Η διαφωνία, ο διάλογος, ο συνεορτασμός
Οι απαρχές του χριστιανισμού είναι λιγότερο ευκρινείς από όσο θα πίστευε ο θεατής των ουκ ολίγων τηλεοπτικών σειρών και κινηματογραφικών ταινιών γύρω από τη ζωή του Ιησού. Αν και ένας πρώιμος χάρτης των χριστιανικών εκκλησιών που ιδρύθηκαν πριν από τον Διωγμό του Δέκιου στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. εμφανίζει τον ιδιαίτερο δυναμισμό της νέας θρησκείας στη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Αφρική, τη Νότια Ισπανία και την Ιταλία και πιστοποιεί την επέκτασή τους σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πληροφορίες για τη ζωή, τις συνήθειες, τις λατρευτικές τους πρακτικές παραμένουν περιορισμένες.
Η καθημερινότητα μιας κοινότητας που αποκλίνει από την πλειονότητα της κοινωνίας ως προς τις αξίες και τη θέαση του κόσμου την καθιστά αναγκαστικά λιγότερο ορατή στις πηγές και τα τεκμήρια της περιόδου. Δεν είναι παράξενο, επομένως, που η πρωιμότερη ίσως αναφορά στον εορτασμό του Πάσχα προέρχεται από ομιλία του Μελίτωνα, επισκόπου Σάρδεων, μόλις στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.
Αναλύοντας το περιεχόμενο και τον συμβολισμό της ο Μελίτων δεν την αντιμετωπίζει ως καινοφανή, αλλά ως καθιερωμένη εορτή με παρελθόν. Είναι μέτρο της μείζονος σημασίας που απέκτησαν στην πορεία οι έριδες ως προς την ημερομηνία του εορτασμού της το γεγονός ότι πολύ περισσότερες λεπτομέρειες διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου για τις διαφωνίες αυτές.
Ζητήματα που είχαν αρχικά να κάνουν με τη διαφοροποίηση της χριστιανικής από την ιουδαϊκή παράδοση και διενέξεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας χρειάστηκαν περίπου δύο αιώνες έως ότου διευθετηθούν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325. Η σύγχρονη διάσταση μεταξύ Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας ως προς την ημερομηνία του Πάσχα, επομένως, αν και έχει διαφορετική αφετηρία, τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου από Ιουλιανό σε Γρηγοριανό τον 16ο αιώνα, διαθέτει μακρά προϊστορία.
Συζητήσεις και προτάσεις για έναν μόνιμο συνεορτασμό του Πάσχα από όλους τους χριστιανούς, ανεξαρτήτως δόγματος, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς (όπως και πιο πρόσφατα), με τη συμφωνία να παραμένει ακόμη ζητούμενο. Διάλογος δύσκολος, αν αναλογιστεί κανείς τα ιστορικά ρήγματα μεταξύ Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού, ο οποίος όμως αποτελεί αναμφίβολα σημείο επαφής μεταξύ τους.
Μάρκος Καρασαρίνης
Το ευκταίο και το εφικτό
Του Ιωάννη Μ. Κονιδάρη

Η συγκυρία της σύμπτωσης εφέτος τoυ Πάσχα τωv Ορθoδόξωv με τωv Ρωμαιoκαθoλικώv και τωv Διαμαρτυρoμέvωv και της επετείου των 1.700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. και καθόρισε την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, αναρρίπισε το ζήτημα του κοινού εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού. Το ζήτημα αυτό απασχολεί τους Χριστιανούς, θα αποτολμούσε να υποστηρίξει κανείς, από τη στιγμή της παύσης του συνεορτασμού, μετά από δεκαέξι αιώνες κοινού εορτασμού.
Από τη στιγμή δηλαδή που έπαυσε να ισχύει το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο είχε λάβει το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα, που είχε προβεί, υπό την ιερατική του ιδιότητα του Pontificis Maximi, σε διορθώσεις τού προ αυτού ισχύοντος ρωμαϊκού ημερολογίου. Υπό το ημερολόγιο αυτό, τις διαφορές για τον εορτασμό του Πάσχα ήρθε να λύσει η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επί Μ. Κωνσταντίνου, μαζί με το ζήτημα της αίρεσης του Αρείου. Και παρότι ο σχετικός Κανόνας δεν σώζεται, από τα Πρακτικά της Συνόδου και τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς γνωρίζουμε την απόφασή της.
