Η ατελής εκπλήρωση ενός ιστορικού αιτήματος
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Μεταξύ των αρχών του 16ου και των αρχών του 20ού αιώνα, σε μια διαδικασία πολύμορφη και άτακτη, αλλά παρ’ όλα αυτά διαρκή και ασταμάτητη, το σύνολο σχεδόν των εδαφών του πλανήτη περιήλθε στον έλεγχο των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Είναι ειρωνεία, ίσως, ταυτόχρονα όμως ενδεικτική της εντατικότερης φάσης της, το γεγονός ότι ο όρος «αποικιοκρατία» συνήθως φέρνει στο μυαλό την αφρικανική ήπειρο: η τριακονταετία που ακολούθησε το Συνέδριο του Βερολίνου το 1884 υπήρξε όντως ένας ανεπανάληπτος αγώνας δρόμου (Scramble for Africa) στον οποίο οι αυτοκρατορίες που εποφθαλμιούσαν «μία θέση στον ήλιο» κατέλαβαν ολόκληρη την ήπειρο εκτός της Αιθιοπίας.
Οι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που δηλώνει η έννοια, ωστόσο, προσδιορίστηκαν ήδη από τις πρώτες εξερευνητικές αποστολές Ισπανών και Πορτογάλων στον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό, παγιώθηκαν από τους «κονκισταδόρες» της Αμερικής και εξελίχθηκαν με την είσοδο κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας στην αρένα του ανταγωνισμού με μια τέτοια ποικιλία που, κατά τους γερμανούς ιστορικούς Γιούργκεν Οστερχάμελ και Γιαν Γένσεν, φθάνει στα όρια της απροσδιοριστίας. Αυτό το patchwork της εξάρτησης άρχισε να ξηλώνεται πάνω στο απόγειό του.
Η εξάπλωση της εθνικής ιδεολογίας είχε δημιουργήσει πρόδρομα κινήματα πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως έκφραση μιας «υβριδικής νεωτερικότητας», στοιχεία της οποίας θα γίνονταν όλο και περισσότερο ορατά ανά τον κόσμο, η μετατροπή τους όμως σε κύμα θα ακολουθούσε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεταξύ 1946 και 1975 περισσότερες από 80 χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Αμερικής και της Ωκεανίας ανεξαρτητοποιήθηκαν, άλλες ειρηνικά, άλλες έπειτα από πολύνεκρες συγκρούσεις, με εμβληματικότερη τον Πόλεμο της Αλγερίας (1954-1962).
Πενήντα χρόνια μετά την απο-αποικιοποίηση (η χειραφέτηση των πορτογαλικών αποικιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, του Σάο Τόμε και Πρίνσιπε και της Αγκόλα το 1975 λογίζεται ως συμβατικό όριο), η κληρονομιά της είναι μάλλον ανάμεικτη: εμφύλιοι πόλεμοι μαστίζουν πολλές νέες χώρες, η ανεπάρκεια υποδομών και η διαφθορά έχουν ενδημικό χαρακτήρα, το ανήκειν της φυλής υπερβαίνει την εθνική συνείδηση, η άτυπη επιρροή των πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων είναι έκδηλη οικονομικά και πολιτικά. Το τέλος της αποικιοκρατίας δικαίωσε οπωσδήποτε ένα ιστορικό αίτημα, αφήνοντας όμως την εκπλήρωσή του ατελή.
Η αποαποικιοποίηση, η «νέα αποικιοκρατία» και η Ευρώπη
Του Λάμπρου Α. Φλιτούρη

Ilustration ΤΟ ΒΗΜΑ
Η αποαποικιοποίηση σηματοδότησε μια ιστορική καμπή, οδηγώντας στην ανεξαρτησία πολλών περιοχών που βρίσκονταν υπό ευρωπαϊκή κυριαρχία. Η διαδικασία, που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Αμερική, κορυφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώην αποικίες άρχισαν να διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, γεννώντας ισχυρά εθνικιστικά κινήματα και αναδιαμορφώνοντας τα πολιτικά και πολιτισμικά σύνορα του κόσμου.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, εξαντλημένες από τον πόλεμο, είδαν το κύρος τους να καταρρέει, ενώ η φρίκη του ναζισμού αμφισβήτησε την υποτιθέμενη ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η άνοδος των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ως νέων παγκόσμιων ηγεμονιών επιτάχυνε την αποσύνθεση του αποικιακού συστήματος. Η πορεία προς την ανεξαρτησία διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, αλλά υπήρξαν κοινά στοιχεία: η ενδυνάμωση τοπικών κινημάτων, η πολιτική αφύπνιση των κοινωνιών και η αναζήτηση πολιτισμικής αυτονομίας.
