Τον Απρίλιο του 1938 ο οκτάχρονος Τζον Ρομίτα έδωσε 20 σεντ για να αγοράσει δύο αντίτυπα του πρώτου τεύχους του «Action Comics». Δεν το έκανε για να διαβάσει το ένα και να κρατήσει το άλλο σε άψογη κατάσταση προκειμένου να το πουλήσει αργότερα, όταν η τιμή του θα αυξανόταν, όπως κάνουν οι σημερινοί συλλέκτες. Την εποχή εκείνη το κόμικ ήταν είδος μιας χρήσης και κανείς δεν φανταζόταν ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος σε εκείνο το περιοδικό Superman θα γινόταν φαινόμενο που σε λίγους μήνες θα πουλούσε εκατομμύρια τεύχη. Ο μικρός Τζον, λοιπόν, ήθελε το δεύτερο αντίτυπό του για να μάθει να σχεδιάζει – και έγινε τόσο καλός σε αυτό ώστε λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο πέρασε τις πύλες της κόμικ βιομηχανίας. Για την ακρίβεια, επρόκειτο να γίνει μέρος του θρύλου της διαδεχόμενος το 1966 τον (από κοινού με τον Σταν Λι) δημιουργό του Στιβ Ντίτκο ως σχεδιαστής του Spider-Man. Με μικρά διαλείμματα παρέμεινε εκεί ως τα τέλη του 1972 προσθέτοντας τις δικές του ψηφίδες στον μύθο – κυρίως την αγαπημένη του Πίτερ Πάρκερ, Μέρι-Τζέιν Γουάτσον, και τον αρχιεγκληματία Κίνγκπιν. Η καθαρή, λιτή, ρεαλιστική εικονογράφηση του Ρομίτα, ακριβής ως προς τις αναλογίες, την προοπτική και τη θέση των προσώπων στον χώρο, άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην εποχή του καθορίζοντας την εικόνα του ήρωα. Παρά την αναγνωρισιμότητα που του προσέδωσε η θέση του, ο ίδιος έλεγε «πάντοτε αισθανόμουν ως επισκέπτης στον Spider-Man». Σε μια μακρά καριέρα, η οποία περιλάμβανε μια δεκαπενταετία από το 1973 και μετά ως art director ολόκληρης της Marvel Comics, ο Τζον Ρομίτα κρατούσε πάγια χαμηλό προφίλ. Ως πατέρας μάλιστα χάρηκε όταν επισκιάστηκε από το ταλέντο του γιου του: εδώ και δεκαετίες «Τζον Ρομίτα» για τους πολλούς λάτρεις του είδους είναι ο Τζον Ρομίτα ο νεότερος, όχι εκείνος, ο πρεσβύτερος. Το μόνο παράπονο του βετεράνου κομίστα ήταν ότι γεννήθηκε αργά: για μερικά μόλις χρόνια δεν είχε προλάβει να γίνει και εκείνος μέλος της χρυσής γενιάς των σκαπανέων του αμερικανικού κόμικ.