Σύμφωvα με αυτή, ως σταθερή βάση για τoν υπoλoγισμό της ημέρας εoρτασμoύ τoυ Πάσχα τέθηκε η εαριvή ισημερία και καθoρίστηκε ότι τo Πάσχα εoρτάζεται πάvτoτε τηv πρώτη Κυριακή μετά τηv πρώτη παvσέληνo μετά τηv εαριvή ισημερία και πάντως μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Τoύτo σημαίvει ότι o καθoρισμός τoυ εoρτασμoύ δεv συvδέθηκε με συγκεκριμέvη ημερoμηvία, αλλά με έvα αστρoνoμικό γεγoνός, τηv εαριvή ισημερία, και, συνεπώς, τυχόv ακριβέστερoς πρoσδιoρισμός της εαριvής ισημερίας δεv δημιoυργεί κώλυμα στηv Εκκλησία vα αvαπρoσαρμόσει τηv ημέρα εoρτασμoύ τoυ Πάσχα.
Τις ατέλειες του Ιουλιανού ημερολογίου προσπάθησε να διορθώσει ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, ο οποίος εισήγαγε το 1582 το νέο ημερολόγιο, που προς τιμή του, «ίνα δοξάση την παπωσύνην αυτού», αποκλήθηκε Γρηγοριανό. Τo vέo ημερoλόγιo απoδέχθηκαv αμέσως τα καθoλικά κράτη, αρχές δε τoυ 18oυ αιώvα και oι Διαμαρτυρόμενoι.
Τo Οικoυμεvικό Πατριαρχείo και η Ορθόδoξη Εκκλησία της Ελλάδoς πρoσχώρησαv μόλις τo 1924 στo vέo ημερoλόγιo, υπό τoν όρo ότι τoύτo δεv θα είχε συvέπειες στoν Πασχάλιo Καvόvα και στις κιvητές εoρτές. Με τoν τρόπo αυτόν, ακόμη και εκεί πoυ καθιερώθηκε τo vέo ημερoλόγιo, δεv επαvακαθιερώθηκε o κoιvός εoρτασμός τoυ Πάσχα.
Οι διαφωνίες μεταξύ των Ορθόδοξων Εκκλησιών σχετικά με την προσχώρηση στο νέο ημερολόγιο, έστω με διατήρηση του Πασχάλιου Κανόνα, οδήγησε στη συμπερίληψη του ζητήματος στα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου, που επρόκειτο να συνέλθει αρχικώς το έτος 2000. Ηδη, όμως, στις Προσυνοδικές Διασκέψεις, στο Πατριαρχικό Κέντρο στο Σαμπεζί της Ελβετίας, καταδείχθηκε πως δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για μια συμφωνία.
Και όπως σοφά παρατήρησε ο Πρόεδρος της Β΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Σεπτέμβριος 1982) αοίδιμος Μητρoπoλίτης Χαλκηδόνoς Μελίτωv [Χατζής], Γέροντας και μέντορας του σημερινού Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, «τι oφελεί vα απoφασίσωμεv συvεoρτασμόv τoυ Πάσχα μεθ’ όλωv τωv χριστιαvώv και vα πρoκαλέσωμεv διαιρέσεις και σχίσματα μη εoρτάζoντες oμoύ ημείς oι oρθόδoξoι;» (Συνοδικά, τ. VII, Chambésy 1994, σ. 183).
Ετσι το θέμα αποσύρθηκε από την ημερήσια διάταξη της Πανορθόδοξης και τούτο πολύ πριν ανακύψουν οι νέες τριβές με την ανακήρυξη της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (2019) και την εν συνεχεία απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας να προχωρήσει στη διακοπή των σχέσεών του με την Κωνσταντινούπολη.
Οι αγαθές προθέσεις του Πάπα Ρώμης και του Οικουμενικού Πατριάρχη θα ήταν ευκταίο να οδηγήσουν σε μια συμφωνία για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, που σε κάποιες περιπτώσεις έχει γίνει πραγματικότητα χάρη στις αποφάσεις και τον πραγματισμό των τοπικών Εκκλησιών, όπως στη Φινλανδία, όπου οι Ορθόδοξοι συνεορτάζουν με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και στην Ελλάδα, όπου οι Ρωμαιοκαθολικοί ανέκαθεν συνεορτάζουν με τους Ορθοδόξους.