Η Διάσκεψη του Μπαντούνγκ (1955) και το Κίνημα των Αδέσμευτων τόνισαν την αξία της εθνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής αναγέννησης, πέρα από το στενό πολιτικό πλαίσιο. Η ανεξαρτησία συνδέθηκε με μια βαθιά προσπάθεια αποκατάστασης της αξιοπρέπειας, της γλώσσας, της θρησκείας και των τοπικών παραδόσεων, που είχαν απαξιωθεί επί δεκαετίες αποικιακής κυριαρχίας.
Ωστόσο, η κατάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών (1945–1975) δεν σήμανε το τέλος του ιμπεριαλισμού. Η αποαποικιοποίηση επέτρεψε στους λαούς να ανακτήσουν την κυριαρχία τους και να επανεφεύρουν τις ταυτότητές τους και οι κοινωνίες προσπάθησαν να αποκαταστήσουν ιστορικές αδικίες και να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στον κόσμο. Ωστόσο, αυτή η μετάβαση συνδέθηκε με συγκρούσεις, πολιτική αστάθεια και βαθιές κοινωνικές ανισότητες.
Οι πολιτισμικές συγκρούσεις και η προσπάθεια συμφιλίωσης του αποικιακού παρελθόντος με τις σύγχρονες αξίες δημιούργησαν νέα ερωτήματα για τη συλλογική μνήμη και για την καθημερινή ζωή. Η «νέα αποικιοκρατία» αναδύθηκε, συντηρώντας σχέσεις εξάρτησης μέσα από οικονομικούς μηχανισμούς, πολιτικές παρεμβάσεις και πολιτισμική κυριαρχία.
Στην Αφρική μια σειρά από εμφύλιες συγκρούσεις αποδεικνύουν ότι η «Μαύρη Ηπειρος» αποτέλεσε και παραμένει πεδίο έντονης εξωτερικής παρέμβασης. Σήμερα, που ο σοβιετικός παράγοντας έχει εξαφανιστεί και ο ρόλος των Ευρωπαίων έχει υποχωρήσει, ο ανταγωνισμός αφορά την επιρροή των ΗΠΑ, της Κίνας και δευτερευόντως της Ρωσίας, των κρατών του Κόλπου ή της Τουρκίας.
Στην Ασία, η βίαιη απελευθέρωση της Ινδοκίνας, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία και οι εξαρτημένες οικονομίες οδήγησαν σε νέες πολύπλοκες πραγματικότητες. Παράλληλα, χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη επέλεξαν το δικό τους μοντέλο ανάπτυξης, συνδυάζοντας τον εκσυγχρονισμό με την προστασία παραδοσιακών αξιών και πολιτιστικών στοιχείων.
Στη Μέση Ανατολή, η αποχώρηση των Ευρωπαίων άφησε πίσω της εκρηκτικά μείγματα εθνοτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών. Η αντιπαράθεση Ισραήλ – Αράβων αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα στις διεθνείς σχέσεις. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός από την άλλη – φαινόμενο αρχικά ενισχυμένο από τη Δύση – μετατράπηκε σε αυτόνομο αντι-ιμπεριαλιστικό αφήγημα που επηρεάζει ακόμα και σήμερα τη δυτική κοινωνική συνοχή και την πολιτισμική αυτοαντίληψη.
