«Εχουμε στρατηγική εκτόνωσης της κρίσης;». Το ερώτημα έθεσε ο Μάκης Βορίδης την περασμένη Τετάρτη στη συνάντηση των βουλευτών της ΝΔ με τον Κώστα Τσιάρα. Ενας πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ρώτησε και πριν απαντήσει ο νυν απάντησε ο ίδιος ο πρώην. «Εγώ», είπε, «δεν βλέπω κάτι τέτοιο».
Η αλήθεια είναι πως έχουμε. Εδώ και τριάντα χρόνια, η «στρατηγική της εκτόνωσης» είναι ίδια και απαράλλακτη. Μια μονοκαλλιέργεια που κάποτε μια άλλη κυβέρνηση της ΝΔ, «με εντολή Καραμανλή», συμπύκνωσε στο σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Οπως σχεδόν κάθε χρόνο, έτσι και τότε οι αγρότες έδρεψαν τους καρπούς των μπλόκων τους. Πήραν τα επιδοτούμενα δεδουλευμένα τους και απέσυραν τα τρακτέρ τους από τις εθνικές οδούς.
Αταβιστικά, λοιπόν, δεν θα χρειαζόταν παρά η επιστροφή στον δρόμο της μονοκαλλιέργειας για να λυθεί το πρόβλημα – τουλάχιστον μέχρι του χρόνου τέτοια εποχή. Μόνο που η πληγή έχει κακοφορμίσει πολύ για να θεραπευτεί με μια ανάλογη «εντολή Μητσοτάκη». Κακοφόρμισε όχι μόνο επειδή έσκασε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Αλλά και επειδή ο αγροτικός τομέας έχει και αυτός όλα τα χαρακτηριστικά της χρόνιας παθογένειας. Τόσα χρόνια έμεινε αμεταρρύθμιστος. Και όπως αποδείχθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο στα Τέμπη των ελληνικών σιδηροδρόμων, ό,τι δεν μεταρρυθμίζεται εκδικείται.
Μοιάζει με τραγική ειρωνεία. Μια κυβέρνηση που συστήθηκε ως μεταρρυθμιστική σύρεται σε μεταρρυθμίσεις πότε με τραγωδίες και πότε με εισαγγελικές παραγγελίες. Υποτίθεται πως θα ανέτρεπε τις νόρμες του πελατειακού κράτους. Αντιθέτως, τις υπηρέτησε, όπως στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ και των φραπέδων του. Και όταν έρχεται η ώρα της τραγικής ειρωνείας, επιδίδεται σε ασκήσεις «επικοινωνιακής διαχείρισης».
Ετσι το έθεσε και η κυβερνητική βουλευτής Ζέττα Μακρή στη συνάντηση με τον υπουργό: «Τι φταίει και ξέφυγε επικοινωνιακά η κατάσταση;». Ελα ντε. Στον δημόσιο διάλογο πάντως έχουν προκύψει διάφορα επικοινωνιακά μοντέλα. Το πιο σκληροπυρηνικό από αυτά καταγγέλλει τους αγρότες ως συνεργούς του πελατειακού κράτους και τεμπέληδες της ακαλλιέργητης κοιλάδας που κάθονται όλο τον χρόνο στο καφενείο μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι της φύσης για να κατεβάσουν τα τρακτέρ στους δρόμους. Ελέγχονται ακόμη ως εθισμένοι στις επιδοτήσεις και αρχαϊκοί καλλιεργητές γης. Γιατί επιμένουν στους μικρούς κλήρους αντί να φτιάξουν συνεταιρισμούς; Γιατί καλλιεργούν βαμβάκι αντί να γεμίζει το καλάθι της νοικοκυράς, το καρότσι του σουπερμάρκετ και το τάπερ γραφείου με λεμόνια Τουρκίας και φακές Καναδά;
Οσοι ζητούν από τους αγρότες να αυτορρυθμιστούν, βλάπτουν τον πρωτογενή τομέα το ίδιο με εκείνους που με αγροτικό λυρισμό υπερασπίζονται τους «ξωμάχους της ζωής» και το δίκαιο των αγώνων τους. Θα άξιζε, από αυτήν την άποψη, να ακούσει εκείνους που δεν μιλούν με τσιτάτα αλλά με τους αριθμούς των άλλων. Η γη της Ισπανίας, της Ολλανδίας ή του Ισραήλ, λέει ένας τέτοιος αριθμός, αποδίδει περισσότερα από 1.000 ευρώ το στρέμμα, ενώ η ελληνική γη δεν φτάνει ούτε τα 300 ευρώ. Γιατί;
Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι «έλα ντε». Η εξήγηση υπάρχει επειδή δεν χρειάζεται να εξηγηθεί η θεωρία της αντιπαραγωγικής επικοινωνιακής διαχείρισης αλλά η πραγματικότητα μιας παραγωγικής δραστηριότητας. Εξηγείται μια μεταρρύθμιση που επέτρεψε στις περιφέρειες άλλων χωρών να μην ερημώσουν αλλά να διατηρηθούν στη ζωή και να ακμάσουν ως εστίες επιχειρηματικότητας που προοδεύουν με τεχνολογίες αιχμής.
Τίποτε από αυτά δεν συζητήθηκε στη συνάντηση των θυμωμένων κυβερνητικών βουλευτών με τον αρμόδιο υπουργό, αλλά ούτε και συζητείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που διαγκωνίζονται στο πλευρό των αγροτών. Γιατί; Ελα ντε. Μάλλον θα φταίει η μονοκαλλιέργεια.