Το ευκταίο, όμως, δεν είναι πάντα και εφικτό. Και είναι προφανές ότι μεγάλο μέρος του πληρώματος των συνολικώς δεκαπέντε επιμέρους Ορθόδοξων Εκκλησιών, που θα πρέπει να συμφωνήσουν, δεν είναι έτοιμο, και πάντως είναι απαράσκευο, να δεχθεί μια τέτοια αλλαγή σε ένα θέμα, που για πολλούς θίγει τον πυρήνα της πίστης τους.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το έργο του «Πολιτεία και Εκκλησία στην πράξη. Απάνθισμα άρθρων», με προλεγόμενα Ευάγγελου Βενιζέλου, από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Ο συνεορτασμός ως κοινή μαρτυρία
Του Δημήτρη Αγγελή

Η φετινή σύμπτωση του Πάσχα για Ορθοδόξους και Καθολικούς έφερε ξανά στο προσκήνιο το θέμα της καθιέρωσης κοινού εορτασμού για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Oσο κι αν εκπλήσσει τους μη εγκρατείς στα θεολογικά, δεν πρόκειται για μια εύκολη συζήτηση: όποιος την ανοίγει, εύκολα φορτώνεται με χαρακτηρισμούς που θυμίζουν ομολογιοκεντρικές περιχαρακώσεις παλαιότερων εποχών.
Θεωρείται από τους φονταμενταλιστικούς-αντιδυτικούς κύκλους «φιλενωτικός» (σαν να έχουμε μπροστά μας μια νέα σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας), ενδοτικός «οικουμενιστής», ακόμα και σχολαστικά-νομικιστικά «αιρετικός» – να μην ξεχνάμε ότι ένα αντίστοιχο ζήτημα, το πέρασμα από το Ιουλιανό στο ορθότερο επιστημονικά Γρηγοριανό ημερολόγιο, οδήγησε στο σχίσμα των Παλαιοημερολογιτών επειδή το 1924 κάποιοι θεώρησαν ότι αυτή η αλλαγή άνοιγε τον δρόμο για υποταγή στους… «παπικούς».
Αλλά ούτε κι εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε μεταξύ μας για συνεορτασμό των Χριστουγέννων ή του Δεκαπενταύγουστου, καθώς 16 χώρες, από τη Ρωσία και τη Σερβία μέχρι τη Βουλγαρία και τη Συρία (και το δικό μας Aγιον Oρος), ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο – αν καταφέρνουμε και γιορτάζουμε κοινό Πάσχα είναι επειδή συμφωνήσαμε να το προσδιορίζουμε ημερολογιακά με βάση το Ιουλιανό.
Για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του συρμού, ο χριστιανισμός υπήρξε πάντοτε πληθυντικός και ως προς τις παραδόσεις του πλουραλιστικός. Η διεκδικούμενη από όλους «μία, αγία καθολική, αποστολική Εκκλησία» του Συμβόλου της Πίστεως δεν ήταν ποτέ ιστορικά μία, αλλά πολλές Εκκλησίες: το Πάσχα εορταζόταν έως την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) σε διαφορετικές μέρες από τις τοπικές Εκκλησίες, η όστια ως πρακτική φαίνεται πως υπήρχε πριν από το Σχίσμα, όπως υπάρχει και για εμάς τους Ορθοδόξους το λεγόμενο «μικρό filiοque» (η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός διά του Υιού, που όμως δεν προκαλεί σύγχυση μεταξύ των υποστατικών ιδιωμάτων της Αγίας Τριάδας) κ.ο.κ.
Επηρεάζουν αυτές οι διαφορές ομολογιακού πλουραλισμού την ανάγκη των ανθρώπων για πίστη, αγάπη και ελπίδα; Αναιρεί με κάποιον τρόπο ο κοινός εορτασμός του Πάσχα το γεγονός που πιστοποιούν τα Ευαγγέλια, ότι ο Χριστός «πραγμάτωσε ιστορικά την αγάπη ως τρόπο ελευθερίας από τον θάνατο» (Χρήστος Γιανναράς);
Αν τους σκεφτούμε, οι ταυτοτικοί προσδιορισμοί που έχουν επιλέξει τα τρία βασικά χριστιανικά δόγματα για να περιγράφουν τον εαυτό τους είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί για τη νοοτροπία τους: οι Καθολικοί ως πολυπληθέστερη ομολογία με αντίστοιχη πολιτική ισχύ θεωρούν αυτάρεσκα ότι εκφράζουν το όλον, οι Προτεστάντες επικαθορίζονται από την ιστορική διαμαρτυρία τους έναντι των αυθαιρεσιών της Καθολικής Εκκλησίας του 16ου αιώνα κι εμείς οι Ορθόδοξοι αυτοπροσδιοριζόμαστε αμυντικά και εμμέσως ναρκισσιστικά ως οι αποκλειστικοί κάτοχοι της ορθής πίστης.