Η μετα-αποικιακή Ευρώπη φάνηκε να παγιδεύεται τελικά στις ίδιες τις πολιτικές που άσκησε επί αιώνες: από την εκμετάλλευση των λαών των αποικιών πέρασε στην ανάγκη αποδοχής μιας πολυεθνοτικής συμβίωσης. Η μαζική μετανάστευση, η πολυπολιτισμικότητα και η άνοδος ξενοφοβικών και συντηρητικών αφηγήσεων αποτελούν σύγχρονες εκφράσεις αυτής της ιστορικής διαδρομής.
Οι παλιές αυτοκρατορίες αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την εγκατάσταση εκατομμυρίων ανθρώπων από όλες τις ηπείρους στα μητροπολιτικά τους κέντρα. Μετά το 1990 θα προστεθούν νέοι οικονομικοί μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες, που αναζητούν την επιβίωση στο άλλοτε κραταιό ευρωπαϊκό φρούριο.
Και αν η δουλεία έχει καταργηθεί εδώ και αιώνες, η εκμετάλλευση του μετανάστη – μέσα από τη σωματεμπορία, την ανασφάλιστη εργασία και τη σύγχρονη «αόρατη» δουλεία – συνεχίζει να ανθεί. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν αντέδρασαν ενιαία ούτε ομοιογενώς σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Η πολιτισμική ανεκτικότητα, που προβλήθηκε ως ιδανικό του σύγχρονου ευρωπαϊκού προτάγματος, αμφισβητείται όλο και περισσότερο, ιδίως στο κλίμα φόβου που καλλιεργείται από την άνοδο νέων μορφών τρομοκρατίας και τις αντιπαραθέσεις πολιτισμικών προτύπων.
Νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να ξαναγράψουν την ιστορία της αποικιοκρατίας, προβάλλοντας τις υποτιθέμενες «θετικές» της πτυχές (όπως η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, η υγειονομική οργάνωση, η δημιουργία κρατικών θεσμών) και υποβαθμίζοντας τη βία και τις καταστροφές που επέφερε. Ωστόσο, ο ιμπεριαλισμός – πολιτικός, οικονομικός ή πολιτισμικός – παραμένει θεμέλιο του σύγχρονου καπιταλισμού.
Και έτσι η Ιστορία μοιάζει να επιβεβαιώνει τις αναλύσεις του Λένιν στις αρχές του 20ού αι. για τη στενή σχέση του καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό (και την αποικιοκρατία).
Ο κ. Λάμπρος Α. Φλιτούρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συγγραφέας του βιβλίου «Αποικιακές αυτοκρατορίες. Η εξάπλωση της Ευρώπης στον Κόσμο 16ος-20ός αι.», εκδ. Ασίνη (2015).
Ισχύς και ελευθερία
Της Τζένης Λιαλιούτη

Συμπληρώθηκαν φέτος πενήντα χρόνια από την πτώση της Σαϊγκόν, που αποτέλεσε την τελευταία πράξη του πολέμου του Βιετνάμ, μιας πολύνεκρης και πολλαπλά τραυματικής πολεμικής σύγκρουσης, η οποία διήρκεσε συνολικά δύο δεκαετίες και υπήρξε ένα από τα κορυφαία επεισόδια στην ιστορία της απο-αποικιοποίησης.
Η αμερικανική ήττα στο Βιετνάμ δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Ηταν ένα ρήγμα στην εικόνα των Ηνωμένων Πολιτείων, αλλά και ένα ρήγμα στην εθνική ταυτότητα και την πολιτική κουλτούρα της χώρας.
Σήμανε το τέλος της «κουλτούρας της νίκης» (κατά τον Τομ Ενγκελχαρντ στο The End of Victory Culture, εκδ. University of Massachusetts Press 1995), υποχρεώνοντας την αμερικανική κοινωνία να αναθεωρήσει εθνικά στερεότυπα περί ηρωισμού και ισχύος.
Η ιστορία της αποαποικιοποίησης μπορεί να ιδωθεί και ως μία ιστορία των ιδεών περί ισχύος και ελευθερίας όπως διαμορφώθηκαν στον εικοστό αιώνα. Οι ρίζες αυτής της ιστορίας ανάγονται στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εμπειρία του πολέμου υπονόμευσε στα μάτια των αποικιοκρατούμενων την εικόνα των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων.
