Δύο πρόσφατα βιβλία, το ένα του Νίκου Μαραντζίδη, ασχολείται με τη σχέση του σταλινισμού με το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, και το άλλο του Ρόντρικ Μπίτον, μια ιστορία των Ελλήνων από τον μυκηναϊκό κόσμο ως τις μέρες μας, εντάσσονται στο ιστοριογραφικό ρεύμα της «global history». Τι είναι η global history; Υπεισέρχονται και στην περίπτωση αυτή θέματα απόδοσης στη μεταφορά του όρου από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα. Και στα δύο έργα που αναφέρθηκαν η ελληνική έκδοση αποδίδει τον όρο ως «παγκόσμια ιστορία».
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, δηλαδή για «world history». Οπως επισημαίνει ο γερμανός ιστορικός Σεμπάστιαν Κόνραντ, ένας από τους πιο ώριμους ίσως μελετητές του νέου αυτού κλάδου, η global history δεν είναι ένα άθροισμα ιστορικών γνώσεων ή ιστορικών ερμηνειών που να έχουν ως επίπεδο ανάλυσης τον κόσμο. Πρόκειται για προσπάθεια να εντοπιστούν αλληλεπιδράσεις και διασυνδέσεις σε όσο το δυνατό ευρύτερο πλαίσιο. Προφανές είναι ότι το επίπεδο ανάλυσης της global history υπερβαίνει τοπικά υποσύνολα, περιφέρειες ή το έθνος-κράτος, το οποίο από τον 18ο αιώνα ήταν το πρωταρχικό επίπεδο ανάλυσης και εξακολουθεί ενδεχομένως να είναι σημαντικό ιδίως στους κλάδους της πολιτικής επιστήμης, των διεθνών σχέσεων καθώς και της διπλωματικής ή διεθνούς ιστορίας.
Η global history είναι προϊόν της εποχής της παγκοσμιοποίησης, της οποίας οι απαρχές ανιχνεύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η διαδικασία αυτή όμως επιταχύνθηκε και ωρίμασε από το τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν συνέκλιναν η ανεμπόδιστη κυκλοφορία των κεφαλαίων, η διασπορά της μεταποιητικής δραστηριότητας και η συνεχής ανάπτυξη της πληροφορικής.
Αυτή μείωσε σε κάποιο βαθμό τη σημασία, ιδίως την οικονομική, του εδάφους και συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας «άυλης» οικονομίας. Συνέβαλαν ακόμα πολιτισμικοί παράγοντες, όπως η επικράτηση της αγγλικής, ως μιας παγκόσμιας lingua franca, όπως επίσης και μια κουλτούρα μετακινήσεων, που υπερέβαιναν τα όρια της Αμερικής και της Ευρώπης, των παλαιότερων δηλαδή κέντρων της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται για έναν νέο κόσμο που χρειάζεται νέα εργαλεία για την ιστορική προσέγγισή του. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η global history είναι μια ιστορία που εξαντλείται σε αυτή την τελευταία εκδοχή της παγκοσμιοποίησης.
Πριν από αυτήν, άλλωστε, ο πλανήτης είχε περάσει μία ακόμα φάση παγκοσμιοποίησης προς το τελευταίο πέμπτο του 19ου αιώνα, στην εποχή των Αυτοκρατοριών, όταν είχε επικρατήσει η τεχνολογία του ατμού στη ναυτιλία, ο τηλέγραφος στις επικοινωνίες, είχαν αναπτυχθεί διεθνικά εμπορικά εμπορικά δίκτυα και οι επαφές μεταξύ των ελίτ ήταν πιο πυκνές από ποτέ. Αυτή η φάση της παγκοσμιοποίησης ανακόπηκε και αναστράφηκε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Συνεπώς, η global history δεν μπορεί να είναι μελέτη μιας ορισμένης εκδοχής παγκοσμιοποίησης. Παρά την κριτική επιφύλαξη με την οποία γίνεται δεκτή, ως προϊόν κατά κύριο λόγο του αγγλόφωνου ακαδημαϊκού κόσμου, εδραιώνει τη θέση της στα ακαδημαϊκά ιδρύματα καθώς εισάγει μια αναγκαία οπτική για τη μελέτη φαινομένων που αποκτούν πλανητική διάσταση και δεν μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Για να είναι πάντως ερευνητικά χρήσιμη κατ’ ανάγκη θα λαμβάνει υπόψη και παραμέτρους όπως οι ασυμμετρίες πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος καθώς και πολιτισμικής επιρροής.
Πέραν αυτού, το έθνος-κράτος, αν και τελεί υπό την πίεση τεχνολογικών εξελίξεων καθώς και υπο-εθνικών και ευρύτερων περιφερειακών συστημάτων, εξακολουθεί να επιτελεί βασικές πολιτικές και οικονομικές λειτουργίες σε συγκεκριμένο εδαφικό χώρο, είναι φορέας ιστορικών παραδόσεων, κουλτούρας, ταύτισης και συμφερόντων. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι υπάρχουν θέματα και ενδιαφέροντα των οποίων η διερεύνηση συχνά μπορεί να υπηρετείται καλύτερα σε ένα πλαίσιο εκτός της global history: αγρότες και ύπαιθρος που παρέμειναν για μακρές περιόδους εκτός οποιουδήποτε παγκόσμιου πλαισίου ή επιρροής, διακρατικές σχέσεις που εξελίχθηκαν ή και εξελίσσονται σε ένα πλαίσιο παραδοσιακής προβολής ισχύος, με βάση πάντοτε τα διατιθέμενα σε κάθε εποχή τεχνολογικά μέσα. Η global history, η παγκόσμια ιστορία στα ελληνικά, εν αναμονή ίσως μιας περισσότερο επιτυχούς απόδοσης του όρου στη γλώσσα μας, θέτει ήδη νέα ερωτήματα και μπορεί να μας δώσει χρήσιμες οπτικές, αλλά θα λειτουργήσει συμπληρωματικά και όχι αναιρετικά για άλλα επίπεδα ιστορικής έρευνας.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.