Σε έναν κόσμο που οι Εκκλησίες είτε βρίσκονται σε αποδρομή (στις πλήρως εκκοσμικευμένες δυτικές κοινωνίες) είτε τελούν υπό διωγμό (κυρίως στις ισλαμικές περιοχές), αυτό που πρωτίστως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει είναι η κοινή χριστιανική μαρτυρία∙ ναι, πρέπει να υπάρχουμε εν αληθεία, αλλά κυρίως οφείλουμε να συνυπάρχουμε εν αγάπη.
Και ο κοινός εορτασμός του Πάσχα συνιστά ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αγαπητικής συμπερίληψης όλων στο ένα σώμα της Αγίας Τριάδας («ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν»: Ιω. 17, 22). Ενα ακόμη βήμα «υπέρ της των πάντων ενώσεως», όπως δέονται οι πιστοί σε κάθε θεία λειτουργία – μόνο που αυτή η επιζητούμενη «ένωση» δεν σημαίνει ότι με θαυμαστό τρόπο όλοι θα αναγνωρίσουν αίφνης τη μοναδικότητα της Ορθοδοξίας και θα επιστρέψουν υποταγμένοι στην αλήθεια της, όπως φαντασιώνονται οι δικοί μας υπερσυντηρητικοί.
Και για να το πούμε πιο παραστατικά: αν ο χριστιανισμός απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, καθώς το ξεκάθαρα πολιτικό Ευαγγέλιο της Εσχατης Κρίσης (Μτθ: 25, 26-41) δεν επιφυλάσσει άλλη μοίρα στους ορθόδοξους και άλλη στους ετερόδοξους – κι αυτό επειδή τα κριτήριά του αφορούν αποκλειστικά την τρωτότητα του Αλλου –, τότε καταλαβαίνουμε πως η αλήθεια δεν είναι ζήτημα εγωιστικής κατοχής αλλά ευχαριστιακής μετοχής.
Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα δεν έχει καμιά ιδιαίτερη δογματική συνέπεια, όμως σε συμβολικό επίπεδο τονίζει πως όλους εμάς, που συναζόμαστε στο όνομα του Χριστού (Μτθ.: 18, 20), μας ενώνει μια κοινή πνευματικότητα, μια μέριμνα για τη σωτηρία του κόσμου. Κι η διατράνωση αυτής της ενότητας, που δεν ταυτίζεται σώνει και καλά με την ένωση, παραμένει στην εποχή μας πολύ σημαντική.
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.
Το χρονικό μιας λατρευτικής διαίρεσης
Του π. Μάρκου Φώσκολου
Η εορτή των Χριστουγέννων και των Θεοφανίων και μια πληθώρα άλλων εορτών κινητών και ακινήτων εντός του έτους συνεορτάζονται την ίδια ημέρα από την Καθολική και την Ορθόδοξο Εκκλησία, σύμφωνα με ένα κοινής προελεύσεως Εορτολόγιο. Ομως, από την περίοδο της χριστιανικής αρχαιότητας η ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα αποτελούσε αντικείμενο διχονοιών και διαιρέσεων μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής χριστιανοσύνης, και αυτό αποτελούσε σκάνδαλο, καθότι κεντρικός άξονας της χριστιανικής πίστης είναι ο λυτρωτικός σταυρικός θάνατος του Ιησού και η Ανάστασή του εκ νεκρών.
Θεμελιώδες δόγμα για την Εκκλησία όλων των εποχών για όσους ομολογούν το Ονομά του αποτελεί ο ύμνος του Παύλου που ερμηνεύει τον ενωτικό σκοπό του θανάτου του Χριστού, που ήρθε στον κόσμο και πέθανε για να ενώσει τα διεστώτα: Αυτός, πράγματι, είναι η ειρήνη μας, αυτός είναι που ένωσε τους δύο σε έναν. Αυτός γκρέμισε τον μεσότοιχο του χωρισμού, κατήργησε την έχθρα στην ίδια του τη σάρκα, κατήργησε τον Νόμο των εντολών και των διατάξεων, ώστε, στο πρόσωπό του, να βρεθούν πλασμένοι οι δύο σε ένα νέον άνθρωπο. Και φέρνοντας την ειρήνη, να συμφιλιώσει και τους δύο με τον Θεό σε ένα σώμα, μέσω του σταυρού, καταστρέφοντας στο σώμα του την έχθρα (Προς Εφεσίους 2,14-16, η μτφρ. δική μου).