Η συμμετοχή τους, άλλωστε, στον πόλεμο, στο πλευρό των αποικιακών μητροπόλεων, υπογράμμιζε ότι οι ρόλοι στο ισοζύγιο ισχύος δεν ήταν δεδομένοι και μπορούσαν να αναθεωρηθούν. Παράλληλα, ο Πόλεμος, που σηματοδότησε την αυγή του 20ού αιώνα, έφερε στο προσκήνιο ιδέες που θα επιδρούσαν καθοριστικά στον αποικιακό κόσμο. Από διαφορετικές αφετηρίες, οι χώρες που έμελλε να αποτελέσουν τις δύο υπερδυνάμεις στο δεύτερο μισό του αιώνα είχαν θέσει σε κίνηση ιδέες που θα μεταμόρφωναν την όψη του κόσμου.
Στα 1914, ο Λένιν, ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, δημοσιεύει το έργο του για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση. Τρία χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Γούντροου Γουίλσον, αναδείκνυε την αρχή της αυτοδιάθεσης σε μείζον ιδεολογικό και προπαγανδιστικό όπλο για την Αντάντ πυροδοτώντας ένα κύμα πολιτικών διαβημάτων των αποικιακών λαών.
Πέρα, όμως, από τις πρωτοβουλίες του Γουίλσον, αξίζει να σχολιαστεί η δυναμική που απέκτησαν οι ιδέες που εκείνος έθεσε σε κίνηση, συχνά ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις ή επιθυμίες. Από την Αίγυπτο έως την Κίνα, οι λαοί έζησαν τη «γουιλσονιανή στιγμή» τους αναγνωρίζοντας στην αρχή της αυτοδιάθεσης έναν οδικό χάρτη για τον μετασχηματισμό του διεθνούς συστήματος.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αρχή της αυτοδιάθεσης αποτυπώθηκε στη «Διακήρυξη από τα Ηνωμένα Εθνη», που αποτέλεσε, στα 1945 πλέον, τη βάση για τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Παράλληλα, οι δύο ισχυροί του μεταπολεμικού κόσμου, Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ενωση, παρουσιάζονταν στη διεθνή σκηνή ως αντιαποικιακές δυνάμεις. Και πάλι, ανεξάρτητα από τη συνέπεια ή τους στόχους αυτής της ρητορικής, οι ιδέες που απελευθερώνονταν είχαν τη δική τους δυναμική.
ΗΠΑ και ΕΣΣΔ προσέφεραν δύο ισχυρά πρότυπα κρατικής συγκρότησης που ενέπνεαν τη δράση πολιτικών ηγετών και κινημάτων. Επιπλέον, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, η συνθήκη του Ψυχρού Πολέμου έγιναν αντιληπτά ως ένα πεδίο ευκαιριών για τα έθνη που επιδίωκαν να κατοχυρώσουν την εθνική τους ανεξαρτησία και την κρατική τους υπόσταση. Ηταν ένα πεδίο υψηλού ρίσκου, το οποίο, όμως, μπορούσε να προσφέρει υλικούς και συμβολικούς πόρους.
Η αποαποικιοποίηση δεν τροφοδοτήθηκε μονοσήμαντα από τα δυτικά ρεύματα ιδεών. Ασκησε, με τη σειρά της, ισχυρή επίδραση σε αυτά παράγοντας νέα σύμβολα και ρεπερτόρια δράσης που εμπλούτισαν την έννοια της ελευθερίας.
Ηγέτες όπως ο Γκάντι, με το παράδειγμα της μη βίαιης αντίστασης, αιχμαλώτισαν την πολιτική φαντασία της Δύσης. Αντι-αποικιακοί πόλεμοι, όπως εκείνος του Βιετνάμ, υπήρξαν διαμορφωτικοί παράγοντες για τα ριζοσπαστικά κινήματα σε Ευρώπη και Αμερική.
Από την Ουάσιγκτον έως την Αθήνα, το Βιετνάμ αναδείχθηκε σε σύμβολο του αιτήματος για αλλαγή της εσωτερικής και της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Συγχρόνως, οι διεργασίες αυτές ανέδειξαν εσωτερικές πολιτικές εντάσεις, καθώς μερίδες των δυτικών κοινωνιών ανέπτυσσαν εθνικιστικά και ενίοτε ακροδεξιά αντανακλαστικά, προσλαμβάνοντας την αποαποικιοποίηση ως απειλή για το εθνικό συμφέρον.
