Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 συνιστά για την Ελλάδα ένα πολλαπλό ιστορικό ορόσημο. Σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του οποίου άμεση συνέχεια αποτελεί ο Μικρασιατικός Πόλεμος· είναι ένα σύνηθες σημείο τομής (εναλλακτικά προς το 1922) στον διαχωρισμό μεταξύ «νεότερης» και «σύγχρονης» ελληνικής ιστορίας· θεωρείται ως ο τερματικός σταθμός (με την εξαίρεση της ένωσης των Δωδεκανήσων το 1947) στη διαδικασία ενός αιώνα εθνικής ολοκλήρωσης. Επακόλουθο μιας δεινής στρατιωτικής ήττας και συνομολογούμενη στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής, επικύρωσε οπωσδήποτε τετελεσμένα γεγονότα.

Ταυτόχρονα, περιόρισε κατά το δυνατόν τις ζημίες σε μια στιγμή που οι στρατιωτικές και πολιτικές ισορροπίες ήταν συντριπτικά σε βάρος της χώρας. Καθώς στο πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και καθοριστικό παράγοντα των σχέσεων με την Τουρκία, είθισται να στεκόμαστε στο διπλωματικό της σκέλος. Πράγματι, αν και το ζήτημα των μειονοτήτων δεν λύθηκε πλήρως παρά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η ρύθμιση του καθεστώτος του Αιγαίου, η επιμελής προώθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου, οι διεθνείς ισορροπίες σε μια ευαίσθητη για τη Δύση περιοχή έθεσαν τις βάσεις της ειρήνης – τουλάχιστον έως ότου εμφανιστούν οι ρωγμές λόγω της ανάδυσης του Κυπριακού Ζητήματος.

Υπάρχουν ωστόσο και άλλες διαστάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης που πρέπει να αναλύονται. Ιστορικά, οριοθετεί ένα τεκτονικό ρήγμα τέτοιου βάθους ώστε ακυρώνει δεκαετίες στρατηγικής σκέψης ως προς την οπτική και τις επιδιώξεις της χώρας: «Ενας ολόκληρος κόσμος βούλιαξε στο λιμάνι της Σμύρνης» είναι η επιγραμματική και εύστοχη σύνοψη του Γιώργου Θεοτοκά. Η Ελλάδα μετά τη Λωζάννη δεν μπορεί πλέον να διακρίνεται από φιλοδοξίες επέκτασης, ούτε και διαθέτει περιθώρια ενσωμάτωσης όμορων πληθυσμών.

Είναι από τη μια πλευρά μια κοινωνία σε αναζήτηση νέου οράματος (κάτι που εκφράζεται με σαφήνεια στην ιδεολογία, στη λογοτεχνία, στην Τέχνη της περιόδου), από την άλλη ένα κράτος που στρέφεται στο εσωτερικό αναζητώντας τον εκσυγχρονισμό των δομών του. Οικονομικά, το οριστικό τέλος της «πολεμικής δεκαετίας» και η τόνωση του εργατικού δυναμικού και της επιχειρηματικότητας με την έλευση των προσφύγων δημιουργούν τις προϋποθέσεις της επιστροφής στην κανονικότητα. Προσωρινής, έστω, λόγω της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας του ’30, αρκετής ωστόσο ώστε να διευκολύνει, ειδικά κατά τη «Μεγάλη Τετραετία» του Ελ. Βενιζέλου (1928-1932), την έναρξη μεγάλων έργων και σημαντικών παρεμβάσεων. Στα 100 χρόνια από τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάννης δικαιούμαστε πια να την προσλαμβάνουμε όχι μόνο ως τέλος μιας εποχής αλλά και ως αρχή μιας νέας.