον Σημίτη. Τούτοι αποσιωπούν τη δολιοφθορά του ΣΥΡΙΖΑ στο Κυπριακό που πολύ μεγαλύτερη βλάβη προκάλεσε στη χώρα.

Οι απόψεις Σημίτη παρέμεναν όμως μειοψηφικές μέσα στο κόμμα του, που τον ανέχθηκε μόνο για να παραμείνει στην εξουσία. Αναγκάστηκε έτσι να εκχωρήσει τμήμα της κυβερνητικής εξουσίας στο εσωτερικό στους λαϊκιστές οι οποίοι προχώρησαν στο όργιο διαφθοράς που αμαύρωσε τη δεύτερη θητεία του.

Ο εκσυγχρονισμός δεν άγγιξε έτσι τις δομές του κράτους, τα πανεπιστήμια κ.τ.λ. όπου ο πελατειακός κομματισμός κορυφωνόταν. Με δεδομένη την υπονόμευσή του, ο Σημίτης δεν μπορούσε να τα κάνει όλα. «Ετσι είναι η Ελλάδα» έλεγε. Το ακριβέστερο είναι: έτσι είναι η Ελλάδα όπως τη διαπαιδαγώγησε ο ανδρεϊκός τριτοκοσμισμός.

Τα επιτεύγματα του Σημίτη ήταν μέγιστα. Ξεχωρίζει ως γνήσια ηγετική φυσιογνωμία που γνώριζε ότι η πολιτική είναι πειθώ διά του επιχειρήματος και πρακτικό αποτέλεσμα. Ολοι όσοι θέλουν την πρόοδο του τόπου πρέπει να τον ευγνωμονούν. Το αίτημα του εκσυγχρονισμού παραμένει φωτεινός φάρος.

Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.