Η αποαποικιοποίηση ακολούθησε ποικίλες διαδρομές. Ορισμένες εικονογραφούν τη μετατόπιση ισχύος· η Ινδία, βρετανική αποικία έως το 1947, συγκαταλέγεται σήμερα μεταξύ των κορυφαίων οικονομικών δυνάμεων του πλανήτη.
Μια διαφορετική διαδρομή αποκαλύπτει το, σπαρασσόμενο από τον εμφύλιο πόλεμο, Σουδάν, εστία μίας ασύλληπτης ανθρωπιστικής κρίσης. Ποια θα μπορούσε να είναι η κοινή παρακαταθήκη αυτών των πολλών, ανόμοιων και περίπλοκων διαδρομών; Οράματα και εμπειρίες ελευθερίας, ενίοτε βραχύβιες, ενίοτε αντιφατικές, που ένωσαν εκατομμύρια ανθρώπων σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της πραγματικότητας.
Η κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ.
Εξοδος με ακραία βία και ανοιχτά τραύματα
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε ένα κύμα ανεξαρτητοποιήσεων που οδήγησε στην κατάρρευση των αποικιακών αυτοκρατοριών μέσα σε μόλις 20 χρόνια. Ενώ η Βρετανική Αυτοκρατορία προέβη στη σταδιακή και ελεγχόμενη αναγνώριση της ανεξαρτησίας των περισσότερων από τις αποικίες της, ξεκινώντας από την Ινδία το 1947, μικρότερες αποικιακές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, επιχείρησαν να διατηρήσουν τις κτήσεις τους με χρήση στρατιωτικής δύναμης.
Και στις δύο περιπτώσεις η σύγκρουση υπήρξε ιδιαίτερα βίαιη, άφησε βαθιά τραύματα και συνιστά ακόμη και σήμερα αντικείμενο έντονης δημόσιας συζήτησης.
Η Γαλλία διεξήγαγε δύο αποικιακούς πολέμους, στην Ινδοκίνα (1946-1954) και αμέσως μετά στην Αλγερία (1954-1962), και ηττήθηκε και στους δύο. Σε μια προσπάθεια να συμβαδίσει με τη μεταπολεμική πραγματικότητα, είχε εγκαινιάσει το 1946 την 4η Γαλλική Δημοκρατία αναβαθμίζοντας την αποικιακή αυτοκρατορία της σε «Γαλλική Ενωση».
Το αντιφατικό αυτό σχέδιο, που υποσχόταν την εξίσωση των «ιθαγενών» υπηκόων της Αυτοκρατορίας με τους γάλλους πολίτες ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία υπό τον αποκλειστικό έλεγχο της μητρόπολης, δεν έπεισε κανέναν και διαλύθηκε μετά από λίγα χρόνια, το 1958. Στο ενδιάμεσο διάστημα η Γαλλία γνώρισε μια οδυνηρή ήττα στον Πόλεμο της Ινδοκίνας και ενεπλάκη στον Πόλεμο της Αλγερίας. Η γαλλική Ινδοκίνα εκτεινόταν στη χερσόνησο όπου σήμερα βρίσκονται τα ανεξάρτητα κράτη του Βιετνάμ, του Λάος και της Καμπότζης.
Αποτέλεσε την πιο επικερδή και πυκνοκατοικημένη αποικία της Γαλλίας χάρη στον μεγάλο φυσικό της πλούτο και την ακραία εκμετάλλευση των αποικιοκρατούμενων από τη γαλλική και την εκγαλλισμένη ελίτ. Σε αντίθεση με την Αλγερία, που συγκροτήθηκε σε αποικία εγκατάστασης χάρη στη μαζική μετανάστευση από τη μητρόπολη, η Ινδοκίνα αποτέλεσε εξαρχής αποικία εκμετάλλευσης.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Απω Ανατολή βρέθηκε υπό ιαπωνική κατοχή ενάντια στην οποία αναπτύχθηκε ένοπλη εθνική αντίσταση. Οι δυνάμεις αυτές θα εξεγερθούν το 1945 και θα αντιμετωπίσουν τα γαλλικά στρατεύματα κατατροπώνοντάς τα οριστικά στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου, τον Μάιο του 1954. Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, θα ξεκινήσει ο Πόλεμος της Αλγερίας.
