Η κυβέρνηση της ΝΔ εκλέχθηκε το 2019 με μια πρωτόγνωρη αποδοχή από τις οικονομικές ελίτ της χώρας. Τη συναίνεση, ωστόσο, μερίδας των πολιτών τη δημιούργησε μέσα στην πανδημία και στις ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν την περίοδο 2020-2022. Η αρχική απάντηση του Πρωθυπουργού για τη διαχείριση των συνεπειών των αρχικών lockdowns ήταν η θεσμοθέτηση διαφόρων μορφών επιδοτήσεων των επιχειρήσεων και της εργασίας εκμεταλλευόμενη τη χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας του 2020. Η λογική αυτή είχε μεν ομοιότητες με τη διαχείριση της πανδημίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, με τη διαφορά, όμως, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η ενίσχυση ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων βασικών υποδομών δεν είχε ανταποδοτικά οφέλη για το Δημόσιο και στερούνταν βασικών κανόνων διαφάνειας και δημοσιονομικών ορίων.

Η πολιτική αυτή της επιδότησης συνεχίζεται και στη μεταπανδημική συγκυρία αρχικά για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης και στη συνέχεια για τη συνακόλουθη έκρηξη των τιμών στα βασικά είδη που βρίσκονται στο «καλάθι του νοικοκυριού». Στην περίπτωση της ενέργειας, όμως, η επιδότηση των τιμολογίων μετακυλούσε το πρόβλημα της έκρηξης των διεθνών τιμών από τους καθετοποιημένους παραγωγούς Η/Ε από τη μία στις επιχειρήσεις και στους πολίτες και στη συνέχεια, μέσω των επιδοτήσεων, δίχως κριτήρια, στον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι ευνοούμενοι αυτής της διαδικασίας ήταν οι ίδιες οι εταιρείες. Η κυβέρνηση δεν τις φορολόγησε επαρκώς και δεν επέβαλε τα αναγκαία ρυθμιστικά μέτρα στη λειτουργία τους. Και έτσι το 2022 τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας προσέγγιζαν τα 6 δισ.

Ανάλογη αντιμετώπιση υπήρχε και στην περίπτωση των ειδών λαϊκής κατανάλωσης. Η κυβέρνηση συνειδητά αρνούνταν να περιορίσει τον ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης, αρνούνταν να εντατικοποιήσει τους ελέγχους στην αγορά ή να νομοθετήσει όρια στην ανατιμήσεις των βασικών προϊόντων και αντί για αυτό επέλεξε να επιδοτήσει, μέσω του market pass, τις ίδιες τις αλυσίδες των super market. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτών των μέτρων ήταν από ανεπαρκείς έως επιζήμιες. Πολιτικά, ωστόσο, τα μέτρα επιτυχώς διέδιδαν την ψευδαίσθηση ότι η κυβέρνηση, στα όρια των υποτιθέμενων δυνατοτήτων της χώρας, προσπαθούσε να θεσπίσει μέτρα για κάθε πρόβλημα που προέκυπτε.

Οι μορφές επιδότησης της κατανάλωσης σε καιρούς οικονομικής σταθερότητας μπορούν να αποτελέσουν ένα από τα εργαλεία στη βεντάλια μιας σφαιρικής κοινωνικής πολιτικής. Σε καιρούς πληθωριστικής κρίσης όμως αποτελούν από μόνες τους φτωχά υποκατάστατα δυναμικών παρεμβάσεων του κράτους στην αγορά για να συγκρατηθούν οι τιμές. Στην εποχή της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη αποτέλεσαν έναν μηχανισμό συγκάλυψης ή και πριμοδότησης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων που έχουν προκλητικά υπερκέρδη, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει το υψηλότερο εξωτερικό έλλειμα στην Ευρώπη. Πλέον, όπως ξέρουμε, η πολιτική αυτή φτάνει στο τέλος της. Και η χώρα μας παραμένει τελείως απροστάτευτη απέναντι στον πληθωρισμό της απληστίας και στα φαινόμενα της κερδοσκοπίας. Η Νέα Δημοκρατία σπατάλησε χρόνο και πόρους. Τις συνέπειες αυτής της επιλογής, δυστυχώς, τις πληρώνουμε όλοι μας.

Ο κ. Αλέξης Χαρίτσης είναι πρόεδρος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς.