Πολλές φορές τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο φαίνονται τόσο πολύπλοκα ώστε ο μέσος πολίτης αποθαρρύνεται να ασχοληθεί με αυτά. Τα φορολογικά ζητήματα είναι τέτοια.

Ομως η αδικία, όπου και αν εντοπίζεται, όσο πολύπλοκο κι αν είναι να την αντιληφθούμε, μας αφορά όλους. Δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο που μπορεί να αποτελέσει βάση για την επέκτασή της.

Η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών με τη χρήση τεκμηρίων εισοδήματος μας παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αφορά φορολογουμένους ως προς τους οποίους υφίσταται η υποψία ότι φοροδιαφεύγουν. Και συντελείται μέσω μιας νομοθεσίας της οποίας ο τεχνικός χαρακτήρας αφήνει ελάχιστα περιθώρια για συζήτηση ικανή να την παρακολουθήσει ο μέσος πολίτης.

Ωστόσο, αν εμβαθύνουμε στα ζητήματα που θέτει, θα δούμε ότι πίσω από τις γραμμές εντός καλοπροαίρετου, χωρίς αντίρρηση, νομοθετικού κειμένου κρύβονται τρεις όψεις μιας αδικίας που δεν μπορεί να αγνοήσουμε.

Ας δούμε όμως πρώτα το νομοθετικό κείμενο.

Αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, όλους πλην των αγροτών. Ως προς αυτούς προβλέπεται ένα τεκμαιρόμενο ετήσιο εισόδημα. Οχι δηλαδή αυτό που θα δηλώσουν οι ίδιοι, όπως οι λοιποί φορολογούμενοι. Για όλους λοιπόν τους ελεύθερους επαγγελματίες τεκμαίρεται ένα ετήσιο εισόδημα που ξεκινάει υποχρεωτικά από τις 11.000 περίπου ευρώ και καταλήγει ως οροφή στις 50.000. Εντός του διαστήματος των ποσών αυτών, το τεκμαιρόμενο εισόδημα συγκεκριμενοποιείται με βάση τα έτη απασχόλησης του επιχειρηματία, τα ποσά που εκταμίευσε για τις αμοιβές του προσωπικού του και τον ετήσιο τζίρο του.

Αν του συμβούν έκτακτα γεγονότα που οδήγησαν στη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής του, μπορεί να απαλλαγεί ανάλογα. Αν δε, χωρίς να συντρέξουν τέτοια γεγονότα, αμφισβητήσει το τεκμαιρόμενο εισόδημα, τότε μπορεί να ζητήσει από τη φορολογική αρχή να τον ελέγξει. Αλλά με έναν έλεγχο που δεν θα επικεντρωθεί στη βασιμότητα μόνο των αντιρρήσεών του.

Είναι άδικη η πρόβλεψη μιας τέτοιας φορολόγησης; «Γιατί να είναι;» μπορεί να διερωτηθούν κάποιοι. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εδώ και δεκαετίες, έχει δεχθεί τη συνταγματικότητα των τεκμηρίων φορολόγησης, αρκεί να είναι μαχητά, και εδώ είναι. Η παραοικονομία στην Ελλάδα, ογκώδης, στερεί από έσοδα τον κρατικό προϋπολογισμό και αυτήν ακριβώς καταπολεμούν τα τεκμήρια. Ενώ, τέλος, «γιατί πάντα να πληρώνουν υπομονετικά τους φόρους τους οι μισθοσυντήρητοι και να διαφεύγουν οι «έξυπνοι» ελεύθεροι επαγγελματίες;».

Και τα τρία επιχειρήματα είναι όμως συζητήσιμα. Απορρέουν από γενικεύσεις που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.

Το τελευταίο, το ηθικό επιχείρημα, είναι το πιο ανίσχυρο.

Πράγματι υφίσταται ανισότητα στη φορολόγηση μισθοσυντήρητων και ελεύθερων επαγγελματιών. Είναι ωστόσο όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες το ίδιο; Γιατροί, δικηγόροι, κομμωτές, υδραυλικοί είναι το ίδιο με τους συμβολαιογράφους, τους φαρμακοποιούς, τους καλλιτέχνες, τους ορκωτούς ελεγκτές; Kαι εντός καθενός κλάδου είναι επιτρεπτό να στιγματιστούν όλοι με την ίδια στάση μη εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων;

Οταν το Σύνταγμα απαιτεί οι Ελληνες να φορολογούνται «χωρίς διακρίσεις» και «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», πώς είναι δυνατόν η νομοθεσία να ισοπεδώνει την ατομικότητά τους, εφαρμοζόμενη επί δικαίων και αδίκων ομοιόμορφα;

Η δε ανατροπή του τεκμηρίου με έναν έλεγχο που θα κάνει «φύλλο και φτερό» τα πάντα στην επιχείρηση του φορολογουμένου είναι κάτι μη ρεαλιστικό. Πέραν της τεχνικής δυσκολίας εφαρμογής του, και ο πιο έντιμος φορολογούμενος θα προτιμούσε να αποφύγει μια τέτοια δοκιμασία.

