Προεισαγωγικά, μια κομβική διευκρίνιση, εν πολλοίς αυτονόητη: Διαφορετικό είναι το ζήτημα της νομικής αποτίμησης της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ τη δεδομένη χρονική στιγμή, στη βάση του σήμερα υφιστάμενου κανονιστικού συσχετισμού, de constitutione lata και όλως διακριτό το ζήτημα της δικαιοπολιτικής διάστασης του θέματος. Η τελευταία διάσταση είναι πολυσχιδής, πολυπαραμετρική και προφανώς θεσμικά αδικείται από τη συνοπτικότητα της πολιτικής δημόσιας διαβούλευσης που υιοθετήθηκε. Kαμία σοβαρή συζήτηση δεν μπορεί να γίνει για το παρόν, το μέλλον και τις προοπτικές της ανώτατης εκπαίδευσης, αν δεν υφίσταται συνολικό σχέδιο, όραμα και συγκεκριμένες προτάσεις για το συνολικότερο ζήτημα του μοντέλου αλλά και των προβλημάτων της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, αρχής γενομένης από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στον τόπο μας.

Επικεντρώνομαι συνεπώς εδώ αποκλειστικά στη διακριτή νομική διάσταση του θέματος. Η ερμηνευτική προσπέλαση κανονιστικών διατάξεων εκκινεί από τη λεκτική (γραμματική) τους εκφορά. Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος είναι σαφείς. Ο συντακτικός νομοθέτης με μια μάλλον όχι συνήθη ή τυχαία σαφήνεια, πληρότητα και επιτακτικότητα αποτύπωσε μια θεμελιακή πολιτική του επιλογή, στην οποία μάλιστα ενέμεινε στο πλαίσιο επανειλημμένων διαδικασιών αναθεώρησης.

Ρητορικό ερώτημα: Δεν υφίσταται άραγε η δυνατότητα διαμόρφωσης άλλης πολιτικής και συντακτικής βούλησης, ενδεχομένως πιο σύγχρονης και προσαρμοσμένης στα ερεθίσματα των πολιτικο-κοινωνικών και εκπαιδευτικών εξελίξεων και αντιλήψεων; Αναμφισβήτητα ναι, απαντώ, αλλά τούτο οφείλει να γίνει με τον τρόπο που το Σύνταγμα το ίδιο προβλέπει, αν και στο μέτρο που υφίστανται εν προκειμένω οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις διαμόρφωσης μιας άλλης συνταγματικής βούλησης. Τούτο δεν συνιστά κάποια φορμαλιστική νεύρωση, αλλά απορρέει από την ίδια την ανάγκη διαφύλαξης του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος.

Ολως σεβαστές, αλλά προδήλως πλέον μειοψηφικές, φωνές υποστήριξαν την άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 16 του Συντάγματος και η εκεί εμπεριεχόμενη απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ δύναται να παρακαμφθεί στο πλαίσιο μιας «σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας». Αυτό το ερμηνευτικό πρόταγμα δεν συνιστά βέβαια κάποια οψιγενή σύλληψη, γεγονός που δημιουργεί ενδεχομένως μια εύλογη απορία εν σχέσει με τη μη επίκλησή του για το συγκεκριμένο θέμα στο παρελθόν. Αντιθέτως, ανάγεται σε πάγια, προϋπάρχουσα επί δεκαετίες, σταθερή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπόκειται, εντούτοις, σε σαφή όρια, με κύριο το ότι δεν μπορεί να δίδει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Συνεπώς εδώ ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να αξιοποιηθεί: καμία «ερμηνεία» δεν δύναται να κινείται στον αντίποδα μιας ρητής λεκτικής εκφοράς ενός κανόνα δικαίου αναιρώντας το κανονιστικό του περιεχόμενο.

Κλείνοντας: Επιδοκιμαστέα σε κάθε περίπτωση αυτή η έντονη ανησυχία, ειδικώς πολιτικών ιθυνόντων, για τα όρια στην εθνική νομοθέτηση που κατά περίπτωση θέτει (όντως ή κατά πρόφαση) το ενωσιακό δίκαιο. Βασικό πυλώνα της ενωσιακής έννομης τάξης συνιστά εντούτοις, προ παντός άλλου τινός, ο αξιακός και δικαιοκρατικός της προσανατολισμός, ως αυτός αποτυπώνεται στην κομβική διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης ΕΕ. Ενόψει της διαχρονικά καχεκτικής προσήλωσης κυβερνωσών πλειοψηφιών σε κομβικές δικαιοκρατικές αρχές σε αυτόν τον τόπο,  ο επιστημονικά υπεύθυνος λόγος οφείλει να επισημαίνει ότι αυτή η ευαισθησία δεν μπορεί να εκδηλώνεται επιλεκτικά και à la carte.

Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι αν. καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο ΕΚΠΑ και επισκ. καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (TU Berlin).