Η πρώτη διαίρεση επήλθε λόγω του ότι κάποιες Εκκλησίες της Ασίας ακολουθούσαν τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση, δηλαδή τελούσαν το Πάσχα την ίδια μέρα με τους Ιουδαίους, όποια μέρα της εβδομάδας και αν ήταν, στην ημερομηνία 14 του μήνα Νισάν. Η παράδοση ήταν παλαιά και την ανήγαγαν ως τον Απόστολο Ιωάννη (επίσκοπος Εφέσου Πολυκράτης προς τον πάπα Βίκτωρα).
Oμως «η εξ εθνών Εκκλησία» με κέντρο την Εκκλησία της Ρώμης εόρταζε την Ανάσταση του Κυρίου κατά ημέρα Κυριακή.
Προσπάθεια που έγινε από τον Πολύκαρπο Σμύρνης, που ταξίδεψε ως τη Ρώμη για τη διευθέτηση του θέματος με τον πάπα Ανίκητο, δεν οδήγησε σε κοινή απόφαση, αλλά ο Πολύκαρπος αναχώρησε εν ειρήνη με τον πάπα και συνέχισαν τις παραδόσεις τους. Oμως η λατρευτική αυτή διαίρεση συνέχισε να αποτελεί πρόβλημα, το οποίο θέλησε να θεραπεύσει η πρώτη Σύνοδος της οικουμένης (Νίκαια, 325 μ.Χ.) κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Εκεί, αποφασίστηκε, αν όχι επιβλήθηκε βασιλικώς, η κοινή ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα συμφώνως Ρωμαίοις και Αλεξανδρεύσιν και πως δεν χρειαζόταν άλλη συζήτηση για το θέμα, αλλά πάντας ούτως άγειν και τους αδελφούς τους εν τη Ανατολή εν μια ημέρα ομοφώνως αναπέμπειν τας ευχάς τη αγία ημέρα του Πάσχα. Και υπέγραψαν πάντες οι της Ανατολής οι διαφωνούντες προς τους άλλους».
Στα νεότερα χρόνια επανήλθε η διάσταση μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας, λόγω της διόρθωσης του Ημερολογίου (πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, 1583). Παρά την αρχική σύμφωνη γνώμη του οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Β΄ του Τρανού, η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης δεν δέχτηκε τη μεταρρύθμιση.
Στον ελληνικό χώρο συνέβη το τραγελαφικό, να βρίσκονται (μεικτές) οικογένειες που άλλα μέλη τους γιόρταζαν το Πάσχα και άλλα είχαν ακόμα Σαρακοστή… Οι πάπες επέτρεψαν τον συνεορτασμό στα βενετοκρατούμενα μέρη (Επτάνησα, Κυκλάδες, Κρήτη, κ.ά., πλην της Τήνου, όπου το έγγραφο χάθηκε σε ναυάγιο!).
Το θέμα του κοινού εορτασμού επανήλθε κατά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και κατεγράφη σε ξεχωριστή Δήλωση, ως Επίμετρο στο Σύνταγμα Sacrosanctum Concilium (4 Δεκεμβρίου 1963). Η Σύνοδος εξέφραζε τη διακαή επιθυμία της να φτάσουν όλοι οι χριστιανοί σε συνεορτασμό της «Κυρίας των εορτών», αλλά η Αγία Εδρα επιθυμούσε να συμφωνήσουν και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πριν ληφθεί κάποια απόφαση. Τότε είχε προταθεί ως κοινή Κυριακή εορτασμού του Πάσχα η δεύτερη Κυριακή του Απριλίου κάθε έτους. Στο μεταξύ, πολλές τοπικές καθολικές Εκκλησίες, λατινικές (στην Ελλάδα, π.χ.) και Ενωτικές (βλ. Πατριαρχείο Μελχιτών) αμέσως μετά τη Σύνοδο αποφάσισαν να συνεορτάζουν με την ορθόδοξη πλειονότητα του τόπου τους.
Με τη φετινή απόρριψη από εθνικές Εκκλησίες και φανατικές ομάδες της πρότασης Ρώμης και Κωνσταντινούπολης για εορτασμό του Πάσχα σε κοινή ημερομηνία και σε παγκόσμια κλίμακα χάθηκε η ευκαιρία αποδέσμευσης από την ιουδαϊκή παράδοση των σεληνιακών μηνών και η ένταξη της Εορτής των Εορτών σε αποκλειστικά χριστιανικό λυτρωτικό πλαίσιο.
Ο π. Μάρκος Γ. Φώσκολος είναι Αρχειοφύλακας και Γενικός Βικάριος της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Νάξου – Τήνου.