Ομως, θα αντέλεγε κάποιος, υπάρχει επιτακτική δημοσιονομική ανάγκη οι πιο πάνω αρχές να καμφθούν. Η δημόσια ωφέλεια, θα ισχυριζόταν, επιβάλλει περιορισμό των δικαιωμάτων του φορολογουμένου.

Πράγματι στην Ελλάδα, με το τεράστιο συγκριτικά δημόσιο χρέος, υφίσταται πρόβλημα. Είναι ωστόσο τόσο επιτακτική η ανάγκη που να δικαιολογεί μια τέτοια υποχώρηση σε επίπεδο δικαιικών αρχών;

Ευτυχώς όχι.

Η παραοικονομία στη χώρα μας από το 30% που ήταν πριν από μια δεκαετία φαίνεται να μειώθηκε θεαματικά. Πιθανόν σήμερα και κάτω από το 15%. Επιτυχείς παρεμβάσεις του νομοθέτη για την ψηφιοποίηση της οικονομίας και φιλότιμες ελεγκτικές προσπάθειες της φορολογικής αρχής μάς οδήγησαν εδώ. Ο,τι και να κάνουμε, δεν θα υποχωρήσει πάντως κάτω από το 7% του ΑΕΠ, όπως μας δείχνει το παράδειγμα της Ελβετίας.

Για ποιον λόγο λοιπόν να καμφθούν οι δικαιικές μας αρχές, όταν μάλιστα το αποτέλεσμα που αναμένουμε είναι συγκριτικά ισχνό; Από όλη τη φοροδιαφυγή χάνονται έσοδα περί τα 10 δισεκατομμύρια, από τη συγκεκριμένη των ελεύθερων επαγγελματιών πιθανόν λιγότερα από δύο. Σε μια μάλιστα δημοσιονομική συγκυρία με 12% περισσότερα φορολογικά έσοδα από τα αναμενόμενα.

Ας δούμε και το τρίτο επιχείρημα, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Πράγματι, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται τη συνταγματικότητα των μαχητών τεκμηρίων φορολόγησης, και πράγματι έχει κρίνει ότι μπορεί να εφαρμοστούν και για ορισμένη τάξη ελεύθερων επαγγελματιών, λ.χ. των ιατρών.

Ομως, αν δει κανείς προσεκτικά μία προς μία τις σχετικές αποφάσεις του, θα διαπιστώσει ότι ποτέ το Δικαστήριο δεν ξέφυγε από τη χρήση ως τεκμηρίων κριτηρίων που πατούν πάνω σε συγκεκριμένα δεδομένα επαγγελματικής δραστηριότητας. Ποτέ, με άλλα λόγια, η βήμα προς βήμα διεύρυνση της νομολογίας του για την αποδοχή των τεκμηρίων δεν «γλίστρησε» τόσο ώστε να ξεπεράσει το όριο που φαίνεται να έχει ξεπεράσει η νομοθεσία σήμερα.

Η επαγρύπνηση του Δικαστηρίου για τον σεβασμό τέτοιων ορίων είναι γνωστή.

Τελειώνοντας, ας λεχθεί αυτό. Μπορεί ο αναγνώστης να μην πείστηκε από την ανάλυση που προηγήθηκε, τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν.

Δεν έχει αυτό καθοριστική σημασία. Ολοι σε όλα δεν μπορεί να συμφωνούμε.

Αρκεί να έγινε αντιληπτό ότι η αδικία είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Δεν είναι μόνο ο μη σεβασμός μιας δικαιικής αρχής. Είναι και η ένταση της πραγματικής ανάγκης που μας οδηγεί στην άμβλυνσή της χάριν θεραπείας μιας άλλης. Αλλά είναι και το θετικό δίκαιο, η νομολογία, που αυτή έχει τον τελευταίο λόγο.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.