Εκεί το διακύβευμα δεν ήταν μόνο οικονομικό ή λόγοι γοήτρου. Η Αλγερία αποτελούσε διοικητική περιφέρεια της εθνικής επικράτειας με συμπαγή γαλλικό πληθυσμό που τη θεωρούσε πατρογονική γη. Ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της διήρκεσε μέχρι το 1962, κόστισε στη Γαλλία την απομόνωσή της στον ΟΗΕ για τη χρήση βασανιστηρίων και είχε περίπου 500.000 θύματα (τα περισσότερα στην αλγερινή πλευρά).
Μετά τις Συμφωνίες του Εβιάν (1962) και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας ακολούθησαν ο ξεριζωμός των Γάλλων της Αλγερίας και των αλγερινών συνεργατών τους που προτίμησαν να καταφύγουν στη Γαλλία, ένα βαθύ συλλογικό τραύμα και η άρνηση του γαλλικού κράτους να αναγνωρίσει επίσημα τον πολεμικό χαρακτήρα της σύγκρουσης που μέχρι το 1999 απεκαλείτο απλά «Τα Γεγονότα».
Η Ολλανδία καλλιεργούσε παραδοσιακά την εικόνα μιας «ήπιας» αποικιακής κυριαρχίας αποκρύβοντας το γεγονός ότι απομυζούσε τεράστια πλούτη από την εκμετάλλευση της Ινδονησίας. Οπως και η Ινδοκίνα, η Ινδονησία πέρασε στην κατοχή της Ιαπωνίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέπτυξε σημαντικό ένοπλο κίνημα αντίστασης με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και αρνήθηκε, μετά την ιαπωνική συνθηκολόγηση, να επιστρέψει στον έλεγχο της Ολλανδίας.
Υπό την ηγεσία του Σουκάρνο και του Μοχάμετ Χάτα, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 17 Αυγούστου 1945, ολλανδικά στρατεύματα εστάλησαν στον Ειρηνικό και ακολούθησαν, μέχρι το 1949, τέσσερα χρόνια σκληρών συγκρούσεων και ωμοτήτων αντίστοιχων σε αγριότητα με τα ναζιστικά αντίποινα. Η Ολλανδία εξαναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει υπό την πίεση του ΟΗΕ και με την απειλή των ΗΠΑ ότι θα διακόψουν τις πληρωμές του Σχεδίου Μάρσαλ.
Η επέμβαση των αποικιακών δυνάμεων χαρακτηρίζεται από ακραία βία, συχνά κατά αμάχων (βασανιστήρια, εκτελέσεις, βιασμοί κ.ά.), ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου τα κινήματα ανεξαρτησίας δεν ήταν μόνο εθνικά αλλά και επαναστατικά και υπήρχε το ενδεχόμενο η ανεξαρτησία να επιφέρει διακοπή των οικονομικών σχέσεων με την πρώην μητρόπολη και ίσως μια στροφή προς το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Κοινός παρονομαστής στα εγκλήματα των πολέμων της απο-αποικιοποίησης είναι η γενική αμνηστία που χορήγησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μεγεθύνοντας τη βαρβαρότητα με την ατιμωρησία και αφήνοντας το τραύμα ανοικτό. Η σχετικά πρόσφατη κατάταξή τους στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα οποία δεν παραγράφονται, έδωσε τη δυνατότητα ποινικών διώξεων, ανέτρεψε το αφήγημα περί «ηρωικού παρελθόντος» και πυροδότησε θυελλώδεις δημόσιες διαμάχες τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία, οι οποίες συνεχίζονται καθώς η έρευνα φέρνει διαρκώς νέα στοιχεία στο φως.
Η κυρία Αννα Καρακατσούλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.






