Θέμα χρόνου ήταν η εκτός ορίων κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή, από τη στιγμή που οι ισχνές, είναι αλήθεια, διπλωματικές προσπάθειες δεν απέδωσαν. Και τούτο παρά το γεγονός ότι αύριο Δευτέρα συμπληρώνεται ήδη ένας χρόνος από τη δολοφονική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και τη σύλληψη των ομήρων, η τύχη των οποίων συνεχίζει να αγνοείται. Ενώ κανείς δεν συζητάει το κύριο ζητούμενο της επόμενης μέρας που θα έπρεπε να απασχολεί όχι μόνο του εμπλεκόμενους στις συγκρούσεις, αλλά και τους διεθνείς παίκτες, που ασκούν την επιρροή τους στην περιοχή. Και κυρίως τους Αμερικανούς, οι οποίοι, λόγω της γνωστής ισχύος του φιλοεβραϊκού λόμπι, υπήρξαν από την αρχή οι κύριοι υποστηρικτές των Ισραηλινών. Τη στιγμή μάλιστα που η Ευρωπαϊκή Ενωση, λόγω των εσωτερικών προβλημάτων συνοχής που αντιμετωπίζει, δεν μπορεί να μιλήσει με μια ενιαία και κυρίως ισχυρή φωνή.
Ετσι το περιώνυμο σχέδιο για την εφαρμογή της λύσης των δύο κρατών, που είχε επανειλημμένως συμφωνηθεί στο παρελθόν, έχει πλήρως εγκαταλειφθεί και τη θέση του έχει πάρει η δύναμη των όπλων, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, όχι μόνον για τη Μέση Ανατολή αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Τη στιγμή που στον άναρχο πολυπολικό κόσμο που ζούμε σήμερα έχουν ανατραπεί όλες οι ισορροπίες του παρελθόντος, χωρίς να έχουν προκύψει νέες, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι απειλές από κάθε πλευρά.
Ακόμη και ο πρόεδρος της Κίνας βρήκε την ευκαιρία να επαναλάβει τα σχέδιά του για προσάρτηση της Ταιβάν, υπογραμμίζοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να διακόψει τον ρου της ιστορίας»! Ενώ ο γνωστός μας για τις γενικότερα επιθετικές του θέσεις Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι «μετά την Παλαιστίνη και τον Λίβανο, η ισραηλινή κυβέρνηση, υποκινούμενη από την αυταπάτη της γης της επαγγελίας, θα βάλει στο στόχαστρο την πατρίδα μας»! Και όποιος θέλει τον πιστεύει. Ο ίδιος πάντως διαβεβαίωσε ότι «θα σταθούμε απέναντι σε αυτή την κρατική τρομοκρατία με κάθε μέσο που διαθέτουμε». Και είναι φυσικό, τη στιγμή που διεξάγεται ο δύσκολος ελληνοτουρκικός διάλογος, για τα γνωστά επί πεντακονταετία άλυτα προβλήματα, η εξέλιξη αυτή να συμβάλει σε έναν πρόσθετο προβληματισμό. Καθώς μάλιστα η σχέση με το Ισραήλ έχει και στρατηγικό βάθος.
Οπως προβληματισμός υπάρχει τώρα στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν όχι μόνον στον ενεργειακό τομέα, λόγω της γενικότερης σημασίας των γνωστών πετρελαιοπηγών στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, αλλά και από το σίγουρο πλέον ενδεχόμενο πρόσθετων προσφυγικών μετακινήσεων, που θα συμβάλουν ασφαλώς στην έξαρση της Ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό χώρο. Για να μη μιλήσουμε και για την πιθανή επανάληψη των τρομοκρατικών χτυπημάτων του παρελθόντος, που τόσα προβλήματα ασφαλείας είχαν δημιουργήσει στον ευρωπαϊκό χώρο. Τρομοκρατία πίσω από την οποία κρύβονται τόσο η Χεζμπολάχ και η Χαμάς όσο και η ΙSIS και η Αλ Κάιντα. Ηδη στη Γερμανία και στη Γαλλία έχουν εκδηλωθεί οι πρώτες μεμονωμένες τρομοκρατικές επιθέσεις και έχει αρχίσει να επικρατεί ένας γενικότερος πανικός για το τι μπορεί τώρα να ακολουθήσει. Για τον λόγο αυτόν αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μετά μάλιστα τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Αυστρία, ζητούν τώρα να συζητηθεί το Μεταναστευτικό στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες στις 17 Οκτωβρίου και ιδιαίτερη έμφαση να δοθεί στην ενίσχυση των ελέγχων των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και στην ανάγκη επιτάχυνσης και αύξησης των επιστροφών των προσφύγων.
Ολα αυτά φυσικά δεν θα είχαν συμβεί αν η Διεθνής Κοινότητα, και κυρίως οι Αμερικανοί και ο ΟΗΕ, είχαν κινηθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό ώστε να προλάβουν την κλιμάκωση της κρίσης. Αλλά είναι γνωστό πλέον ότι κανείς δεν δίνει σημασία στις αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού, καθώς δεν υπάρχει τρόπος υποχρεωτικής επιβολής των αποφάσεων αυτών, ενώ έχει πολλές φορές επισημανθεί ότι το βέτο των 5 μεγάλων δυνάμεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας αποκλείει εκ των πραγμάτων τη λήψη ομόφωνων αποφάσεων. Ετσι έπεσε και πάλι στο κενό η προειδοποίηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ στο τελευταίο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι «ο χρόνος εξαντλείται» και ότι υπάρχει ο κίνδυνος ενός «φονικού κύκλου της οφθαλμόν αντί οφθαλμού βίας». Με αποτέλεσμα το Ισραήλ να κατηγορήσει τον γενικό γραμματέα για μονόπλευρη στάση και να του απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα ως «personα non grata». Kαι όλα αυτά από μια κυβέρνηση επικεφαλής της οποίας είναι ένας πρωθυπουργός που εμπλέκεται σε σειρά οικονομικών σκανδάλων και διαφθοράς και αναμένεται να καταθέσει σε δίκη εναντίον του στις 2 Δεκεμβρίου. Ενώ είναι ο πρωθυπουργός που κατάφερε να κυβερνήσει το Ισραήλ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Και έχει μάλιστα κατηγορηθεί ότι αρνείται μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και συνεχίζει τις επιθέσεις ώστε να παραμείνει στο αξίωμα του πρωθυπουργού και να αποφύγει τις διώξεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πάνω από 40.000 αθώοι Παλαιστίνιοι έχουν ήδη σκοτωθεί στη Γάζα από τις ισραηλινές επιθέσεις και η Δυτική Οχθη και η Ανατολική Ιερουσαλήμ συνεχίζουν να κατέχονται από ισραηλινούς εποίκους.
Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν προσπάθησε επί πολλούς μήνες να επιβάλει την κατάπαυση του πυρός στέλνοντας σε αλλεπάλληλες αποστολές στην περιοχή τον υπουργό Εξωτερικών, χωρίς όμως ποτέ να υπάρξει αποτέλεσμα. Και τούτο διότι ποτέ δεν πίεσε κατά τρόπο αποτελεσματικό τον Νετανιάχου κόβοντας την τεράστια στρατιωτική βοήθεια. Και δεν το έκανε αυτό επειδή γνώριζε ότι έτσι θα έχανε τη στήριξη του πανίσχυρου φιλοευρωπαϊκού λόμπι της Ουάσιγκτον και κυρίως τις ψήφους των πολυάριθμων αμερικανοεβραίων στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Το γνώριζε όμως αυτό και ο Νετανιάχου και γι’ αυτό συνέχισε ατάραχος την πολιτική της κλιμάκωσης της κρίσης αντί του κατευνασμού. Και είναι συνεπώς η αμφιλεγόμενη αυτή αμερικανική πολιτική που οδήγησε τελικά τα πράγματα εκεί που τα οδήγησε, με αποτέλεσμα να βγαίνει τώρα ο απερίγραπτος Τραμπ και να ισχυρίζεται ότι όταν ήταν αυτός πρόεδρος στον κόσμο επικρατούσε ειρήνη. Και να δούμε τώρα πώς όλα αυτά θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ και κυρίως την πορεία του πολέμου στη Μέση Ανατολή.